Άγραφα: Για όλους έχει ο θεός – Η ιστορία της χήρας της Κωνσταντινιάς

By Lamianow.gr
6 Min Read

 

Η Κωσταντινιά είχε μείνει χήρα πολύ νέα και μεγάλωνε μόνη τα τρία παιδιά της. Ο άντρας της πέθανε από πνευμονία και το μικρότερο παιδί της ήταν τότε μόλις δυό χρονών και το μεγαλύτερο πέντε.
Από τότε, περάσανε 7 χρόνια.
Ζούσε μέσα στην φτώχεια και προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα χωρίς καμιά βοήθεια. Δύσκολες εποχές κι ο καθένας τραβούσε τα δικά του ζόρια για να θρέψει την φαμελιά του.
Η Κωσταντινιά ήταν έτσι κι αλλιώς από τις πιο φτωχές οικογένειες του χωριού. Τρεις κατσικούλες, ένα γουρουνάκι, πέντε-έξι κοτούλες, ένα μικρό χωραφάκι κι ο κήπος μπροστά από το σπιτάκι της ήταν όλο της το βιός.
Μα κι αυτό το χωράφι άγονο τελείως… τζάμπα παιδευόταν με το τσαπί να το σκάψει και να βάλει κανένα σκορδοκρέμμυδο, λίγα ρεβίθια, κουκιά κλπ … Την εποχή που μάζευαν τις ελιές κι αφού φεύγανε από τα μικρά λιοστασάκια οι χωριανοί της, πήγαινε κι αυτή από πίσω και κοκολογούσε (μάζευε ό,τι απόμεινε). Έχωνε τα χέρια της ανάμεσα από χόρτα, αγκάθια, θάμνους και τα καταμάτωνε αρκεί να μαζέψει την ελιά που έβλεπε.
Έτσι κατάφερνε να μαζέψει κάμποσες και να βγάλει λίγο λαδάκι. Δεν ήταν αρκετό μα θα τα βόλευε αυτή όπως ήξερε. Λίγο από το λάδι, λίγο από το λίπος του γουρουνιού, θα κατάφερνε να τα φέρει βόλτα μέχρι την επόμενη χρονιά.
Το ίδιο έκανε και με τα καλαμπόκια και τα λίγα σιτάρια.
Περνούσε και μάζευε σπυρί-σπυρί και στάχυ-στάχυ για να βγάλει το ψωμάκι τους. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη έτσι κι έβρισκε κάποιο στάχυ, ή κάποια ρόκα (καλαμπόκι) ! Δεν άφηνε κανένα χωράφι απέραστο…δεν της μιλούσε κανείς μιας κι όλοι ελάχιστα έως καθόλου άφηναν πίσω τους. Πολλές φορές, αν έβλεπαν μερικοί να ξέμεινε κάποιο στάχυ ή κανένα μισοφαγωμένο καλαμπόκι λέγανε:

-Αφήστε το για την Κωσταντινιά!
Μια χρονιά δεν κατάφερε να μαζέψει αρκετό καλαμπόκι. Ίσως γιατί δεν είχε πέσει κάτω, ίσως γιατί την πρόλαβαν άλλοι γιατί δεν ήταν η μόνη που έκανε αυτή την προσπάθεια…. σημασία είχε πως αυτή τη χρονιά θα πεινούσε αυτή και τα παιδιά της. Κατάφερε να μαζέψει σχεδόν ένα τσουβάλι καλαμπόκι από τόσα χωράφια που πέρασε και ούτε ένα δεμάτι στάχυα σιταριού.
Τα κοίταζε στεναχωρημένη και δεν έλεγε τίποτα..
Το μόνο που έλεγε πάντα ήταν:
-Έχει ο Θεός!
Σηκώθηκε νωρίς, ζαλιγκώθηκε το τσουβάλι με το καλαμπόκι και ξεκίνησε για τον μύλο. Στο δρόμο συνάντησε τον μπαρμπα-Χρήστο που πήγαινε κι αυτός στο μύλο με το μουλάρι του φορτωμένο καλαμπόκι.
Αφού είπαν καλημέρα προχωρούσαν κουβεντιάζοντας στο δρόμο. Η Κωσταντινιά ποτέ δεν κλαιγόταν ούτε παραπονιόταν για την τύχη της. Και στο πατρικό της φτώχεια είχε και ήταν μαθημένη. Τώρα όμως προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην πεινάσουν τα παιδιά της.
Όταν φτάσανε στον μύλο ο μυλωνάς ρώτησε ποιανού το άλεσμα να βάλει πρώτα. Η Κωσταντινιά του είπε πως δεν την νοιάζει, είχε δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει και πως έτσι κι αλλιώς θα έφευγε να πάει σπίτι της και θα ερχόταν τ’ απόγευμα να το πάρει.
-Θα με πληρώσεις ή να κρατήσω το ξάγι? την ρώτησε ο μυλωνάς.
Η Κωσταντινιά σκέφτηκε πως έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ λίγο το καλαμπόκι τι θα της απόμεινε?… αλλά μήπως είχε και να τον πληρώσει?
-Κράτα το ξάγι σου άνθρωπέ μου.. του είπε φανερά λυπημένη.
Ο μπάρμπα-Χρήστος την λυπήθηκε. Ήξερε την προσπάθεια που έκανε για να βγάλει το ψωμί των παιδιών της. Γυρίζει και της λέει:
-Μην έρθεις Κωσταντινιά. Όταν αλεστούν θα τα βάλω στο μουλάρι και περνώντας θα σου φωνάξω να το πάρεις.
-Να είσαι καλά μπαρμπα-Χρήστο….. απάντησε η Κωσταντινιά και τράβηξε για το σπίτι της.
Αφού τελείωσε το άλεσμα και μπήκε το αλεύρι στου καθενός τα τσουβάλια, ο μπαρμπα -Χρήστος τα φόρτωσε στο μουλάρι και ξεκίνησε. Στα μισά της στράτας λοξοδρόμησε και χώθηκε απόμερα. Κατέβασε το τσουβάλι της Κωσταντινιάς που είχε πανωσάμαρα, έλυσε το σκοινάκι και το άνοιξε …. έπειτα όπως ήταν φορτωμένα τα δικά του με τρόπο άδειασε κι από τα δύο κάμποσο αλεύρι μέσα στο τσουβάλι της γυναίκας. Τα έδεσε όλα καλά, φόρτωσε με λίγη δυσκολία της Κωσταντινιάς που τώρα είχε βαρύνει και συνέχισε το δρόμο του.
Αν και κουρασμένος από το περπάτημα, μέσα του ένιωθε ανάλαφρος! Ήταν καλός άνθρωπος ο μπαρμπα-Χρήστος και λυπησιάρης.. είχε κι αυτός μεγάλη φαμελιά παιδιά κι αγγόνια, είχε όμως και μια γυναίκα που δεν έδινε του αγγέλου της νερό. Ο μόνος τρόπος να βοηθήσει έστω και λίγο την χήρα με τα παιδιά της ήταν αυτό που έκανε.
Φτάνοντας στο σπίτι της Κωσταντινιάς την είδε έξω στην αυλή. Ξεφόρτωσε το τσουβάλι, της είπε καλοφάγωτο και ξεκίνησε για το σπίτι του. Της γυναίκας σαν να της φάνηκε πολύ το αλεύρι και θεώρησε πως έγινε λάθος. Ή δεν κράτησε το ξάγι ο μυλωνάς, ή μπέρδεψε τα τσουβάλια… Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου φώναξε τον μπαρμπα-Χρήστο να του πει τις υποψίες της γιατί δεν το ήθελε το άδικο. Αυτός την καθησύχασε λέγοντας πως όλα έγιναν σωστά κι όπως ακριβώς έπρεπε και πως έτσι της φαίνεται, την γελούν τα μάτια της…..
Όντως έγιναν όλα όπως έπρεπε κι έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, γιατί για όλους έχει ο Θεός!
Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη
Share This Article
Follow:
Η ανεξάρτητη ηλεκτρονική εφημερίδα ενημέρωσης της Λαμίας και της Στερεάς Ελλάδας. Γιατί η ενημέρωση χρειάζεται άποψη.
Leave a comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version