Λένε ότι οι άνθρωποι που ζουν συναρπαστικές ζωές, έχουν σχεδόν πάντοτε μοναχικό τέλος. Ο Αλέξης Μάρδας «έσβησε» μόνος του μέσα σε ένα διαμέρισμα του Κολωνακίου και πιθανόν ο θάνατός του να μην γινόταν γνωστός το βράδυ της Παρασκευής, αν δεν τον αναζητούσε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, που είχε μέρες να τον δει.
Δείγμα και αυτό της μοναξιάς που περιτριγύριζε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αυτή την μυθική φιγούρα για την οποία γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά.
Τόσα, που θα μπορούσαν να γεμίσουν άνετα ένα βιβλίο για τον βίο και την πολιτεία του Αλέξη Μάρδα, που στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια του πήγε να συναντήσει την Lucy από το «Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band» στον ουρανό με τα διαμάντια.
Του είχαν ζητήσει πολλές φορές να γράψει ένα βιβλίο για τα όσα έζησε δίπλα στο πιο διάσημο συγκρότημα του κόσμου για κάτι παραπάνω από τέσσερα χρόνια.
Δεν το έκανε ποτέ, ίσως επειδή δεν το είχε πρωτίστως ανάγκη. Όταν γνώρισε τον Τζον Λένον ήταν ένας Έλληνας που ζούσε ήδη δύο χρόνια στο Λονδίνο και ήταν φίλος των Rolling Stones, κυρίως του αδικοχαμένου Brian Jones.
Αυτός τον σύστησε στο ψηλό παιδί από το Λίβερπουλ με τα στρογγυλά γυαλιά, που ενθουσιάστηκε όταν ο Μάρδας του χάρισε το «Nothing Box», ένα μικρό πλαστικό κουτί στο οποίο αναβόσβηναν συνεχώς δεκάδες λαμπάκια.
Αυτό κοιτούσε με τις ώρες ο Λένον όταν βρισκόταν υπό την επήρεια του LSD, με τον Αλέξη δίπλα του, να τον έχει από κοντά όσο κρατούσε το τριπάρισμα.
Ο Τζον τον έχρισε αναπόσπαστο μέλος του πολύ στενού κύκλου των Beatles και οι υπόλοιποι τον συμπάθησαν αμέσως με τον Μακάρτνι να θυμάται χρόνια αργότερα ότι «Ο Άλεξ ήταν ένας ενδιαφέρον τύπος που είχε πάντα κάποιες έξυπνες ιδέες».
Μπορεί οι ιδέες του στην τελική τους εφαρμογή να μην ήταν αυτό που είχε υποσχεθεί ο magic Alex στα «σκαθάρια», αλλά ποιος ήταν τέλειος την εποχή του Swinging London, όταν όλα άλλαζαν ταχύτατα μέσα σε λίγες εβδομάδες;
Ο Μάρδας ήταν ο άνθρωπός τους. Αυτός που τους συνόδευσε στο περίφημο ταξίδι του διαλογισμού στην Ινδία τον Μάρτιο του 1968, που τέλειωσε άδοξα.
Τέσσερις μήνες αργότερα ο Λένον που είχε ορκιστεί ότι δεν θα βάλει ποτέ ξανά γραβάτα, το πράττει αφού είναι κουμπάρος στο γάμο του Μάρδα με την Ευφροσύνη Δοξιάδου, κόρη του σπουδαίου αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη.
Τον συνοδεύει η Γιόκο Όνο-ακόμη και σήμερα λένε ότι του γνώρισε ο Μάρδας-ενώ παρόν στον γάμο είναι και ο Τζορτζ Χάρισον με την σύζυγό του.
Το διαζύγιό του λίγα χρόνια αργότερα, θα είναι αθόρυβο…
Τα «σκαθάρια» στην Ελλάδα και η ζωή μετά
Όταν το καλοκαίρι του 1967 ο Μάρδας φέρνει τους Beatles στην Ελλάδα, ο θόρυβος είναι τεράστιος για τα εγχώρια και όχι μόνο ΜΜΕ. Το πιο διάσημο συγκρότημα του πλανήτη ενδιαφέρεται να αγοράσει ένα νησί , την Αγία Τριάδα, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Εύβοια και το σχήμα του θυμίζει κιθάρα.
Η αγοραπωλησία ναυάγησε, αλλά ο Λένον, ο Μακάρτνι, ο Χάρισον και ο Ρίνγκο Σταρ απολαμβάνουν διακοπές στην Ελλάδα, πηγαίνουν στην αγαπημένη Ύδρα του Μάρδα, χορεύουν στους Δελφούς και φωτογραφίζονται με ντόπιους σε μικρά χωριά.
Όταν το 1969 η συνεργασία του με το συγκρότημα σταματάει ο Μάρδας αναζητάει άλλες επαγγελματικές διεξόδους, όπως την σύσταση μιας εταιρίας που ειδικεύεται στα θωρακισμένα αυτοκίνητα.
Ερωτεύεται και χωρίζει διάφορες καλλονές, γίνεται το alter ego της Τζόαν Κόλινς και αργότερα της Τζέιν Σέιμουρ, ενώ θα πει ναι ξανά στον γάμο, όταν ερωτεύεται την Τάνια Τρύπη.
Ο γόμος τους δεν θα στεριώσει αλλά θα αφήσει πίσω μια κόρη την 23χρονη σήμερα Μαρίνα Μάρδα, ενώ όσοι θυμούνται εκείνη την ημέρα στην Ύδρα, έχουν να λένε ακόμη για την ξυπόλυτη νύφη!
Αναμφίβολα γοητευτική προσωπικότητα, ο Αλέξης Μάρδας ευτύχησε να περάσει πολλά καλοκαίρια στο σπίτι με τους κρεμαστούς κήπους στην Ύδρα, φιλοξενώντας διάσημους φίλους του και απολαμβάνοντας την καλή ζωή.
Δεν ευτύχησε να στήσει μια εταιρία τηλεοπτικών παραγωγών όπως την ονειρευόταν σε ένα εγχείρημα που του στοίχισε πολλά λεφτά και τον άφησε με επίσης πολλά χρέη.
Το σπίτι στην Ύδρα χάθηκε και ο ίδιος στο λυκόφως της μυθιστορηματικής ζωής του, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και μια μοναξιά που δεν είχε συνηθίσει.
Η Τζόαν ήταν μια μακρινή ανάμνηση, ο Λένον είχε φύγει και αυτός είχε μείνει μόνος με τις αναμνήσεις του και ένα τηλέφωνο που δεν χτυπούσε πια, σαν να μην ήταν ζωντανός και αυτό ίσως ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το αντέξει.