Όπου και με όποιον τρόπο και να δοθούν οι έδρες των Σπαρτιατών (φανταστείτε τι διαφωνίες θα προκύψουν μεταξύ κομμάτων, εκλογολόγων, νομικών κ.λπ.), η στρέβλωση της δημοκρατικής αρχής θα είναι κάτι περισσότερο από προφανής.
Πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2023 διεξήχθη έντονος δημόσιος διάλογος για το εάν το Σύνταγμά μας επιτρέπει την απαγόρευση καθόδου πολιτικών κομμάτων στις εκλογές. Τότε είχε επισημανθεί από πολλούς ότι, ανεξαρτήτως της συνταγματικής προβληματικής, η επιλογή αυτή είναι αναποτελεσματική και δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας.
Η θέση αυτή στηριζόταν στη διαχρονική παρατήρηση των χωρών, στις οποίες επιτρέπεται η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων: Σε όσες περιπτώσεις απαγορεύτηκαν πολιτικά κόμματα, η απαγόρευση αυτή λειτούργησε περισσότερο ως διαφήμιση, τα δε απαγορευθέντα κόμματα επανιδρύθηκαν λίγο αργότερα με παραπλήσια ονομασία.
Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων και στην Ελλάδα αντέτειναν ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να αυτοκτονεί και πρέπει να αμύνεται απέναντι στους εχθρούς της. Η συνέχεια όμως μάλλον τους διέψευσε: Μπορεί να απαγορεύθηκαν οι Έλληνες του Ηλία Κασιδιάρη, κατήλθαν όμως με την υποστήριξή του στις εκλογές οι Σπαρτιάτες και κατέλαβαν ένα όχι ευκαταφρόνητο εκλογικό ποσοστό.
Σαν να μην έφτανε αυτό, υποβλήθηκαν ενστάσεις στο ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) με αίτημα να εκπέσουν οι βουλευτές των Σπαρτιατών από τις έδρες τους. Το εάν το ΑΕΔ μπορεί εκ των υστέρων να ελέγξει την κάθοδο των Σπαρτιατών στις εκλογές όταν πριν από τις εκλογές έχει ήδη αποφανθεί θετικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, είναι αμφισβητούμενο.
Έγκριτοι συνταγματολόγοι με σοβαρά επιχειρήματα έχουν υποστηρίξει την αρνητική απάντηση στο ζήτημα αυτό. Εάν όμως το ΑΕΔ δεχθεί την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα της καθόδου των Σπαρτιατών στις εκλογές και να αποφασίσει την έκπτωση των βουλευτών τους, τότε αρχίζουν τα δύσκολα.
Τι θα γίνει με τις έδρες των εκπεσόντων βουλευτών στις δώδεκα εκλογικές περιφέρειες όπου οι Σπαρτιάτες εξέλεξαν βουλευτή;
Μήπως οι έδρες αυτές να δοθούν στα κόμματα, τα οποία στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες εμφανίζουν τον μεγαλύτερο αριθμό αδιάθετων ψήφων; Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα προσέκρουε στη λογική του εκλογικού νόμου, ο οποίος κατανέμει τις έδρες και με βάση τη δύναμη των κομμάτων στο σύνολο της Επικράτειας, προβλέποντας τη μεταφορά αδιάθετων υπολοίπων ανάμεσα στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες;
Αφού κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι σωστό, μήπως να μοιραστούν οι έδρες των Σπαρτιατών αναλογικά στα άλλα κόμματα, τα οποία εκπροσωπούνται στη Βουλή; Με ποιον νόμο όμως και με ποια κριτήρια θα γίνει αυτή η κατανομή των εδρών; Τι θα γίνει με τη στρογγυλοποίηση των δεκαδικών που θα προκύψουν;
Ας ερευνήσουμε τότε μια τρίτη λύση: Οι Σπαρτιάτες να θεωρηθούν πλασματικά και εκ των υστέρων ότι δεν συγκέντρωσαν το απαραίτητο 3% για να εισέλθουν στην Βουλή και με το δεδομένο αυτό να εφαρμοστεί ο εκλογικός νόμος και να μοιραστούν οι έδρες τους στα άλλα κόμματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα εφαρμόσουμε τον εκλογικό νόμο με βάση ένα δεδομένο, που ξέρουμε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (αφού οι Σπαρτιάτες έλαβαν πάνω από 3%).
Τέταρτη λύση: Να θεωρήσουμε ότι οι ψήφοι στους Σπαρτιάτες δεν είναι έγκυρες και έτσι να γίνει ανακατανομή των εδρών. Αυτό όμως θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην εκ νέου εφαρμογή του εκλογικού νόμου για την ανακατανομή των εδρών (π.χ. ως προς το εκλογικό μέτρο), αυξάνοντας τον κίνδυνο για πιθανές «καραμπόλες» στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες. Εξάλλου, δεν μπορεί να είναι άκυρες οι ψήφοι υπέρ των Σπαρτιατών στις δώδεκα εκλογικές περιφέρειες όπου εξέλεξαν βουλευτή και έγκυρες σε όλες τις άλλες εκλογικές περιφέρειες.
Και τέλος: Την ανακατανομή των εδρών θα την αποφασίσει το ίδιο το ΑΕΔ ή μήπως θα παραπέμψει το ζήτημα στην Ανωτάτη Εφορευτική Επιτροπή, που θα πρέπει να συγκροτηθεί εκ νέου;
Το σημαντικό όμως είναι κάτι άλλο: Όπου και με όποιον τρόπο και να δοθούν οι έδρες των Σπαρτιατών (φανταστείτε τι διαφωνίες θα προκύψουν μεταξύ κομμάτων, εκλογολόγων, νομικών κ.λπ.), η στρέβλωση της δημοκρατικής αρχής θα είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Γιατί συνιστά αλλοίωση της λαϊκής βούλησης, να ψηφίζει ένας πολίτης ένα κόμμα και η ψήφος του να αποβαίνει τελικά υπέρ άλλου κόμματος.
Αν λοιπόν το ΑΕΔ αποφασίσει ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του. Γιατί δεν γνωρίζουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών, εάν δεν συμμετείχε το κόμμα αυτό. Η επανάληψη των εκλογών (είτε στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες είτε σε ολόκληρη την επικράτεια) είναι η μόνη σύμφωνη με τη δημοκρατική αρχή λύση. Βέβαια, είναι εύλογο κανείς να μη θέλει την επανάληψη των εκλογών, ειδικά για τον συγκεκριμένο λόγο.
Μόνο που η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, με τον εσφαλμένο τρόπο που επιλέχθηκε το 2023, έχει το τίμημά της. Δεν μπορείς δηλαδή να θεσπίζεις ρυθμίσεις προς υπεράσπιση της δημοκρατίας και, όταν έρθει η ώρα της εφαρμογής τους, να αρνείσαι την εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής.
Οι καταστάσεις αυτές συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στη μείωση της αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών και της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυξάνοντας κατ’ αποτέλεσμα και μακροπρόθεσμα τη δύναμη των ακραίων και αντιδημοκρατικών τάσεων.
Συνάγεται ένα συμπέρασμα από όλα αυτά; Νομίζω ναι.
Όταν η μαχόμενη δημοκρατία ξεφεύγει από τα σωστά όρια (που προκύπτουν από την εφαρμογή του ποινικού δικαίου, την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων της κοινωνίας και την αξιοποίηση των άλλων μέσων που παρέχει η έννομη τάξη για την αντιμετώπιση των εχθρών της Δημοκρατίας), η Δημοκρατία μας οδηγείται σε συνταγματικά αδιέξοδα.
*Σπύρος Βλαχόπουλος – Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ