Εφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Καραγεώργος, ο θρυλικός φωτογράφος που κατέγραψε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ξεκίνησε από τον Πύργο Υπάτης για να φτάσει στην Αθήνα, όπου έγραψε την δική του ιστορία, αιχμαλωτίζοντας με τον φακό του, κορυφαία γεγονότα της χώρας.
Κατέγραψε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και φυγάδευσε το υλικό με διπλωματικό σάκο στη Γερμανία. Ο φωτορεπόρτερ Βασίλης Καραγεώργος, από τον Πύργο Υπάτης, όχι μόνο έζησε από κοντά όσα διαδραματίστηκαν στο Πολυτεχνείο αλλά κατάφερε να “αιχμαλωτίσει” τις ιστορικές στιγμές με τον φωτογραφικό του φακό, αφήνοντας το έργο του ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές…
Ο Βασίλης Καραγεώργος ήταν από τους πιο δυναμικούς φωτορεπόρτερ της γενιάς του και είχε προκαλέσει αντιπάθειες σε πολιτικούς αλλά και στο παλάτι στη δεκαετία του ’60. Μιλώντας στο CNN Greece, φέρνει στο μυαλό του τα δραματικά γεγονότα λεπτά προς λεπτό. “Κατά τις δώδεκα και τέταρτο ξημερώματα 17 Νοεμβρίου, μου τηλεφωνούν στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» που δούλευα, ότι βγήκαν τανκς στους δρόμους. Στις δωδεκάμιση παίρνω ένα δεύτερο τηλεφώνημα, ότι τα τανκς ήταν μπροστά στο ξενοδοχείο Χίλτον. Τρέχοντας σχεδόν βγήκα γωνία Πανεπιστημίου και Χρήστου Λαδά και τα ακολούθησα μέχρι το Πολυτεχνείο.
“Εδώ είναι η πόρτα του Πολυτεχνείου, που όταν έφτασαν τα τανκς, ήταν σκαρφαλωμένοι δεξιά και αριστερά στην πόρτα φοιτητές, και άλλοι… γιατί δεν ήταν μόνο φοιτητές ήταν και εργαζόμενοι” μας λέει o Βασίλης Καραγεώργος δείχνοντας την φωτογραφία με την κατεστραμμένη πύλη.
“Φώναζαν αδέρφια… είμαστε αδέρφια… για να μην σπάσουν τα τανκς την πόρτα.
Το τανκ πήγε μια δύο φορές να το κάνει, δεν το έκανε. Εγώ ήμουν απέναντι στα 15 μέτρα.
Είμαστε αδέρφια, είμαστε αδέρφια… το τανκ δίνει μια… και σπάει την πόρτα. Σε εκείνο το σημείο με συλλαμβάνουν. Με πήραν δύο αστυνομικοί και με κατέβασαν μέχρι την πλατεία Βάθη”. Οι επόμενες στιγμές ήταν γεμάτες αγωνία. Ο Καραγεώργος θυμάται ότι δεν φοβήθηκε μήπως τον πάνε στην ασφάλεια, αλλά μήπως του πάρουν τα φιλμ, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι αυτό που έχει τραβήξει είναι ανεκτίμητο.
“Οι αστυνομικοί με άφησαν να φύγω και εγώ έτρεξα στην εφημερίδα. Τυπώσαμε τις φωτογραφίες , περίπου 30 φωτογραφίες και τρέξαμε στο αεροδρόμιο και προλάβαμε τη Lufthansa και βάλαμε το φάκελο με τις φωτογραφίες στο σάκο της γερμανικής πρεσβείας. Κι έτσι την άλλη μέρα γέμισε όλος ο κόσμος φωτογραφίες και ευτυχώς, γιατί την επόμενη κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος.
Ανέκδοτες αλλά και πρωτότυπες οι φωτογραφίες του Βασίλη Καραγεώργου αφηγούνται καρέ-καρέ εκείνες τις ώρες κατά τις οποίες οι νέοι θέλησαν με τόλμη να διεκδικήσουν το μέλλον τους. Άμεσες, αποκαλυπτικές, διεισδυτικές, αυτές οι εικόνες, αποτελούν μοναδικά ντοκουμέντα, όπου ο ιστορικός μπορεί να σκύψει για να αντλήσει λεπτομέρειες και να δει την αλήθεια αποτυπωμένη με όλη τη δύναμή της.
Πως διηγείται ο ίδιος τα γεγονότα
«Ηταν φανερό πια ότι πήγαιναν στο Πολυτεχνείο», μας λέει. «Αρματώνομαι λοιπόν τις μηχανές και βγαίνω στην Πανεπιστημίου. Πήγα στο Οφθαλμιατρείο και περίμενα. Τα είδα να έρχονται και άρχισα να βαδίζω δίπλα τους. Δεν μου είπε κανείς τίποτα, ούτε υπήρχε Αστυνομία εκεί. Οταν έστριψαν στην Πατησίων εγώ τα άφησα, πέρασα από τη Χαλκοκονδύλη και πήγα και άραξα στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Από εκεί έβγαλα όλες αυτές τις φωτογραφίες».
Η εξέγερση ξεκίνησε την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου. «Ημουν εκεί συνεχώς», θυμάται ο Β. Καραγεώργος. «Επειδή μάλιστα γνώριζα ότι η Σοφία Βέμπο έμενε δίπλα, στην Πατησίων, της χτύπησα το κουδούνι την Πέμπτη και δέχθηκε να φωτογραφιστεί στο μπαλκόνι της, να κοιτάζει τα πλήθη που άρχιζαν να συρρέουν. Υπήρχαν 40.000-50.000 κόσμος κάτω. Οι συγκοινωνίες είχαν διακοπεί. Καθώς περνούσαν οι ώρες, η συγκέντρωση φούντωνε. Και δεν ήταν πια μόνο φοιτητές αλλά και εργάτες. Και νεολαία γενικά. Την Πέμπτη παρουσιάστηκαν και τα πρώτα πανό. Αρχικά υψώθηκε σε ένα γιαπί το πανό με το σύνθημα “Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία”. Υπήρχαν και μερικά πολύ σκληρά συνθήματα, όπως “Λαέ πεινάς, γιατί δεν τους κρεμάς”. Σταματούσαν λεωφορεία και τρόλεϊ και έγραφαν πάνω τους συνθήματα. Σταματούσαν μέχρι και στρατιωτικά οχήματα της ΑΣΔΕΝ γράφοντας πάνω τους “Εξω η χούντα”».
Και προσθέτει για τη μοιραία νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο: «Μετά τη 1 η ώρα φωνάζανε να ανοίξουνε την πόρτα. Το τανκ πέταξε προβολείς πρώτα. Το άκουσα και μετά, αλλά το ένιωσα και εγώ εκείνη την ώρα: φαίνεται πως η εντολή είχε δοθεί αλλά ο φαντάρος δεν μπήκε αμέσως. Είχε Αστυνομία από τη Στουρνάρη μέχρι την Πλατεία Βάθη. Αρχικά δεν μου έκαναν τίποτα. Είχα τη γνώμη ότι τα παιδιά κατεβήκανε από την πόρτα. Λένε πως ένας φοιτητής δεν πρόλαβε να κατέβει. Εκείνη την ώρα περνούσαν συμπτωματικά δύο αστυνομικοί, ο ένας ήταν βαθμοφόρος. Με παίρνουν αγκαζέ…Με άφησαν εκεί που είναι τώρα ο ΟΣΕ, στο τέρμα της Στουρνάρη, εκεί που τότε ήταν το Περοκέ. Κάθησα σε ένα πεζούλι να πάρω ανάσα, δάκρυσα και μονολογούσα: Πού είσαι, ρε λαέ; Εξω δεν υπήρχε κανείς. Τα άλλα βράδια υπήρχε κόσμος, αυτό τίποτα. Τους είχαν διώξει πριν αρχίσει η επιχείρηση. Ισως όμως αν ο κόσμος ήταν εκεί να μην έμπαιναν μέσα. Γύρισα στο γραφείο. Με περίμενε ένας γερμανός δημοσιογράφος για να στείλουμε φωτογραφίες στο εξωτερικό. Τυπώνω 40 και προλαβαίνουμε τη Λούφτχανσα στις 4-4.30 το πρωί. Ημασταν τυχεροί γιατί μία ώρα μετά, μόλις γυρίσαμε δηλαδή από το αεροδρόμιο, είχε ήδη κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος και δεν θα μπορούσαμε πια να κάνουμε τίποτα.
Το πρωί ήπιαμε έναν καφέ με τον γερμανό δημοσιογράφο και ξανακατέβηκα στο Πολυτεχνείο. Τα τανκς είχαν πατήσει αυτοκίνητα και η Πυροσβεστική καθάριζε με τις μάνικες τα συντρίμμια. Είναι σίγουρο πως υπήρξαν νεκροί, όχι μόνο ή όχι αναγκαστικά μέσα στο Πολυτεχνείο. Μία κοπέλα τη σκότωσαν στην είσοδο της Στουρνάρη. Εγώ φωτογράφισα αίματα στο τέρμα της Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια, και ο μαγαζάτορας δίπλα μού είπε ότι μόλις είχαν καθαρίσει κάποιον».
ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ. Ο Βασίλης Καραγεώργος ήταν από ιδιοσυγκρασία ριψοκίνδυνος. Απόδειξη τα είκοσι κατάγματα που έχει υποστεί και μία λάμα που ακόμη έχει στο πόδι. Η μεγαλύτερη επιτυχία που έκανε ποτέ ήταν το 1965, όταν ένα αμερικανικό αεροπλάνο έπεσε στον Χελμό. Ηταν αεροπλάνο μισθοδοσίας και πήγαινε στην Περσία. Το βουνό γέμισε δολάρια. Δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ, καμεραμάν έφτασαν στα Καλάβρυτα, που είχαν δέκα πόντους χιόνι, και κόλλησαν εκεί. Ο Καραγεώργος, όμως, ανέβηκε σε ΡΕΟ των ελλήνων λοκατζήδων που ξεκινούσαν να βρουν το αεροπλάνο, μαζί με μονάδα αμερικανών πεζοναυτών. Τα αυτοκίνητα κάποια στιγμή σταμάτησαν και ξεκίνησε επτάωρη πεζοπορία. Στα 500 μέτρα από το σημείο της πτώσης, με επτά μέτρα χιόνι, σταμάτησαν όλοι. Το αεροπλάνο είχε πέσει ακριβώς στην κορυφή, στα 2.350 μέτρα. Ανέβηκαν οι Αμερικανοί.
«Ηθελα να ανεβώ και εγώ αλλά δεν επιτρεπόταν», θυμάται. «Μίλησα με τους Ελληνες, μου είπαν δεν πρέπει να σε δουν οι Αμερικανοί, κάποια στιγμή που περνούσε ένα σύννεφο και σκοτείνιασε κάπως μου είπαν “άντε, ξεκίνα”. Σκαρφάλωσα κάνοντας σκαλοπατάκια με το πόδι μου μέσα στο χιόνι. Ανέβηκα και τράβηξα κρυφά τρία φιλμ. Οι Αμερικανοί έβαζαν τα πτώματα στους σάκους. Φρόντισα και έβαλα τα φιλμ σε μια νάιλον σακούλα κάτω από ένα δέντρο. Φανερώθηκα, άρχισαν να φωνάζουν “no photos, no photos”, είπα εντάξει.Αλλά είχα τα τρία φιλμ. Δούλευα τότε για το πρακτορείο Γιουνάιτεντ Πρες, ήταν μια παγκόσμια αποκλειστική επιτυχία. Το πρακτορείο, που μου έδινε 1.700 δρχ. μισθό, μου έδωσε γι’ αυτό δώρο 300 δολάρια και την εκμετάλλευση των φωτογραφιών στην Ελλάδα. Τις πούλησα τότε στο συγκρότημα της Ελένης Βλάχου (“Καθημερινή”, “Μεσημβρινή”, “Εικόνες”) και μετά με κάλεσε ο Χρήστος Λαμπράκης και με προσέλαβε στον ΔΟΛ με πολύ σημαντικό μισθό. Εμεινα εκεί μέχρι που έκλεισε το φωτογραφικό γραφείο του ΔΟΛ, το 1972, και μετά άνοιξα με δύο συνεταίρους το πρακτορείο της Χρήστου Λαδά», εξηγεί.
με πληροφορίες από cnn.gr