Λίγοι εισάγονται και ακόμη λιγότεροι αποφοιτούν από τμήματα που βρίσκονται στα αζήτητα, ιδίως μετά την καθιέρωση της βάσης
Τμήματα ΑΕΙ με λίγους εισακτέους ετησίως, ακόμη λιγότερους αποφοίτους κάθε χρόνο, χαμηλή βάση εισαγωγής, αμφίβολα επαγγελματικά δικαιώματα και έδρα μακριά από τις μητροπόλεις της χώρας. Aυτά αποτυπώνονται στον χάρτη της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δίπλα στα «περιζήτητα» των κεντρικών ΑΕΙ. Eως τώρα, μόνο με βάση τα αριθμητικά δεδομένα τους θα μπορούσαν να καταταγούν στην κατηγορία των «ακαδημαϊκών junk» .
Ωστόσο, κάποια τμήματα έχουν αντικείμενα σπουδών με ζήτηση στην αγορά εργασίας, ενώ, όπως λένε πανεπιστημιακοί στην «Κ», η ελάχιστη βάση εισαγωγής θα βελτιώσει τόσο τους ποσοτικούς όσο και τους ποιοτικούς δείκτες τους. «Η αλλαγή στην κατανομή των θέσεων εισακτέων από τα κεντρικά προς τα περιφερειακά ΑΕΙ, που αποφάσισε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας το 2022, μας έφερε περισσότερους φοιτητές και καλύτερους», παρατήρησε μιλώντας στην «Κ» ο κ. Θεόδωρος Θεοδουλίδης, πρύτανης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας που «δεινοπαθεί» εξαιτίας των κενών θέσεων λόγω ΕΒΕ.
Ειδικότερα, την επόμενη Πέμπτη ξεκινούν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις για τους αποφοίτους των Επαγγελματικών Λυκείων και την Παρασκευή για την πολυπληθέστερη ομάδα των αποφοίτων, των Γενικών Λυκείων. Ο αριθμός όσων έχουν δηλώσει συμμετοχή προσεγγίζει τις 100.000. Ωστόσο, περίπου 75.000 υποψήφιοι αναμένεται να περάσουν την ελάχιστη βάση εισαγωγής και να εισαχθούν σε κάποια σχολή. Αρκετοί εξ αυτών θα βρεθούν μπροστά στο δίλημμα να δηλώσουν τμήματα στα οποία δεν επιθυμούν πραγματικά να σπουδάσουν, ενώ πολλοί έχουν μαθησιακές ελλείψεις από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτοί οι παράγοντες λειτουργούν σαν βαρίδια στο εκπαιδευτικό και το ερευνητικό έργο αυτών των τμημάτων σε συνδυασμό με την απουσία εκπαιδευτικού προσωπικού.
«Αν έρθω στην Ελλάδα για να σπουδάσω, πού θα μένω;»
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 με την, εν μια νυκτί, «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ ιδρύθηκαν και κάποια τμήματα που δεν υπήρξαν συνέχεια κάποιου ή κάποιων ΤΕΙ˙ ιδρύθηκαν εκ του μηδενός. Με βάση τις ιστοσελίδες των τμημάτων, από το 2019 μέχρι σήμερα τα 22 τμήματα έχουν ελάχιστα μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Τα πέντε από τα δεκαεννιά έχουν διψήφιο αριθμό μελών ΔΕΠ. Τα υπόλοιπα έχουν από τρία έως εννέα μέλη ΔΕΠ. Σε πολλά από αυτά μεγάλο φόρτο του εκπαιδευτικού έργου επωμίζονται οι ακαδημαϊκοί υπότροφοι, ένα είδος βοηθού των καθηγητών.
Μόλις επτά εισακτέοι!
Τι εντύπωση δημιουργεί στους υποψηφίους και στις οικογένειές τους ένα τμήμα –το Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος στο Καρπενήσι– για το οποίο υποψήφιος πήρε το εισιτήριο προ τριετίας γράφοντας κάτω από τη μονάδα; Το 2020 το τμήμα είχε βάση μόνο 625 μονάδες στις 20.000 και οι πτυχιούχοι του την ίδια χρονιά ήταν μόλις τέσσερις. Ωστόσο, μετά τη θεσμοθέτηση της ΕΒΕ οι εννέα διδάσκοντές του είδαν εισακτέους με 9.500 μονάδες και πάνω. Δυστυχώς όμως η ΕΒΕ έφερε εισακτέους με υψηλότερη βαθμολογία, αλλά λιγότερους, καθώς το 2022 το τμήμα είχε μόλις επτά εισακτέους. Πρόσφατη ρύθμιση χορήγησε επαγγελματικά δικαιώματα δασολόγου και γεωπόνου στο τμήμα και σε όσα άλλα ιδρύθηκαν το 2019, ως μετεξέλιξη των ΤΕΙ.
Το τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων στην Κοζάνη λόγω έδρας και αντικειμένου έχει τις προϋποθέσεις να αποτελέσει αναπτυξιακό πόλο στην περιοχή, προσφέροντας επαγγελματικές ευκαιρίες στους πτυχιούχους του. Ωστόσο μέχρι το 2020 οι βάσεις εισαγωγής ήταν πολύ χαμηλές –1.350 μονάδες το 2020– και το τμήμα έπεφτε «θύμα» της απομακρυσμένης έδρας του. Το γεγονός ότι στα περιφερειακά τμήματα δεν σπουδάζουν νέοι των γύρω περιοχών επιβεβαιώνει ότι αυτά τα τμήματα δεν ελκύουν ντόπιους. Η ΕΒΕ εκτίναξε τη βάση του στις 9.280 μονάδες, αλλά περιόρισε τους εισακτέους του. Το 2022 οι μισές θέσεις του έμειναν κενές (οι 35 από τις 69).
Κατά τα 3/4… κενό
Εκατό χιλιάδες υποψήφιοι έχουν δηλώσει συμμετοχή στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, ωστόσο εκτιμάται ότι το 25% θα μείνει εκτός νυμφώνος λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.
Τα τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών ασχολούνται με την κατανόηση της βασικής επιστήμης τόσο των δομικών μοριακών μονάδων της ύλης όσο και της μηχανικής των εφαρμογών τους. Oπως λέει ο οδηγός σπουδών «Πάμε Πανεπιστήμιο 2023» της Οrientum – σύμβουλοι σταδιοδρομίας, οι πτυχιούχοι των τμημάτων της Επιστήμης Υλικών μπορούν να εργαστούν σε οργανισμούς παραγωγής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, όπου η έρευνα και η ανάπτυξη νέων προηγμένων υλικών είναι απαραίτητες για την πρόοδο σε κάθε δραστηριότητα παραγωγής και διανομής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, σε εταιρείες που αναλαμβάνουν την εκπόνηση μελετών για την εγκατάσταση, πιστοποίηση και επιθεώρηση συστημάτων διασφάλισης ποιότητας υλικών.
Ωστόσο, το τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών στο Ηράκλειο έχει λίγους πτυχιούχους ετησίως – 42 το 2020. Σύμφωνα με τους διδάσκοντες, οι προσπάθειες για υψηλό ακαδημαϊκό έργο είναι επίμονες, αλλά μέχρι το 2020 το επίπεδο πολλών εισακτέων ήταν χαμηλό. Τότε η βάση εισαγωγής ήταν 4.175 μόρια. Και ενώ η ΕΒΕ συνέβαλε η βάση εισαγωγής να ανέβει το 2022 στα 9.645 μόρια, στέρησε από το τμήμα εισακτέους (έμειναν κενές οι 36 από τις 48 θέσεις.
Πού πάνε οι «κομμένοι» της βάσης
Το τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα ιδρύθηκε στη σκιά των τμημάτων Ιστορίας – Αρχαιολογίας των κεντρικών ΑΕΙ, από τα οποία, με βάση το ακαδημαϊκό προφίλ, θέλησε να διαφοροποιηθεί με την προσθήκη της Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών. Τελικά, οι απόφοιτοί του προσβλέπουν να βρουν δουλειά σε σχολεία και φροντιστήρια. Το 2020 είχε 44 πτυχιούχους και βάση εισαγωγής 8.625 μονάδες, και το 2022 η βάση αυξήθηκε στις 9.450 μονάδες, αλλά οι κενές θέσεις (61 από τις 103) υποδηλώνουν τη χαμηλή ζήτηση για το τμήμα.
Είναι το μόνο τμήμα στη χώρα όπου μπορεί κάποιος να σπουδάσει Ωκεανογραφία. «Ωκεανογραφία και Θαλάσσιες Επιστήμες» ο τίτλος του, ωστόσο η έδρα του (στη Μυτιλήνη) και το αντικείμενό του, που θα μπορούσε να είναι και αντικείμενο μεταπτυχιακών σπουδών, αποτρέπουν πολλούς 18χρονους να το επιλέξουν. Η βάση εισαγωγής του έως το 2020 ήταν 6.400 μονάδες και την ίδια χρονιά είχε μόνο 30 αποφοίτους. Λόγω ΕΒΕ η βάση του τμήματος έφθασε στα 9.460 μόρια το 2022, αλλά το τμήμα είχε 67 κενές θέσεις στις συνολικά 105.
Παρά τις γενικά καλές επαγγελματικές προοπτικές των τμημάτων συντήρησης αρχαιοτήτων, το κλείσιμο της στρόφιγγας του δημόσιου τομέα φαίνεται ότι επηρέασε τη ζήτηση για τις θέσεις του τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Eργων Τέχνης, παρότι εδρεύει στην Αττική, στο Αιγάλεω. Μόλις 23 πτυχιούχους είχε το τμήμα το 2020, όταν η βάση εισαγωγής του ήταν 5.585 μονάδες. Η θεσμοθέτηση της ΕΒΕ βελτίωσε τη βάση (στις 8.980 μονάδες το 2022), αλλά του στέρησε σημαντικό αριθμό φοιτητών, αφού πέρυσι το τμήμα είχε 44 κενές θέσεις από τις 59.
Καθοριστική η ζήτηση
Η βάση ενός τμήματος καθορίζεται από τη ζήτηση για σπουδές στο τμήμα. Οπως παρατηρεί στην «Κ» ο μαθηματικός-αναλυτής κ. Στράτος Στρατηγάκης, «η ζήτηση καθορίζεται από αρκετούς παράγοντες. Αρχικά από την έδρα του τμήματος. Οσο πιο απομακρυσμένο είναι από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη τόσο χαμηλότερη βάση έχει. Επίσης, από το επιστημονικό αντικείμενο του τμήματος. Οι περισσότεροι υποψήφιοι δεν το πολυψάχνουν και, φυσικά, δεν γνωρίζουν τμήματα με “παράξενα” ονόματα, που όμως μπορεί να έχουν εξαιρετικές επαγγελματικές προοπτικές.
Προβληματικό είναι επίσης ότι υπάρχουν, ακόμη, τμήματα στο μηχανογραφικό δελτίο που χορηγούν πτυχία χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα. Μετρούν, ταυτόχρονα, οι προοπτικές κάθε τμήματος στην αγορά εργασίας. Βέβαια, αυτές αλλάζουν ανάλογα με την εξέλιξη της οικονομίας μας. Πρόκειται, δηλαδή, για απρόβλεπτο παράγοντα. Σημαντικός παράγοντας ένας υποψήφιος να επιλέξει ένα τμήμα είναι εάν προσφέρει τη δυνατότητα μετεγγραφής. Αν κάποιο τμήμα δεν είναι αντίστοιχο με άλλα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης θα έχει μικρότερη ζήτηση από άλλα που είναι αντίστοιχα με ένα τμήμα κεντρικού πανεπιστημίου».
Ωστόσο, στα τμήματα που έχουν χαμηλή βάση εισαγωγής επηρεάζεται το εκπαιδευτικό έργο. Και αυτό διότι οι περισσότεροι φοιτητές τους έχουν χαμηλό γνωστικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην παρακολούθηση του προγράμματος σπουδών και τα τμήματα να παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό αποφοίτησης. «Κάποιοι φοιτητές περνούν σε αυτά τα τμήματα διότι δεν είχαν τις κατάλληλες βαθμολογικές επιδόσεις ώστε να εισαχθούν στα τμήματα που προτιμούσαν», παρατηρεί ο κ. Στρατηγάκης. Αποτέλεσμα είναι να εγκαταλείπουν τις σπουδές τους, με την προσπάθεια για ένα πανεπιστημιακό πτυχίο να καταλήγει αδιέξοδη.
kathimerini.gr