Είναι τρομερός ο τρόπος με τον οποίο οι αρχαίοι Ελληνες αποδεικνύουν μέχρι και σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά, τη διαχρονικότητα της σοφίας τους. Για παράδειγμα, ο Ομηρος είχε χαρακτηρίσει το ελαιόλαδο «υγρό χρυσό», χαρακτηρισμός ο οποίος σήμερα είναι πιο επίκαιρος από ποτέ… «Κρίση του ελαιολάδου». Κρατήστε αυτές τις τρεις λέξεις. Είναι ο καινοφανής όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία το ελαιόλαδο αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς και εξαφανίζεται από την αγορά με ακόμα εκρηκτικότερους. Οι ασυνήθιστες καιρικές συνθήκες και οι καταστροφικές πυρκαγιές έπληξαν την παραγωγή, οδηγώντας τις τιμές σε τρομακτικά επίπεδα, κάτι που προοιωνίζεται ακόμα πιο δύσκολες περιόδους, καθώς όλα δείχνουν πως η ακρίβεια στο ελαιόλαδο και η παγκόσμια έλλειψη σε αυτό θα… μας βγάλουν το λάδι.
Ας ξεκινήσουμε με τη γλώσσα των αριθμών: η τιμή του ελαιολάδου αυξάνεται με τόσο γοργούς ρυθμούς που είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς: Τον περασμένο Απρίλιο έφτασε σε υψηλό δεκαετίας, τον Μάιο σε υψηλό 26 ετών και στις αρχές Αυγούστου στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών. Η έκφραση ότι «πληρώνουμε χρυσό το λάδι» παύει να είναι ένα κλισέ υπερβολής. Με μέση τιμή στα 8.500 δολάρια -125% ακριβότερο σε σχέση με πέρυσι- ένας μετρικός τόνος ελαιολάδου κοστίζει σήμερα τουλάχιστον 10 φορές περισσότερο από έναν μετρικό τόνο «μαύρου χρυσού», αργού πετρελαίου δηλαδή, και είναι ακριβότερος κατά 6 φορές σε σχέση με το 2019. Καλύτερα να κρατηθείτε λένε οι ειδικοί του χώρου, καθώς η τιμή του λαδιού μόλις άρχισε να ξεφεύγει και, αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, θα εκτοξευτεί σε τόσο δυσθεώρητα ύψη που θα μετατρέψει τον «υγρό χρυσό», όπως αποκαλείται ξανά πια (αλλά για άλλους λόγους) το ελαιόλαδο, σε σπάνιο προϊόν υπερπολυτελείας, καθώς οι παραγωγοί δεν βλέπουν βελτίωση των συνθηκών για την επόμενη διετία – τριετία.
Κλίμα και καταστροφές
Οπως κάθε κρίση, έτσι κι αυτή είναι πολυπαραγοντική. Το «triggering event», δηλαδή το γεγονός που αποτέλεσε το τράβηγμα της σκανδάλης για να εκτοξευτούν οι τιμές του ήταν οι ασυνήθιστες καιρικές συνθήκες. Μετά από μια καλή χρονιά -από άποψη εσοδείας, που ήταν η περσινή- ακολούθησε παρατεταμένο ψύχος που «μπέρδεψε» τα ελαιόδεντρα. Τη μεγάλη ζημιά, όμως, την έκανε η μεγάλη σε διάρκεια ξηρασία και τα ακραία σε ένταση και διάρκεια κύματα ζέστης το φετινό καλοκαίρι κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου – και συγκεκριμένα στους τρεις μεγαλύτερους ελαιοπαραγωγούς του πλανήτη, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Τα ελαιόδεντρα έχουν την τάση να ρίχνουν τους καρπούς τους ή να παράγουν λιγότερους σε περιόδους ξηρασίας και ζέστης για να διατηρήσουν τα επίπεδα υγρασίας τους και να επιβιώσουν. Αυτό έκαναν φέτος, με τη λεπτομέρεια όμως ότι την ακραία ζέστη και ξηρασία διαδέχθηκαν άλλα ακραία φαινόμενα, όπως πλημμύρες, χαλάζι -μέχρι και σε μέγεθος πορτοκαλιού!- και θυελλώδεις άνεμοι που προκάλεσαν μεγάλη ζημιά στα ελαιόδεντρα. Σε όσα δηλαδή γλίτωσαν από τις καταστροφικές πυρκαγιές που μαίνονταν και μαίνονται αυτό το καλοκαίρι (μόνο στη Ρόδο κάηκαν 50.000) στις τρεις χώρες που αποτελούν τους κύριους παραγωγούς ελαιολάδου για τον πλανήτh.
Αυτά τα κακά νέα -τα οποία αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή- έπληξαν πρωτίστως την Ισπανία, όπου οι τιμές πήραν φωτιά. Η παραγωγή μειώθηκε τόσο πολύ -από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας να ανέρχεται στα 1,3 εκατομμύρια μετρικούς τόνους, σε λιγότερους από 620.000 μετρικούς τόνους φέτος- που η χώρα αναγκάστηκε να στραφεί σε εισαγωγές κυρίως από την Ελλάδα, καθώς αδυνατεί να καλύψει ακόμα και την εσωτερική της ζήτηση. Σε εισαγωγές από την Ελλάδα προσέφυγε και η Ιταλία για να καλύψει τη ζήτηση της αγοράς της, αλλά και των εξαγωγέων, καθώς οι ίδιοι παράγοντες οδήγησαν σε δραματική μείωση της παραγωγής. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην παραγωγή ελαίου συνήθως μια πολύ καλή χρονιά ακολουθείται από μια περιορισμένη παραγωγή – και η προηγούμενη χρονιά ήταν καλή για την Ισπανία και την Ιταλία.
Mε την πραγματική μείωση να μην μπορεί να υπολογιστεί πριν από τον ερχόμενο Οκτώβριο, παράγοντες, όπως το Παγκόσμιο Συμβούλιο Λαδιού, προβλέπουν ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου θα μπορούσε να βυθιστεί κατά 700.000 μετρικούς τόνους, μείωση κατά 30% σε σχέση με τον μέσο όρο παραγωγής στην πενταετία και κατά παραπάνω από 20% παγκοσμίως σε επίπεδο 11μηνου (Οκτώβριος 2022 με Σεπτέμβριο 2023). Ομως ούτε και αυτά είναι τα χειρότερα, λένε οι επιστήμονες, οι οποίοι προειδοποιούν ότι οι φετινές ζημιές από τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν προκαλέσει «μακροπρόθεσμες ζημιές» στα ελαιόδεντρα, ενώ οι παραγωγοί, σε απόγνωση, λένε ότι «το μόνο που λείπει είναι ένα ακόμα ζεστό καλοκαίρι». Το πιο ακραίο σενάριο αναφέρει ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου ακόμα και κατά 90%!
Φυσικά, εδώ εισέρχεται και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά και η αχόρταγη ανθρώπινη φύση. Με τη ζήτηση του ελαιολάδου να αυξάνεται εκρηκτικά από τις μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη και το προσφερόμενο προϊόν να μειώνεται απότομα, είναι λογικό ότι θα οδηγηθούμε σε αύξηση της τιμής. Οπως και λογικό είναι ότι σε αυτή την αύξηση του κόστους θα παίξουν τον ρόλο τους και οι ανατιμήσεις σε γεωργικά προϊόντα, φυτοφάρμακα, καύσιμα και γενικά κόστη παραγωγής, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και του καλπάζοντα πληθωρισμού. Επειδή, λοιπόν, στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται, οι παραγωγοί -σε όλο τον κόσμο- γκρινιάζουν ότι παρά τις ανατιμήσεις, το κέρδος τους δεν έχει αλλάξει. Εχει αλλάξει ωστόσο (διπλασιαστεί, για την ακρίβεια) το κέρδος των… συνήθων υπόπτων, των μεσάζοντων από το χωράφι μέχρι το ράφι.
Ο Αλλάχ χαμογελά… στην Τουρκία
Στη Μέση Ανατολή, το πιο καυτό commodity, αυτό το διάστημα, είναι το ελαιόλαδο. Στον Λίβανο -μια χώρα με όχι μεγάλη παραγωγή- εκφράζονται φόβοι ότι η (μαστιζόμενη από πρωτοφανή κρίση) χώρα θα ξεμείνει πολύ σύντομα από ελαιόλαδο. Οσο απίστευτο και αν φαίνεται, στις αρχές Ιουλίου μια ισπανική εταιρεία έσπευσε στη χώρα και αγόρασε όλα -μέχρι την τελευταία σταγόνα- τα αποθέματα χύμα λαδιού από τις αποθήκες των παραγωγών και συνεταιρισμών.
Στην Τυνησία, η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου αυξήθηκε κατά περισσότερο από 100% σε έναν μήνα. Κι αυτό γιατί σχεδόν το σύνολο της παραγωγής της -περίπου το 95% ή 200.000 μετρικοί τόνοι- σε μια χρονιά κακής παραγωγής, πουλήθηκε ήδη σε παραγωγούς του εξωτερικού. Είναι συνηθισμένο για την Τυνησία να εξάγει το ελαιόλαδό της σε Ισπανία και Ιταλία, όπου αυτό αναμειγνύεται με άλλα, τοπικά έλαια και πωλείται υπό ισπανική ή ιταλική ετικέτα.
Η Συρία -4ος μεγαλύτερος ελαιοπαραγωγός του κόσμου μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου- αυξάνει ξανά την παραγωγή της για να επωφεληθεί της ζήτησης, ενώ στην Ιορδανία οι παραγωγοί σχολιάζουν ότι «μερικές φορές, ο Αλλάχ σου χαμογελά». Εκεί φύεται το ελαιόδεντρο Ναμπάλι, το οποίο δεν επιβιώνει απλά στην ξηρασία, αλλά… μεγαλουργεί χωρίς πότισμα, αφού καλλιεργείται ακόμα και στην έρημο. Η χώρα δεν καταγράφει πτώση της παραγωγής, όμως οι τοπικοί συνεταιρισμοί έχουν κρατήσει «μερικές χιλιάδες μετρικούς τόνους» στις αποθήκες, σκοπεύοντας να τους πουλήσουν στην… κατάλληλη τιμή, την κατάλληλη στιγμή, στη Δύση.
Στην Τουρκία η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη για ελαιόλαδο από τους Ευρωπαίους που η κυβέρνηση Ερντογάν επέβαλε επιπλέον φόρο στις εξαγωγές. Οι Τούρκοι παραγωγοί ελαιολάδου νιώθουν να βλέπουν αυτό το «χαμόγελο του Αλλάχ», καθώς ο υπερπληθωρισμός έχει κάνει ανταγωνιστικό τιμολογιακά το προϊόν τους και, σε μια χρονιά όπου η υποτίμηση της λίρας έδειχνε να τους οδηγεί στην οικονομική καταστροφή, η ακραία μεγάλη ζήτηση τους βοηθά να διασωθούν με αύξηση των εξαγωγών. Αν και τις περισσότερες φορές οι εξαγωγές κατευθύνονται χύμα σε ευρωπαϊκές αγορές για ανάμειξη με τοπικά έλαια και… βάπτισή τους, οι Τούρκοι ευελπιστούν ότι η αυξανόμενη έλλειψη των τριών ποιοτικότερων και ακριβότερων ελαιόλαδων (ισπανικά, ιταλικά, ελληνικά) από την αγορά, θα βοηθήσει την ανάπτυξη της δικής τους ετικέτας.
Η προηγούμενη κρίση και οι Κροίσοι
Οι πιο ενημερωμένοι θα παρατηρήσουν ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται μια τέτοια κρίση έλλειψης και ακρίβειας στο ελαιόλαδο. Και τη σεζόν 2014-15, η Μεσόγειος και, κυρίως, η Ισπανία είχαν πληγεί από ξηρασία και η παραγωγή είχε μειωθεί δραματικά. Μόνο η Ισπανία, εκείνη τη χρονιά, 0,83 εκατομμύρια τόνους έναντι 1,77 εκατομμυρίων την αμέσως προηγούμενη σεζόν. Τις ζημιές της ξηρασίας σε Ισπανία και Ιταλία το 2014 (η δεύτερη παρήγαγε λιγότερους από 0,3 εκατομμύρια τόνους, έναντι 0,46 την προηγούμενη χρονιά καθώς επλήγη και από ένα βακτήριο που κατέστρεψε τα ελαιόδεντρα στην Απουλία), κάλυψε, σε ένα μέρος, η καλή παραγωγή εκείνη τη χρονιά της Ελλάδας και της Τυνησίας. Δεν ήταν όμως αρκετή για να καλύψει τη ζήτηση.
Οι τιμές εκτοξεύτηκαν, από περίπου 2.000 ευρώ ανά τόνο το 2014, στα 3.500 ευρώ ανά τόνο, όμως επ’ ουδενί δεν προέκυψε κρίση. Γιατί συνέβη αυτό; Κυρίως επειδή οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ελαιολάδου (Ιταλία) και κατά κεφαλή κατανάλωση ελαιολάδου (Ελλάδα) αντέδρασαν σε επίπεδο διατροφικών συνηθειών. Η κατανάλωση σε αυτές τις αγορές -όπως και πολλές ακόμα- μειώθηκε κατακόρυφα, ανάλογα της αύξησης της τιμής του ελαιόλαδου, με τους καταναλωτές να το αντικαθιστούν με άλλα είδη ελαίων, όπως το ηλιέλαιο και καλαμποκέλαιο. Αυτό, εξηγούν οι αναλυτές, σήμερα είναι αδύνατο να συμβεί. Ο ένας λόγος είναι ότι ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλιελαίου στον κόσμο, η Ουκρανία, έχει μειώσει δραματικά την παραγωγή και εξαγωγή λαδιού και ο άλλος ότι έχουν αλλάξει οι αγορές που έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση.
Δικαίως η Rabobank Food & Agribusiness Research προέβλεπε από το 2013, στην έκθεσή της «Η παγκοσμιοποίηση της ζήτησης ελαιόλαδου» ότι το λάδι θα γίνει ο επόμενος «υγρός χρυσός». Γιατί οι αναδυόμενες αγορές έμελλαν να κάνουν το ελαιόλαδο το πιο hot commodity. Η ζήτηση του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου και ειδικά από συγκεκριμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία -πολύ δε από συγκεκριμένες περιοχές όπως η Καλαμάτα- έχει εκτοξευτεί στις μεγαλύτερες πληθυσμιακά αγορές του πλανήτη. Την Ινδία και την Κίνα. Στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, η μεσαία τάξη αυξάνει τα εισοδήματά της και αλλάζει διατροφικές συνήθειες, διψώντας για την υγιεινή μεσογειακή διατροφή, ενώ στην Κίνα το ελαιόλαδο -και δη το ελληνικό- είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η στροφή προς υγιεινότερο τρόπο ζωής έχει ωθήσει στη χρήση του μεσογειακού ελαιόλαδου ακόμα και σε… καφέδες από τα Starbucks, ενώ γιγαντιαία είναι η ζήτηση στις πλουσιότερες αραβικές χώρες.
Το Ντουμπάι -εκεί όπου τα ελληνικά ελαιόλαδα πρωταγωνιστούν στους διαγωνισμούς γευσιγνωσίας και γκουρμέ φαγητού, παίρνοντας χρυσές και πλατινένιες διακρίσεις- εξελίσσεται σε έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ελαιολάδου στον πλανήτη. Για τους εύπορους Αραβες θεωρείται πλέον must η προσθήκη μεσογειακού ελαιολάδου στη διατροφή τους. Εχει τέτοια ζήτηση η ελιά στη Μέση Ανατολή, που στο Ντουμπάι κροίσοι πληρώνουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να εισάγουν μια μικρή ελιά από την Ελλάδα, με την οποία θα διακοσμήσουν -ως σύμβολο πλούτου και υγείας- τα σπίτια ή και τις επιχειρήσεις τους. Στις αραβικές, αλλά και σε άλλες αγορές, θραύση κάνουν τα προϊόντα υπερπολυτελείας με ελαιόλαδο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «χρυσού ελαιολάδου 24Κ». Πρόκειται για έξτρα παρθένο ελαιόλαδο κορυφαίας ποιότητας, το οποίο αναμειγνύεται με φύλλα βρώσιμου χρυσού και πωλείται σε… ανάλογη τιμή ως γαστριμαργική εμπειρία για λίγους. Για παράδειγμα, με 69 δολάρια μπορεί κανείς να πάρει 500 ml ελαιολάδου από τους πρόποδες του Ολύμπου, με φύλλα χρυσού…
Η ξεχωριστή περίπτωση της Ελλάδας
Η Ελλάδα μπορεί να είναι ο τρίτος μεγαλύτερος -σε όρους όγκου- παραγωγός του πλανήτη σε ελαιόλαδο, όμως αποτελεί τον σημαντικότερο, καθώς το λάδι της είναι το πιο περιζήτητο σε όλο τον κόσμο. Ο λόγος είναι ότι από τα 132 εκατομμύρια ελαιόδεντρα που υπάρχουν στην Πελοπόννησο, στη Φθιώτιδα, στο Αγρίνιο, στην Κρήτη, τη Χαλκιδική κ.α. παράγονται περίπου 300.000 τόνοι ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά παρθένο». Αντίστοιχα, τα δέντρα της Ισπανίας παράγουν μόνο 25%-30% και της Ιταλίας 40%-45% εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο από το σύνολο της παραγωγής τους.
Με περίπου τη μισή από την ετήσια ελληνική παραγωγή ελαιολάδου να εξάγεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η ελπίδα ότι η Ελλάδα θα καλύψει το κενό που προκάλεσε η ξηρασία στους ελαιώνες της Ισπανίας και της Ιταλίας, οδήγησε σε εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών (ετησίως εξάγονται περίπου 150.000 τόνοι, ενώ φέτος εκτιμάται ότι οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 30%). Οδήγησε όμως και σε ανάλογα εκρηκτική αύξηση της τιμής του ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά, με την ανατίμηση να φτάνει ή και να ξεπερνά το 100% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Τις μεγάλες διαφορές των τιμών τις βλέπουμε από τις αρχές του καλοκαιριού στο χύμα (τους γνωστούς τενεκέδες), όπου η τιμή εκτοξεύτηκε στα 45 από 20 ευρώ το πεντάλιτρο και τα 130 από 70 ευρώ για το 16λιτρο, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι το επόμενο διάστημα η τιμή τους θα ξεπερνούσε τα 150 ευρώ. Με το χύμα λάδι να εκτοξεύεται από τον Μάρτιο από τα 3,5 στα 6,5 ευρώ το λίτρο, η ακραία μεγάλη ζήτηση χύμα λαδιού από Ισπανούς και Ιταλούς παραγωγούς -η οποία δεν έχει κορυφωθεί ακόμα- οδήγησε σε ανεπάρκεια προσφερόμενου προϊόντος στη χονδρική, ακόμα και όταν οι τιμές έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους, τα 9 ευρώ το λίτρο. Αποδείχθηκε ότι δεν είχαμε δει… τίποτα. Στα μέσα Αυγούστου, η τιμή του έφτασε και ξεπέρασε τα 20 ευρώ το λίτρο, με τους παραδοσιακούς τενεκέδες να γίνονται από πεντάλιτροι, τετράλιτροι και να παραμένουν στα 45 ευρώ.
Στα ράφια των σούπερ μάρκετ, η Ελληνική Στατιστική Αρχή καταγράφει ανατίμηση στο ελαιόλαδο κατά 10,6% σε έναν χρόνο ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τον Ιούνιο η τιμή του είχε αυξηθεί κατά 21,9% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Ετσι, στο ράφι η τιμή του ελαιολάδου ξεκινά από τα 7,5 ευρώ το λίτρο για τα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ στο επώνυμο, εξαιρετικά παρθένο φτάνει ως και τα 14 ευρώ το λίτρο.
Πόσο ακόμα μπορεί να ακριβύνει, λοιπόν, το λάδι; «Πολύ, πάρα πολύ», εκτιμούν παραγωγοί, οι οποίοι αναφέρουν ότι οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν επηρεάσει και τα ελληνικά δέντρα και, σε συνάρτηση με το ότι οι πυρκαγιές κατέστρεψαν ένα μέρος τους, έχει οδηγήσει σε απαισιοδοξία για την επόμενη παραγωγή, όπου αναμένεται σοδειά που θα σημάνει χαμηλό όλων των εποχών.
Αυτό γιατί, όπως εξηγούν παραγωγοί, η καλή παραγωγική περσινή χρονιά αναμενόταν να δώσει μια μετριότερη επόμενη. Ομως αυτό που δεν αναμενόταν ήταν η παράταση του χειμώνα μέχρι και τον Απρίλιο ή και τον Μάιο σε ορισμένες περιοχές, με έντονες βροχοπτώσεις που έφτασαν τα 100 χιλιοστά νερού και δεν επέτρεψαν στον καρπό να δέσει, δίνοντας ποσοστό ακαρπίας που έφτασε ως και το 80%-90%.
Υπό αυτές τις τιμολογιακές συνθήκες, πάντως, θα περίμενε κανείς ότι οι ελαιοπαραγωγοί της χώρας μας έχουν γίνει… μεγιστάνες σε μια χρονιά. Οι ίδιοι λένε ότι κάθε άλλο παρά πλουτίζουν και πως τις τιμές δεν τις καθορίζουν αυτοί. Εν πρώτοις, τονίζουν ότι το ελαιόλαδο φεύγει από τις δεξαμενές τους σε τιμές από 7 ως 9 ευρώ το λίτρο και φτάνει στο ράφι σε περίπου διπλάσια τιμή. «Οι μεσάζοντες καθορίζουν τις τιμές», λένε και εξηγούν πως από κάθε δέντρο (το οποίο κοστίζει πλέον περίπου 23 ευρώ) παράγονται περίπου 5 κιλά, εκ των οποίων τα 3 καλύπτουν απλώς τα έξοδα.
Πάντως οι παραγωγοί είχαν από νωρίς να αντιμετωπίσουν την έκρηξη του κόστους σε όλα τα επίπεδα. Εκτός από τα καύσιμα κίνησης που ξεπέρασαν τα 2 ευρώ το λίτρο, στα 40 ευρώ το κιλό (από 16) έφτασε το κόστος του λιπάσματος, ενώ λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, το κόστος για τα εργατικά αυξήθηκε στα 70 ευρώ την ώρα από 35 πέρυσι.
Τι προσφέρει
Το ελαιόλαδο αποτελεί «χρυσό» συστατικό της μεσογειακής διατροφής και τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά δημοφιλές σε όλο τον κόσμο, καθώς αναγνωρίζονται τα οφέλη του στον ανθρώπινο οργανισμό. Στα καλά του χρεώνονται οι αντιοξειδωτικές ουσίες που περιέχει, όπως η βιταμίνη Ε, τα καροτενοειδή και οι φαινόλες, καθώς και η υψηλή περιεκτικότητά του σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα τα οποία βοηθούν στην αντιμετώπιση της πιθανότητας εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και μειώνουν τον κίνδυνο δημιουργίας αθηρωματικής πλάκας.
Θεωρείται ότι έχει ευεργετική επίδραση στην αρτηριακή πίεση και τον διαβήτη μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης μελανώματος στο δέρμα, ενώ τα Ω-3 λιπαρά που περιέχει βοηθούν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και στη βελτίωση της μνήμης. Και στο κομμάτι της πέψης και της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών το ελαιόλαδο βοηθά, ενώ το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο είναι το πιο ανθεκτικό σε υψηλές θερμοκρασίες μαγειρέματος όπως το τηγάνισμα.
protothema,gr