Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών αποτελεί δέσμευση της Ελλάδος στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Οι δανειστές στην πρόσφατη έκθεσή τους, δηλώνουν την δέσμευση της χώρας να προχωρήσει αλλαγή των αξιών, ώστε αυτές να προσεγγίσουν τις αντικειμενικές.
Στο υπουργείο Οικονομικών όμως θεωρούν ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα με την πανδημία να δείχνει τα δόντια της, δεν είναι εκείνες που θα επέτρεπαν την αναπροσαρμογή στις αντικειμενικές αξίες.
Ο Χρήστος Σταϊκούρας δηλώνει μεν ότι η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει μέσα στο έτος στην αναπροσαρμογή, αλλά δεν δεσμεύεται ότι ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογιστεί με τις νέες τιμές.
Την ίδια ώρα οι ιδιοκτήτες ακινήτων δηλώνουν ότι «οι προγραμματιζόμενες αυξήσεις αναφέρεται ότι θα βασιστούν στις εκθέσεις των εκτιμητών οι οποίες παραγγέλθηκαν και διενεργήθηκαν περί το τέλος του 2019, όταν η Ελλάδα ήταν μια άλλη χώρα».
Και συνεχίζουν στην επιστολή τους προς την πρωθυπουργό και τις ηγεσίες των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης «η κτηματαγορά βρίσκεται σε χειμέρια νάρκη, εξ αιτίας των δραματικών επιπτώσεων της πανδημίας στον τουρισμό, στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, στην Golden Visa, αλλά και στην αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να την χρηματοδοτήσει».
Και καταλήγουν ζητώντας να μην ισχύσουν νέες αντικειμενικές αξίες, όχι μόνο εφέτος, αλλά και μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην οικονομία.
Εκείνο που όλα δείχνουν ότι θα συμβεί θα είναι η ένταξη στο αντικειμενικών σύστημα προσδιορισμού αξιών περίπου 3.0000 νέων περιοχών της χώρας, φέρνοντας ένα όφελος μέσω του ΕΝΦΙΑ που θα είναι της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ.
Στόχος της κυβέρνησης, όπως άλλωστε το έχουν δηλώσει οι αρμόδιοι υπουργοί είναι το ποσό αυτό να επιστρέψει στους ιδιοκτήτες ακινήτων, δεδομένου ότι το δημοσιονομική αποτέλεσμα στον ΕΝΦΙΑ θα πρέπει να είναι ουδέτερο.
Μία από τις σκέψεις είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8% μεσοσταθμικά. Η άλλη είναι να υπάρξει μείωση στον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ που πληρώνουν περίπου σήμερα περίπου 500.000 ιδιοκτήτες ακινήτων, που έχουν στην κατοχή τους ακίνητη περιουσία άνω των 250.000 ευρώ.
Ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ ανέρχεται στο ποσό των 629 εκατ. ευρώ και καταβάλλεται από 450.000 φυσικά πρόσωπα και περίπου 50.000 επιχειρήσεις.