Ποινή κάθειρξης 10 ετών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας σε έναν 32χρονο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Μια ανθρωποκτονία που σόκαρε τη Λάρισα όταν συνέβη δύο χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της καραντίνας.
Η μοιραία ημέρα
Το μεσημέρι της 27ης Μαρτίου του 2020, μια Λαρισαία δέχεται κλήση από τον αδερφό της. Ο τότε 30χρονος λέει στην αδερφή του να ειδοποιήσει τον πατέρα του να έρθει στο σπίτι που έμενε μαζί με τη μητέρα του γιατί η τελευταία δεν ήταν καλά. Στη συνέχεια θα αποδειχτεί ότι ο 30χρονος ξυλοκόπησε τη μητέρα του στο σπίτι τους σε χωριό του Κιλελέρ, προκαλώντας της σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Η 55χρονη θα μεταφερθεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας όπου μετά από λίγες ημέρες κατέληξε. Ο 30χρονος συνελήφθη την ίδια ημέρα της επίθεσης από αστυνομικούς του Τμήματος Κιλελέρ, στην Παλιά Εθνική Οδό Λάρισας – Βόλου και μέχρι σήμερα κρατούνταν στο ψυχιατρικό ίδρυμα των φυλακών Κορυδαλλού με πρωτόδικη ποινή κάθειρξης 12 ετών.
«Τι έκανες; Τι έκανες;»
Η υπόθεση της μητροκτονίας αναβίωσε σήμερα στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού. Όπως κατέθεσε ο πατέρας, μόλις τον ειδοποίησε η κόρη του, πήγε στο σπίτι που έμενε ο γιος μαζί με την μητέρα του. Μόλις ο πατέρας μπήκε στο σπίτι, αντίκρισε την πρώην γυναίκα του στο πάτωμα και γύρω της τοποθετημένα διάφορα αντικείμενα. Μερικές φωτογραφίες, ένα αναμμένο καντήλι και τρόφιμα.
«Τι έκανες; Τι έκανες;» ρώτησε ο πατέρας τον γιό του για να του απαντήσει ο τελευταίος «Για όλα αυτά έγιναν» εννοώντας τα λεφτά σύμφωνα με την κατάθεση του πατέρα.
Τόσο ο πατέρας όσο και η αδερφή του κατηγορούμενου κατέθεσαν πως ο 32χρονος ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε εισαχθεί αρκετές φορές σε ψυχιατρικά ιδρύματα και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.
Η χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής μάλιστα υπήρξε μια από τις αφορμές για να επιτεθεί ο 32χρονος στην μητέρα του.
«Ήθελα να τη συνεφέρω από αυτό που την είχε κυριεύσει»
«Αρχικά θα ήθελα να πω ένα συγνώμη στην οικογένεια μου, κυρίως στην αδερφή μου για όλο αυτό που προξένησα«. Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την απολογία του ο κατηγορούμενος και στη συνέχεια περιέγραψε τα δύσκολα χρόνια που πέρασε. «Οι γονείς μου μάλωναν συνέχεια και κάποιες φορές ο πατέρας μου χτυπούσε τη μητέρα μου και κάποιες φορές χτυπούσε και εμένα» κατέθεσε ο κατηγορούμενος και στη συνέχεια πρόσθεσε πως η εμπλοκή του με τα ναρκωτικά ξεκίνησε όταν οι γονείς του πήραν διαζύγιο και ο ίδιος ήταν 15 χρονών.
Μάλιστα κατέθεσε πως έκανε χρήση ναρκωτικών για 3 χρόνια πριν σημειωθεί ένα περιστατικό που θα τον οδηγήσει για πρώτη φορά σε ψυχιατρικό ίδρυμα. «Μετά από δύο τρία χρόνια χρήσης δεν άντεξε ο οργανισμός μου και με έπιασε μια κρίση. Μετά από ένα περιστατικό που έσπασα κάτι τζάμια σε ένα φροντιστήριο που πήγαινα, με εντολή εισαγγελέα μεταφέρθηκα σε ένα ψυχιατρείο για πέντε μέρες» κατέθεσε ο κατηγορούμενος.
Το επεισόδιο, αυτό και αφού είχε παρακολουθήσει για μερικά χρόνια πρόγραμμα απεξάρτησης, τον βοήθησε όπως κατέθεσε ο ίδιος να «πάρει τη ζωή στα χέρια του». Μέχρι το 2019 ο κατηγορούμενος δούλευε σεζόν σε νησιά και το εκείνο το χρόνο αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά του στη Μύκονο, επέστρεψε στο χωριό του στη Λάρισα. Μάλιστα, αρχικά ζήτησε να μείνει με τον πατέρα του αλλά όταν ο τελευταίος αρνήθηκε, πήγε στο διπλανό χωριό της μητέρας του. Εκεί άρχισαν τα προβλήματα με την φαρμακευτική του αγωγή.
«Όλο εκείνο το διάστημα ήμουν σε καταστολή. Το μόνο που έκανα ήταν να τρώω να κοιμάμαι και να μην έχω όρεξη για τίποτα. Ήθελα να κόψω τα φάρμακα γιατί δεν άντεχα άλλο. Ήμουν σε μια δύσκολη φάση» κατέθεσε ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε πως από ένα σημείο και μετά έκοψε τα φάρμακα χωρίς να ειδοποιήσει τον γιατρό του.
Μάλιστα το γεγονός αυτό έφερε τον διαπληκτισμό με την μητέρα του εκείνο το μεσημέρι της 27ης Μαρτίου. Όπως κατέθεσε ο 32χρονος, άκουσε τη μητέρα του να μιλάει με τον γιατρό για να του αυξήσουν τα φάρμακα και στη συνέχεια ζήτησε το λόγο από την ίδια. «Εκείνη τη στιγμή είδα το φλας από το κινητό και αιφνιδιάστηκα σαν κάποιος να μου δίνει σήμα», είπε ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε πως ο εγκλεισμός στην πρώτη καραντίνα τον έκανε να ψάχνει στο διαδίκτυο για τον κορονοϊό με πληροφορίες όπως «μασόνοι», «ερπετόμορφοι» και «θεωρίες συνομωσίας» να έρχονται συνεχώς μπροστά του.
«Είχα πολλές πληροφορίες και όταν είσαι άυπνος τα νιώθεις έντονα. Τρόμαξα για τα ερπετοειδή που διάβαζα και νόμιζα ότι κάτι τέτοιο είχε κυριεύσει τη μητέρα μου. Έτσι όπως ήμουν ταραγμένος την κλώτσησα στο κεφάλι θέλοντας να τη συνεφέρω από αυτό που την είχε κυριεύσει. Σαν να ήθελα να βγάλω το κακό από μέσα της. Δεν ήξερα τι να πιστέψω» κατέθεσε ο 32χρονος και πρόσθεσε πως μέχρι την ημέρα της επίθεσης, ο ίδιος είχε πέντε μέρες να κοιμηθεί.
Ο κατηγορούμενος όπως κατέθεσε, έσπρωξε την μητέρα του και την κλώτσησε δύο φορές στο κεφάλι. Στη συνέχεια περιέγραψε τις επόμενες κινήσεις του και πως προσπάθησε να τη «συνεφέρει», τοποθετώντας αντικείμενα όπως το καντήλι γύρω από το κεφάλι της. «Πιστεύω στο Θεό. Είχα ακούσει ότι γίνονται θαύματα, γι’ αυτό κατέβασα το καντηλάκι και ότι άλλο είχε στο τραπέζι, μήπως τη βοηθήσει» είπε στο δικαστήριο ο 32χρονος και πρόσθεσε πως στη συνέχεια κάλεσε την αδερφή του για να φωνάξει τον πατέρα του. Μάλιστα, σχετικά με την φράση που είπε στον πατέρα του, όπως τόνισε ο ίδιος δεν εννοούσε τα λεφτά αλλά την «κατάσταση παγκοσμίως».
«Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Αν ήθελα να τη σκοτώσω θα έπαιρνα ένα μαχαίρι. Όταν ήμουν στη Μύκονο, με τη μητέρα μου μιλούσαμε συνέχεια. Όταν γύρισα, βγαίναμε συνέχεια έξω» ανέφερε ο 32χρονος για τη σχέση που είχε με τη μητέρα του πριν ολοκληρώσει την απολογία του. Στη σχέση μητέρας και γιου αναφέρθηκε και η αδερφή του νωρίτερα στην κατάθεση της, λέγοντας πως είχαν καλή σχέση και ότι «ο ένας πρόσεχε τον άλλον».
«Μια θλιβερή περίσταση»
Για μια θλιβερή περίσταση έκανε λόγο ο εισαγγελέας στην αγόρευση του προσθέτοντας ωστόσο πως πρέπει να παραμείνει όπως και πρωτοδίκως η κατηγορία για ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση καθώς ο κατηγορούμενος αντιλαμβανόταν τις πράξεις του ενώ σχολιάζοντας την ψυχολογική κατάσταση του τόνισε ότι: «Αυτός ο βιολογικός παράγοντας δεν είναι δυνατόν να αναιρέσει τον ίδιο τον χαρακτήρα της πράξεως».
Η συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε με τη σειρά της να αναγνωριστεί αν υπήρχε δόλος. Αν δηλαδή ο κατηγορούμενος γνώριζε τι έκανε και τι ήθελε.
Το δικαστήριο τελικά ομόφωνα κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο και επέβαλε ποινή κάθειρξης 10 ετών, με τον εισαγγελέα να προτείνει 8, και την κράτηση του στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, για τέσσερα χρόνια.
πηγη : larissanet.gr