Στην αναλογικά χαμηλότερη μείωση του δείκτη κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη φαίνεται πως οφείλεται σε σημαντικό βαθμό το υψηλό -για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- ποσοστό το οποίο κατέχουν οι δαπάνες για στέγαση στην Ελλάδα (34,2%).
Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε περισσότερο σε σχέση με εκείνο της ΕΕ την περίοδο 2015 – 2022 (-4,2% έναντι 3,7%) και παρότι οι τιμές ακινήτων στην ΕΕ αυξήθηκαν με υψηλότερο ρυθμό στην ΕΕ σε σχέση με την Ελλάδα (18% έναντι 11%), η Ελλάδα κατέκτησε την θλιβερή πρωτιά να αποτελεί τη χώρα με τις υψηλότερες δαπάνες για τη στέγαση. Αυτό προκύπτει από στοιχεία της Eurostat για τη στέγαση αλλά και το κατά κεφαλή εισόδημα.
Το ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης στις πόλεις και τις αγροτικές περιοχές ανέρχεται κατά μέσο όρο στις ευρωπαϊκές πόλεις στο 10,6% και στις αγροτικές περιοχές 6,6%. Στην Ελλάδα το ίδιο κόστος το 2022 ανήλθε σε 27,3% και στις αγροτικές περιοχές 24,2%, δηλαδή σε ποσοστό υπερδιπλάσιο σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό.
Ωστόσο, το 2015 ήταν σε υψηλότερο ποσοστό στις πόλεις και συγκεκριμένα στο 48,8%. Το κόστος στέγασης επί του διαθεσίμου εισοδήματος στην ΕΕ ανήλθε 19,6% και στην Ελλάδα 34,2%, δηλαδή σχεδόν διπλάσιο. Σημαντικό είναι το γεγονός πως στο διάστημα 2015 – 2022, τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά 21%.
Έτσι αν και το κατά κεφαλή εισόδημα σε ΕΕ και Ελλάδα αυξήθηκε κατά το ίδιο ποσοστό το κόστος στέγασης αυξήθηκε κατά υπερδιπλάσιο ποσοστό στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Ο δείκτης τιμών ακινήτων στην ΕΕ ανέρχεται στις 118 μονάδες, ενώ στην Ελλάδα στις 111. Στην Ευρώπη, στο διάστημα 2015 – 2022 αυξήθηκε κατά 18% ενώ στην Ελλάδα κατά 11%.
Οι τιμές παραγωγού κατασκευών κατά μέσο όρο στην ΕΕ ανέρχονται σε 132 μονάδες, ενώ στην Ελλάδα στις 107. Την περίοδο 2015 – 2022 οι τιμές παραγωγού κατασκευών αυξήθηκαν κατά 32%, ενώ στην Ελλάδα μόλις κατά 7%.
Οι επενδύσεις στη στέγαση (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ανήλθαν στην ΕΕ κατά μέσο όρο στο 6% του ΑΕΠ και στην Ελλάδα μόλις το 1,6% Οι οικοδομικές άδειες για κτίρια κατοικιών αυξήθηκαν την περίοδο 2013 – 2022 στην ΕΕ κατά 58% ενώ στην Ελλάδα κατά 225%! Παρόλα αυτά, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κατασκευαστικού τομέα (ως % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) ανέρχεται κατά μέσο όρο στην ΕΕ στο 5,5% και στην Ελλάδα 1,9%.
Δραματικά είναι τα στοιχεία σε σχέση με τα οικονομικά φορτία με τα οποία είναι βεβαρυμμένα τα ακίνητα στην Ελλάδα, καθώς το 45,5% του πληθυσμού ζει σε νοικοκυριά με ληξιπρόθεσμες οφειλές για υποθήκες, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 9,2%. Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα είναι 5πλάσιο από το ευρωπαϊκό μέσο όρο. Κατά τ’ άλλα, το ποσοστό ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά που κατέχουν ή νοικιάζουν το σπίτι τους ανέρχεται στην ΕΕ κατά μέσο όρο στο 69,1% και στην Ελλάδα στο 72,8% (δηλαδή σε εφάμιλλα επίπεδα).
Ο μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο είναι μεγαλύτερος στην ΕΕ (1,6) σε σχέση με την Ελλάδα (1,3) και το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα (2,6 άτομα ανά νοικοκυριό) σε σχέση με την ΕΕ (2,3). Το ποσοστό ατόμων που ζουν σε υπερπλήρεις κατοικίες ανέρχεται στην ΕΕ σε16,8%, ενώ πολύ μεγαλύτερο είναι στην Ελλάδα ( 28%).
Ωστόσο, στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερο ποσοστό των ατόμων που ζουν σε υποστεγασμένες κατοικίες (11,3%) σε σχέση με την ΕΕ (33,6%). Το ποσοστό ατόμων που ζουν σε κατοικία με διαρροή στέγης, υγρούς τοίχους, δάπεδα ή θεμέλια, ή σήψη στα κουφώματα ή στο δάπεδο ανέρχεται στην ΕΕ σε ποσοστό 14,8% ενώ στην Ελλάδα σε 12,5%. Όσον αφορά τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από νοικοκυριά για θέρμανση και ψύξη (σε kg ανά κάτοικο) στην ΕΕ ανήλθαν σε 714 και στην Ελλάδα 498.
newsit.gr