«Είναι νωρίς να κηρύξουμε το οριστικό τέλος της κρίσης. Όμως είναι ασφαλές να πούμε ότι μπαίνουμε σ’ ένα ξέφωτο, ότι μπορούμε να γυρίσουμε σελίδα», δηλώνει ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ναυτεμπορική», όταν ερωτάται για την επομένη της επικείμενης συμφωνίας στο Eurogroup της 24ης Μαϊου.
Ο κ. Δραγασάκης σημειώνει ότι «για την κυβέρνηση, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή», και προσθέτει ότι στον νέο σχεδιασμό του κυβερνητικού έργου κεντρική θέση θα έχουν οι επενδύσεις, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η στήριξη και το ξαναχτίσιμο του κοινωνικού κράτους.
Αναφερόμενος στη συμφωνία που επιδιώκει η κυβέρνηση για το χρέος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δηλώνει ότι η κυβέρνηση επιδιώκει μία λύση που θα εξυπηρετεί συγκεκριμένα κριτήρια. Μεταξύ αυτών, το κριτήριο της οικονομικής βιωσιμότητας, δηλαδή η ρύθμιση θα πρέπει να διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές μέσα στον επόμενο χρόνο. Όπως εξάλλου σημειώνει, η συμφωνία θα πρέπει να πληροί και το κριτήριο της κοινωνικής βιωσιμότητας, δηλαδή, να όχι μόνο το βιώσιμο χρέος αλλά και βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και η εξασφάλιση πόρων για την στήριξη της αναπτυξιακής διαδικασίας και της κοινωνικής προστασίας, με μείωση των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους. Αναγκαίο κριτήριο είναι, τονίζει, και η μακροχρόνια βιωσιμότητα, δηλαδή η θωράκιση της χώρας από μελλοντικούς κινδύνους, που μπορεί να προέλθουν είτε από αύξηση των επιτοκίων είτε από πτώση του ΑΕΠ αλλά και η δεσμευτικότητα, δηλαδή οι ρυθμίσεις να μην περιορίζονται σε αόριστες υποσχέσεις όπως στο παρελθόν, αλλά να αποτελούν έναν δεσμευτικό “οδικό χάρτη” που θα είναι σαφές από πριν, τι και πότε θα γίνει. Θα πρέπει επίσης οι όποιες μελλοντικές αποφάσεις να μην εξαρτώνται από τη θέληση του κάθε ευρωπαϊκού παράγοντα, την όποια σύνθεση του Eurogroup, αλλά να καθορίζονται από αντικειμενικούς και σαφώς καθορισμένους και συμφωνημένους δείκτες.
«Η λύση που συζητάμε θα είναι ικανοποιητική στο μέτρο που θα ικανοποιεί τα κριτήρια αυτά» δηλώνει ο κ. Δραγασάκης. Υπογραμμίζει όμως ότι η κυβέρνηση επιμένει στη θέση ότι μια ριζική λύση στο πρόβλημα του χρέους περιλαμβάνει εκτός των άλλων και “κούρεμα”. Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης σημειώνει ωστόσο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο για την Ελλάδα γιατί όπως υπενθυμίζει, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας είναι προς άλλες χώρες, κάποιες από τις οποίες έχουν μεγάλο πρόβλημα χρέους και θα πρέπει να κουρευτεί και το δικό τους χρέος. «Ακριβώς γι’ αυτό, δεν θα πάψουμε να διεκδικούμε μαζί με τους άλλους λαούς της Ευρώπης μια συνολική ριζική λύση, πανευρωπαϊκής εμβέλειας, για το χρέος», σημειώνει ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.
Υπογραμμίζει, ταυτόχρονα, ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας θα έχει εξασφαλιστεί η εισροή πόρων με τους οποίους θα μπορέσει να εξοφλήσει το Κράτος ένα μέρος των υποχρεώσεών του προς τους ιδιώτες και ότι υπάρχουν εξασφαλισμένοι πόροι στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 6,75 δισ. ευρώ για το τρέχον έτος. «Συνολικά εκτιμώ ότι γύρω στα 9-12 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να εισρεύσουν στην πραγματική οικονομία εντός του 2016, γεγονός που, μαζί με άλλους παράγοντες, θα συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας», δηλώνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και επισημαίνει πως δεν είναι τυχαίο, που τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και διεθνείς οίκοι εκτιμούν ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα είναι εξάμηνο ανάκαμψης.
«Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα θα εξαφανιστούν αυτόματα. Όμως, στην προοπτική αυτή θα υπάρξουν μεγαλύτερες δυνατότητες για την αντιμετώπισή τους», σημειώνει ο κ. Δραγασάκης.
Ερωτηθείς στο σχεδιασμό της κυβέρνησης για την ανάπτυξη και την ανάκτηση των απωλειών εξαιτίας της κρίσης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δηλώνει ότι «έχει γίνει αρκετή δουλειά και τους επόμενους μήνες θα αρχίσει να φαίνεται και να υλοποιείται». Ο κ. Δραγασάκης κάνει λόγο για μία εργαλειοθήκη της ανάπτυξης που περιλαμβάνει το νέο αναπτυξιακό νόμο, νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, απλούστευση διαδικασιών, μελέτες εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης επιλεγμένων κλάδων κ.λπ. Όπως σημειώνει, είναι στο στάδιο της ολοκλήρωσης το σχέδιο για το παραγωγικό και το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο πρέπει να γίνει αντικείμενο ευρείας συζήτησης και κοινωνικού διαλόγου. «Στόχος μας δεν πρέπει να είναι μόνο η ποσοτική ανάκαμψη, αλλά κι ένα ποιοτικό νέο μοντέλο, το οποίο θα είναι απαλλαγμένο από τις παθογένειες του παρελθόντος και θα έχει μακροχρόνια βιωσιμότητα. Δεν θα στηρίζεται στο μειωμένο εργασιακό κόστος και στο ευκαιριακό κέρδος, αλλά στην αναβάθμιση της εργασίας, την υψηλή προστιθέμενη αξία, τη μακροχρόνια βιωσιμότητα», δηλώνει ο κ. Δραγασάκης και υπογραμμίζει ότι «μόνο έτσι η ανάπτυξη θα βρίσκει την έκφρασή της, όχι μόνο στον πλουτισμό των λίγων, αλλά στην επίτευξη συλλογικών στόχων όπως η αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ο εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας, η καταπολέμηση της φτώχειας, η ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και το ξαναχτίσιμο του κοινωνικού κράτους σε σταθερές και δίκαιες βάσεις».
Αποκαλύπτει επίσης ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει ολοκληρωμένο σχέδιο για την βελτίωση της εισπραξιμότητας. «Ο τρόπος για να πάμε σε μείωση της φορολογίας είναι η ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Είναι δομικό πρόβλημα και ακριβώς γι’ αυτό ετοιμάζουμε ένα συνολικό σχέδιο, το οποίο θα έχει συγκεκριμένους στόχους, με αιχμή τη βελτίωση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ και την αποκάλυψη των αδήλωτων εισοδημάτων. Στην κατεύθυνση αυτή κατατίθεται εντός των ημερών το νομοσχέδιο για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές», δηλώνει ο κ. Δραγασάκης και προσθέτει ότι είναι έτοιμη μία δέσμη νομοθετημάτων που θα κατατεθούν εντός των επόμενων εβδομάδων και αφορούν μεταξύ άλλων τον νόμο για το πόθεν έσχες, τον νόμο για το πολιτικό χρήμα, τον νόμο για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), την αναθεώρηση του νόμου για την ποινική συνδιαλλαγή, τον νόμο για δημιουργία μηχανισμού με στόχο τον συντονισμό των διωκτικών αρχών (οικονομικών εισαγγελέων και εισαγγελέων Διαφθοράς, ΓΓΔΕ, οικονομικής αστυνομίας κ.ά.).
Στόχος της κυβέρνησης είναι, σημειώνει επίσης, να δημιουργηθούν συνθήκες που να ευνοούν την αναζωογόνηση συνολικά της επενδυτικής διαδικασίας, και αυτό γιατί «μόνο με ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ διαρκείας θα μπορέσουμε να καλύψουμε τη τεράστια αποεπένδυση που έχει συντελεστεί και να μειώσουμε την ανεργία». Ακριβώς γι’ αυτό, όπως σημειώνει, η στήριξη των επενδύσεων και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας θα καταστεί κεντρική προτεραιότητα στη νέα φάση του κυβερνητικού έργου. Στο πλαίσιο αυτό, ο υπό συζήτηση νέος επενδυτικός νόμος θα εγγυάται σταθερό φορολογικό καθεστώς για 12 έτη ενώ υλοποιείται ολοκληρωμένο σχέδιο για την απλούστευση των διαδικασιών για έναρξη της λειτουργίας νέων επιχειρήσεων. Επίσης εξετάζεται πρόγραμμα απεμπλοκής όλων των επενδύσεων που είναι για διάφορους λόγους παγωμένες.
Ο κ. Δραγασάκης δηλώνει ότι η αποκατάσταση της χρηματοδότησης της οικονομίας θα γίνει με διάφορους τρόπους. Ο πρώτος είναι με τη ρύθμιση των “κόκκινων” δανείων, γεγονός που θα απελευθερώσει πόρους, οι οποίοι μπορούν να διατίθενται για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Ο δεύτερος τρόπος είναι η δημιουργία επιπρόσθετων χρηματοδοτικών θεσμών και εργαλείων. «Δεδομένου ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι τεράστιες, η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δημιουργίας ειδικών αναπτυξιακών ταμείων, τα οποία θα λειτουργήσουν είτε αυτόνομα είτε θα ενταχθούν στο πλαίσιο του ΕΤΕΑΝ και θα χρηματοδοτούν επενδυτικά σχέδια κυρίως μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, νεοφυών επιχειρήσεων και έως έναν βαθμό θα επιτελούν λειτουργίες αναπτυξιακής τράπεζας», αναφέρει ο Γιάννης Δραγασάκης και προσθέτει ότι ο τρίτος τρόπος για τη χρηματοδότηση της οικονομίας είναι η συνεργασία με διεθνείς χρηματοδοτικούς θεσμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) αλλά και η βαθμιαία πρόσβαση στην παγκόσμια ρευστότητα».
Στην ερώτηση τι θα κερδίσουν οι τράπεζες από τη συμφωνία, ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης δηλώνει ότι οι τράπεζες θα έχουν οφέλη από την απόφαση της ΕΚΤ για αγορά ομολόγων του EFSF, θα έχουν κέρδη από την επιστροφή του waiver, κυρίως όμως από την άρση της αβεβαιότητας, την ανάκαμψη της οικονομίας και τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου.
«Το κρίσιμο ερώτημα είναι, όμως, όχι μόνο το τι θα κερδίσουν οι τράπεζες, αλλά τι θα κερδίσει η οικονομία και η κοινωνία από τις τράπεζες», τονίζει ο κ. Δραγασάκης και υπογραμμίζει ότι ο ελληνικός λαός έχει συνεισφέρει ένα τεράστιο ποσό για τη διάσωση των τραπεζών και αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνούν όσοι σήμερα βρίσκονται στις τράπεζες, διότι αυτές δεν θα υπήρχαν χωρίς τη θυσία του ελληνικού λαού. Και ακριβώς γι’ αυτό, όπως λέει, η κυβέρνηση αποδίδει σημασία σε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας των τραπεζών το οποίο θα διασφαλίζει τη διαφάνεια, τη δημόσια λογοδοσία και τον δημόσιο κοινωνικό έλεγχο».
Στην ερώτηση εάν η συμφωνία θα ανοίξει την πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και για την Ελλάδα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης απαντά ότι αυτή είναι η εκτίμηση, αλλά και η ενημέρωση που έχει η κυβέρνηση. «Αρχικά τα ποσά θα είναι μικρά, περίπου 2,4 δισ. ευρώ άμεσα και 3,7 δισ. ευρώ μετά τις 21 Ιουλίου, όμως η σηματοδότηση θα είναι ισχυρή και θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού», δηλώνει.
«Αριστερή πολιτική σήμερα είναι να βρεθούν στο προσκήνιο όλα τα τμήματα της κοινωνίας και οι ανάγκες τους, που ασφυκτιούσαν εντός αυτού του παλαιού συστήματος εξουσίας. Αυτή την προοπτική χτίζουμε βήμα βήμα. Στα βήματα αυτά περιλαμβάνονται: η εφαρμογή της συμφωνίας με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και η δημιουργία ενός πολιτικού χώρου για την προώθηση ενός “παράλληλου προγράμματος”, δηλώνει επίσης ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και περιγράφει ως στόχο την επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους με δομές κοινωνικής προστασίας, την ανάδειξη θεσμών κοινωνικής οικονομίας, στον μετασχηματισμό του κράτους που θα καθιστά την κοινωνία συμμέτοχη.
«Αυτά είναι μερικά από τα προτάγματα της αριστερής πολιτικής σήμερα και όσοι αμφιβάλλουν για αυτό δεν έχουν παρά να δουν τις λυσσώδεις αντιδράσεις των κατεστημένων συμφερόντων σε αυτά», δηλώνει.
Στην ερώτηση πόσο μακριά είναι ο χρόνος εξόδου της χώρας στις αγορές, εφόσον έχει προηγηθεί η αναδιάρθρωση του χρέους, απαντά ότι «εφόσον κλείσει η αξιολόγηση και ακολουθήσει η επιστροφή του waiver και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QΕ) της ΕΚΤ, θα σηματοδοτηθεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και θα ανοίξει ο δρόμος για την προετοιμασία της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές, κάτι που θα μπορούσε να αρχίσει εντός του επόμενου έτους».
Τέλος, αναφορικά με το ενδεχόμενο εκλογικού αιφνιδιασμού, ξεκαθαρίζει ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει εντολή τετραετίας. Έχει εντολή την ανάταση και την ανασυγκρότηση της χώρας. Κι αυτό είναι έργο τιτάνιο που υπερβαίνει τα χρονικά όρια του συνήθους πολιτικού κύκλου, και κυρίως απαιτεί τη συμπόρευση των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων.
newsbeast.gr