Ο Ερντογάν, μεγάλος σύμμαχος του εκλιπόντος προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, είχε στο παρελθόν διαβεβαιώσει ότι «δεν θα μιλήσει ποτέ» σε «κάποιον σαν» τον Σίσι
Η πρωτοφανής χειραψία του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Αιγύπτιο ομόλογό του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι σφράγισε την «αρχή της ανάπτυξης των σχέσεων» μετά από μια δεκαετία αποξένωσης, ανακοίνωσε σήμερα η αιγυπτιακή προεδρία.
Ο Ερντογάν, μεγάλος σύμμαχος του εκλιπόντος προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, μέλους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, είχε στο παρελθόν διαβεβαιώσει ότι «δεν θα μιλήσει ποτέ» σε «κάποιον σαν» τον Σίσι, ο οποίος ανέτρεψε τον Μόρσι σε πραξικόπημα το 2013.
Ωστόσο, Άγκυρα και Κάιρο φαίνεται ότι ξεκίνησαν μια πολιτική αναθέρμανσης πρόσφατα.
Την περασμένη εβδομάδα, επιστρέφοντας από τη σύνοδο κορυφής της G20 στην Ινδονησία, ο Ερντογάν δήλωσε έτοιμος για «ξεκινήσει μια νέα αρχή» με το Κάιρο.
Χθες Κυριακή η τουρκική προεδρία έδωσε στη δημοσιότητα μια φωτογραφία του Ερντογάν με τον Σίσι να ανταλλάσσουν χαμογελαστοί χειραψία στην έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ — μια χώρα που ήταν ένας ακόμη μεγάλος σύμμαχος του Μόρσι – με το οποίο η Αίγυπτος συμφιλιώθηκε πρόσφατα.
Οι δύο άνδρες «επιβεβαίωσαν το βάθος των ιστορικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών και των δύο λαών» και αποφάσισαν την «έναρξη της ανάπτυξης των διμερών σχέσεων», δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος της αιγυπτιακής προεδρίας Μπασάμ Ράντι.
Πρόσφατα, ένας Αιγύπτιος δημοσιογράφος που πρόσκειται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους συνελήφθη για μικρό χρονικό διάστημα στην Τουρκία, προκαλώντας φόβους πιθανής έκδοσης σε πολλούς ισλαμιστές που έχουν βρει καταφύγιο εκεί.
Η Άγκυρα είναι μεγάλη υποστηρίκτρια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τα μέλη της οποίας το Κάιρο τα θεωρεί «τρομοκράτες», και οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα στη Λιβύη: η Τουρκία έχει στείλει στρατιωτικούς συμβούλους και drones εναντίον του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, του ισχυρού άνδρα της ανατολικής Λιβύης που υποστηρίζεται κυρίως από την Αίγυπτο.
Σε εμπορικό επίπεδο, οι δύο χώρες έχουν ενισχύσει τις συναλλαγές τους: έχουν αυξηθεί από 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2007 σε 11,1 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020, σημειώνει το ερευνητικό κέντρο Carnegie.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, AFP