Η 24χρονη είχε δολοφονηθεί τον Μάιο του 2019 από τον εν διαστάσει σύζυγό της
Την οργή της μητέρας και άλλων συγγενών της 24χρονης Ερατούς η οποία τον Μάιο του 2019 έπεσε νεκρή από τα πυρά καραμπίνας που κρατούσε ο εν διαστάσει σύζυγός της προκάλεσε η άφιξη του κατηγορούμενο στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Βορείου Αιγαίου που εδρεύει στη Μυτιλήνη μετά από αναβολή της δίκης τον περασμένο Μάρτιο.
«Δολοφόνε, ήρθες; Να σαπίσεις» είπαν, μεταξύ άλλων, οι οργισμένοι συγγενείς της 24χρονης ορισμένοι εκ των οποίων εκτόξευσαν και ύβρεις κατά του κατηγορούμενου.
Σύμφωνα με το stonisi.gr η πλευρά του κατηγορούμενου ζήτησε για δεύτερη φορά αναβολή, όπως είχε κάνει και στις 14 Μαρτίου, με την αιτιολογία ότι έχει άλλη υποθεση στην Πάτρα.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος της οικογένειας της Ερατούς χαρακτήρισε «καταχρηστικό» το αίτημα τονίζοντας ότι η οικογένεια της δολοφονημένης κοπέλας ήρθε για δεύτερη φορά με δικά της έξοδα από την Αθήνα.
Ο δολοφόνος της 24χρονης Ερατώς είχε κριθεί πρωτόδικα ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ισόβια κάθειρξη και για παράνομη οπλοφορία και παράνομη οπλοχρησία.
Τότε φίλος της άτυχης κοπέλας είχε πει στο protothema.gr ότι η έκδοση του συναινετικού διαζυγίου τους που επρόκειτο να βγει σε λίγες ημέρες φαίνεται να ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του δράστη ο οποίος είχε κάνει κατά καιρούς προσπάθειες επανασύνδεσης με την άτυχη κοπέλα.
Η μητέρα της Ερατούς για τη μοιραία σχέση
Η μητέρα της 24χρονης είχε μιλήσει στο marieclaire.gr δύο χρόνια μετά την δολοφονία της κόρης της για την οποία είχε πει ότι «υπήρξε ένα καλό, δοτικό παιδί με ευαισθησίες. Ηταν πρόθυμη να τρέξει να βοηθήσει τους πάντες και εμπιστευόταν όλο τον κόσμο. Πάντα χαμογελαστή και με πολλή όρεξη για ζωή. Από εκείνη μου λείπουν τα πάντα. Το γέλιο της, η καθημερινή μας επαφή, η επικοινωνία μας έστω και με βιντεοκλήσεις. Κάθε φορά που κοινοποιούσε κάποια φωτογραφία με το μωρό της, της έλεγα ότι τη θέλω. Αν και εκείνη θύμωνε, πάντα μου τις έστελνε. Εγώ τις εκτύπωνα, έφτιαχνα αναμνηστικά άλμπουμ και της τα έστελνα πίσω. Τότε εκείνη μου έλεγε: “Αδικα σου φώναζα”. Μου λείπει η καθημερινότητά μας. Θέλω να δω τη μορφή της, να ακούσω τη φωνή της. Μου λείπει η μυρωδιά της. Αχ, αυτή η μυρωδιά. Τα “σ’ αγαπώ” που ανταλλάσαμε. Μου λείπει το παιδί μου. Μου λείπει η κόρη μου».
Όσον αφορά την γνωριμία της κόρης της με τον άνθρωπο που έγινε στη συνέχεια δολοφονός της, η μητέρα της Ερατούς είπε ότι τον γνώρισε όταν ήταν 16,5 ετών. «Λίγους μήνες μετά την έναρξη της σχέσης τους, στα 17 της δηλαδή, εκείνος τότε 18, της έλεγε πως ήθελε να κάνουν παιδί. Εγώ έδειχνα τη δυσαρέσκειά μου και έλεγα ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την Ερατώ. Μπροστά μου έδειχνε πως καταλαβαίνει, αλλά η Ερατώ μου έλεγε ότι την πίεζε. Λίγο μετά η κόρη μου έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις, αλλά τελικά έφυγε για σπουδές βρεφονηπιοκομίας σε ιδιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης. Τον Δεκέμβριο του 2016 παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Οσο η Ερατώ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, εκείνος γινόταν πιο κτητικός, απαιτητικός και η σχέση τους άρχισε να αλλάζει. Η Ερατώ είχε ξεκινήσει ήδη να σκέφτεται το χωρισμό, αλλά την περίοδο που έκανε την πρακτική της άσκηση έμεινε έγκυος. Εκείνη ήθελε να κρατήσει το μωρό. Εγώ στο άκουσμα της είδησης μούδιασα στην αρχή, αλλά της είπα πως ό,τι και αν αποφάσιζε θα ήμουν δίπλα της».
«Περνούσαν οι μήνες της εγκυμοσύνης κι έμεναν στο πατρικό του Παναγιώτη, με όλη την οικογένειά του, στο χωριό Λουτρά. Εκείνη ήθελε να φύγει με το σύζυγό της και αργότερα με το παιδί τους, κυρίως εξαιτίας της συμπεριφοράς του πατέρα του δολοφόνου. Ηταν βίαιος ως προς τη σύζυγό του και ήθελε να είναι ο αρχηγός όλων. Ο Παναγιώτης τον είχε πολύ ψηλά. Η Ερατώ γέννησε στα 22 της την Ελευθερία-Αγάπη και λίγο μετά βρήκε εργασία σε παιδικό σταθμό. Εξακολουθούσε να λέει στον Παναγιώτη να φύγουν από εκεί και να βρουν ένα σπίτι στο κέντρο του νησιού, αλλά εκείνος δεν το δεχόταν. Οταν έφτασε ο καιρός να βαφτίσουν τη μικρή, η Ερατώ ζήτησε να γίνει το μυστήριο στο Λεωνίδιο όπου μέναμε εμείς. Ο Παναγιώτης δέχτηκε, αλλά ο πατέρας του όχι. Με τα πολλά έγινε το χατίρι της κόρης μου, δίχως να έρθει φυσικά ο πεθερός της. Τότε και οι δύο μου έλεγαν πως τα πράγματα δεν πάνε καλά μεταξύ τους και πως ήταν μαζί μόνο για τη βάφτιση του μωρού» συνέχισε στην περιγραφή της σχέσης της κόρης της με τον δολοφόνο της η μητέρα της Ερατούς.
«Οταν επέστρεψαν στη Μυτιλήνη, η Ερατώ άρχισε να ψάχνει σπίτι να μείνει με το μωρό. Δεν ήταν και πολύ εύκολο με το μισθό που είχε από τον παιδικό σταθμό. Τότε ήταν που τα προβλήματα με τον Παναγιώτη έγιναν πιο έντονα. Οταν είχα επισκεφτεί το νησί, το Φεβρουάριο του 2019, για τα γενέθλια της μικρής, είδα την πόρτα του μπάνιου σπασμένη από γροθιά. Ηταν κι εκείνος εκεί και του είπα: “Θέλω να πιστεύω πως δεν ακούμπησες την κόρη μου”. Μου απάντησε πως όχι, αλλά έλεγε ψέματα γιατί εκ των υστέρων έμαθα ότι την είχε χτυπήσει και σταμάτησε επειδή έκλαιγε το μωρό. Εφυγα και τον Απρίλιο του 2019 η Ερατώ βρήκε σπίτι και τότε επέστρεψα για να τη βοηθήσω με τη μετακόμιση. Εκείνος ήταν νευρικός και αδιάφορος. Μαζί με τον κολλητό της και αυτήκοο μάρτυρα της δολοφονίας, Γιώργο, κουβαλούσαν ό,τι μπορούσαν» πρόσθεσε.
«Παρ’ όλα αυτά, όταν χώρισαν η Ερατώ δεν φοβόταν τον Παναγιώτη, τον εμπιστευόταν. Τη ρωτούσα αν ήθελε να έρθει να μείνει μαζί με το μωρό στο Λεωνίδιο, αλλά εκείνη δεν ήθελε να το πάρει μακριά από τον πατέρα του. Το πρώτο βράδυ που μείναμε στο καινούριο σπίτι της κόρης μου, στην περιοχή Χρυσομαλλούσα, χτύπησε το τηλέφωνό της. Ηταν ο Παναγιώτης που της ζητούσε για μια τελευταία φορά να τα ξαναβρούν, αλλά εκείνη του είπε ότι το τέλος ήταν οριστικό. Την επόμενη μέρα ήρθε ο ίδιος στο σπίτι και μου είπε: “Οφείλω να σε ενημερώσω σαν άντρας ότι χθες βράδυ ξανάκανα πρόταση στην κόρη σου να είμαστε μαζί και μου είπε όχι. Να ξέρεις πως από δω και πέρα, για να είμαι εντάξει απέναντί σου, με την Ερατώ θα έχουμε τις απολύτως τυπικές σχέσεις”. Του απάντησα να φροντίσουν να κάνουν ό,τι καλύτερο για τους ίδιους και για το παιδί τους προκειμένου να τους βλέπει ήρεμους. Από το νησί έφυγα στις 12 Μαΐου και επέστρεψα στις 23 για να δω το παιδί μου όπως το είδα».
Το βράδυ που ο σύζυγος της Ερατούς έγινε ο δολοφόνος της
Η μητέρα της κοπέλας περιέγραψε και το τι συνέβη το μοιραιό βράδυ: «H Ερατώ βρισκόταν στο σπίτι με έναν φίλο της. Ο εν διαστάσει σύζυγός της την παρακολουθούσε. Τον έβλεπα κι εγώ τα βράδια που έμενα στην κόρη μου. Τη συγκεκριμένη νύχτα χτύπησε το κουδούνι και η Ερατώ άνοιξε. Δεν είχε κάτι να κρύψει. Στο σπίτι ο Παναγιώτης βρέθηκε με την πρόφαση ότι πήραν κατά λάθος στη μετακόμιση το σέικερ που είχε για τον καφέ του και ότι το χρειαζόταν το επόμενο πρωί. Με τον φίλο της κόρης μου, που καθόταν στο σαλόνι, δεν μίλησε. Πήρε το σέικερ κι έφυγε. Ο φίλος της Ερατούς έμεινε για μισή ώρα ακόμη, αλλά όλο αυτό το διάστημα έβλεπαν απέξω τον Παναγιώτη να παρακολουθεί το σπίτι. Στη συνέχεια φαίνεται πως έφυγε κι ο Παναγιώτης. Για λίγο όμως… Οταν έμεινε μόνη, με την κόρη της να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, πήρε τηλέφωνο τον κολλητό της, Γιώργο, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ξαφνικά ακούστηκε η εξώπορτα δυνατά και μετά κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ο Γιώργος τη συμβούλεψε να μην ανοίξει, εκείνη φοβήθηκε πως θα ανησυχούσαν οι κάτοικοι της πολυκατοικίας και το μωρό. Τελικά δεν του άνοιξε, αλλά εκείνος παραβίασε την μπαλκονόπορτα και μπήκε μέσα στο σπίτι κρατώντας την καραμπίνα που είχε πάει να πάρει από το σπίτι του στα Λουτρά. Τη ρώτησε με ποιον μιλούσε και της ζήτησε να βάλει σε ανοιχτή ακρόαση τον κολλητό της φίλο. Η Ερατώ αναρωτήθηκε γιατί είχε το όπλο μαζί του και τότε εκείνος άρχισε να τη χτυπάει. Ο Γιώργος από την άλλη άκρη της γραμμής φώναξε ότι θα καλέσει την Αστυνομία και τον πατέρα της. “Αν κλείσεις το τηλέφωνο θα της τη φυτέψω” ήταν τα λόγια του δολοφόνου. Ο Γιώργος φοβήθηκε και δεν έκλεισε το τηλέφωνο. Εκείνος συνέχισε να τη χτυπάει, αλλά η Ερατώ δεν φώναζε γιατί κοιμόταν το μωρό. Ούτε εκείνος φώναζε, μέχρι που της ζήτησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Στη συνέχεια ο Γιώργος άκουσε τον πυροβολισμό. Ζήτησε από τον Παναγιώτη να του πει πώς είναι η Ερατώ και να του τη δώσει να μιλήσει μαζί της, αλλά εκείνος με ένα “όλα καλά” το έκλεισε. Το ίδιο έκανε και στο επόμενο τηλεφώνημα του Γιώργου που αναζητούσε την Ερατώ, μέχρι που ο Παναγιώτης απενεργοποίησε το τηλέφωνο. Στη συνέχεια η Αστυνομία τον συνέλαβε στο σπίτι του».
protothema.gr