Πέρασαν 33 χρόνια από τις 5 Φεβρουαρίου 1991 όταν και συνετρίβη το αεροσκάφος C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας στο όρος Όθρυς. Ωστόσο ακόμα ουδείς γνωρίζει τα ακριβή αίτια που προκάλεσαν την τραγωδία με το μεταγωγικό αεροσκάφος υπ. Αρ.748 το οποίο μετέφερε 63 αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και σμηνίτες της Π.Α. και συνετρίβη στην κορυφή Τσατάλι του όρους Όθρυς σε υψόμετρο 1.520 μέτρων.
Το C-130 είχε απογειωθεί από την Ελευσίνα με τελικό προορισμό την 115 Πτέρυγα Μάχης στα Χανιά της Κρήτης, ενώ θα έκανε μια ενδιάμεση στάση για να παραλάβει προσωπικό στην 111 ΠΜ στον Αγχίαλο. Περίπου 20 λεπτά μετά την απογείωσή του, το στίγμα του χάθηκε από το ραντάρ, δίχως ο κυβερνήτης του, ο επισμηναγός Μπίνας, να έχει αναφέρει κάποιο πρόβλημα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ξεκίνησε η έρευνα αλλά και η επιχείρηση διάσωσης.
Για τρεις ημέρες δεν είχε βρεθεί ίχνος του αεροσκάφους παρά τις προσπάθειες οκτώ αεροσκαφών F-16, δύο C-130, δύο Canadair CL-215, δύο ελικοπτέρων Σινούκ αλλά και του Ναυτικού συν αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας. Παράλληλα, μεγάλες δυνάμεις καταδρομών και πεζοναυτών «χτένιζαν» την περιοχή πάνω από τη νοητή γραμμή της πορείας που θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει το μοιραίο C-130.
Την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου και ώρα 08:40, το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων έστειλε σήμα: «Παύσατε έρευνες»! Το αεροπλάνο είχε εντοπιστεί, μετά τέσσερις μέρες, στις χιονισμένες πλαγιές της Όθρυος. Ο αντισμήναρχος Γιώργος Καραγιάννης, πιλότος του ελικοπτέρου που εντόπισε τα συντρίμμια, είχε δηλώσει: «Μετά λίγα λεπτά πτήσης πάνω από τη νότια πλευρά της Όθρυος, είδα κάτι που μου τράβηξε την προσοχή. Πλησίασα περισσότερο. Ήταν το αεροσκάφος. Είδα μία περιοχή μήκους 300 μέτρων και πλάτους περίπου 50 μέτρων γεμάτη από συντρίμμια και πτώματα. Απομακρύνθηκα από την περιοχή για να μην αλλοιώσω με τον αέρα του ελικοπτέρου τον χώρο, ενόψει των ερευνών».
Όπως προέκυψε αργότερα από τη νεκροψία και την νεκροτομή των πτωμάτων ο θάνατός τους επήλθε ακαριαία, από τη βίαιη πρόσκρουση του αεροσκάφους στο έδαφος.
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που κατατέθηκαν, η τελευταία επαφή του μοιραίου αεροσκάφους με τον πύργο ελέγχου της 111 ΠΜ ήταν στις 12:55 το μεσημέρι και ενώ είχε αρχίσει η διαδικασία προσγείωσης διά οργάνων, λόγω χαμηλής νέφωσης και κακοκαιρίας που επικρατούσε στην περιοχή.
Το C-130 είχε χτυπήσει με την «κοιλιά» και αυτό αποδείκνυε ότι ο χειριστής που μάλλον πετούσε στα 4.000 πόδια, αντελήφθη εμπόδιο τελευταία στιγμή και προσπάθησε να το σηκώσει.
Το armyvoice.gr είχε δημοσιεύσει το 2018 μαρτυρία του αρχηγού της ομάδας του Ειδικού Τμήματος Αλεξιπτωτιστών, Πέτρου Αλεξανδράτου, ο οποίος περιέγραψε τις πολύ δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισαν:
«Κάποια στιγμή ενημερωθήκαμε να πάρουμε εξοπλισμό αναρρίχησης και να ανεβούμε στο βουνό διότι έχει εντοπισθεί το αεροσκάφος. Πήραμε την εντολή πρωί και χαράματα ξεκινήσαμε. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα όταν φτάσαμε στον χώρο. Φτάνοντας στον χώρο, χωρίς να μας έχουν πει λεπτομέρειες, προσγειώθηκε το Σινούκ και αρχίσαμε σιγά-σιγά να καταλαβαίνουμε το χάος το οποίο υπήρχε.
Μουδιασμένοι, αρχίσαμε υπό τον ταγματάρχη Μουζουρέα, να παίρνουμε εντολές πως θα κινηθούμε, πού θα εντοπίσουμε και που θα συγκεντρώνουμε τις σωρούς, καθώς και πως θα ενημερώνουμε για το τι κάνουμε. Το αεροσκάφος ήταν κομμένο σε δυο κομμάτια. Δύο μεγάλα κομμάτια. Το πιλοτήριο και πίσω η ουρά του αεροσκάφους».
Τα σενάρια, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, για τα αίτια της συντριβής ήταν πολλά: Από μυστικές υπηρεσίες, εμπλοκή άλλων αεροσκαφών μέχρι μεταφορά εκρηκτικών. Κανένα από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε, ούτε όμως δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα το επίσημο πόρισμα. «Πρόκειται για στρατιωτικό απόρρητο» έλεγαν συνεχώς, συμπληρώνοντας πως δεν κρύβεται κανένα… μυστήριο πίσω από τη τραγωδία.
Κάποιοι από τους συγγενείς είχαν υποστηρίξει τότε ότι είχε γίνει δολιοφθορά από ξένο αεροσκάφος, άλλοι έλεγαν ότι κάποιοι δεν ήθελαν να φτάσει το ελληνικό αεροπλάνο στον προορισμό του, στην Κρήτη επειδή, σύμφωνα με πληροφορίες τους, μετέφερε κιβώτια με άγνωστο και ίσως ύποπτο υλικό. Μερικές ημέρες αργότερα, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έστειλε επιστολή σε κάποιες οικογένειες στην οποία ανέφερε ανάμεσα στα άλλα: «Το αεροσκάφος δεν μετέφερε πυρομαχικά ή οποιαδήποτε άλλα υλικά. Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροσκάφος! Οι επιβαίνοντες και τα συντρίμμια του αεροσκάφους άργησαν να εντοπιστούν λόγω της πυκνής νέφωσης που επικρατούσε στην περιοχή».
Για την πολύνεκρη τραγωδία κατηγορήθηκε τελικά ο επισμηναγός, ο υπεύθυνος για την εναέρια κυκλοφορία στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου. Του αποδόθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία κατά συρροή εξ αμελείας, παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος και καταστροφή αεροπλάνου. Η δίκη έγινε στις 4 Νοεμβρίου του 1994 και διήρκεσε δύο εβδομάδες. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή. Το εφετείο τον κήρυξε ομόφωνα αθώο.