Εβλεπε τη 16χρονη κόρη της να κάνει μιάμιση ώρα ελλειπτικό το πρωί και άλλη τόση ώρα το βράδυ, ενδιάμεσα βάρη, τρέξιμο και αερόβια γυμναστική. «Τι άλλο να κάνει;» σκεφτόταν η μητέρα της. Ηταν φθινόπωρο του 2020 και όλα βρίσκονταν σε αναστολή. «Θεωρούσα ότι χρειαζόταν την άσκηση για να εκτονώνεται, ήταν ένα ενεργητικό παιδί, που είχε ήδη κάνει εννέα χρόνια μπαλέτο», εξηγεί σήμερα η Μαίρη, μητέρα της Ελσας, τη λανθασμένη ερμηνεία, λόγω της οποίας χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η Ελσα, όπως χιλιάδες συνομήλικές της, εμφάνισε ανορεξία στη διάρκεια της καραντίνας. Ξεκίνησε ακουσίως θεραπεία όταν είχε γίνει πλέον 47 κιλά και δεν είχε έμμηνο ρύση. «Εδώ και επτά μήνες δίνει μάχη για να ανακτήσει το βάρος της και να ξαναγίνει ο άνθρωπος που ήταν…», λέει η μητέρα της στην «Κ».
Αρκεί μια γρήγορη αναζήτηση στο YouTube για να ανασύρει κανείς τα χιλιάδες βίντεο, από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, με τον τίτλο «How to stay fit while quarantine». Σε αυτά, «ειδικοί» και μη προτείνουν λύσεις στο κοινό τους για τη διατήρηση του σωματικού βάρους, όντας απομονωμένοι στο σπίτι, κάνοντας τηλεργασία ή τηλεκπαίδευση και χωρίς πρόσβαση στα γυμναστήρια. Τη στιγμή, λοιπόν, που ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού «γκούγκλαρε» συνταγές για ψωμιά προκειμένου να διασκεδάσει την πλήξη του εγκλεισμού και την αγωνία για την εξέλιξη της πανδημίας, ίσος αριθμός ανθρώπων –κυρίως έφηβες– «έλιωνε» στη γυμναστική, ξεκινούσε εξαντλητικές δίαιτες, προκειμένου να χάσει τις αναλογίες του. Ετσι, δύο χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας παρατηρείται διεθνώς έκρηξη των περιστατικών σε όλο το φάσμα των διατροφικών διαταραχών.
Ηδη στο πέρας των πρώτων δώδεκα μηνών πανδημίας ο αριθμός των εισαγωγών εφήβων με διατροφικές διαταραχές σε νοσοκομεία είχε υπερδιπλασιαστεί, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Forbes τον περασμένο Αύγουστο βασιζόμενο σε στατιστικά από το τμήμα Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Βάσει στοιχείων από 80 νοσοκομεία των ΗΠΑ, η αύξηση των εφήβων ασθενών είχε ήδη το 2021 αυξηθεί κατά 25%, ενώ η γραμμή βοήθειας του National Eating Disorder Association κατέγραφε 40% περισσότερες κλήσεις. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Η ένταση του φαινομένου συμπίπτει με την ίδρυση της πρώτης κλινικής για διατροφικές διαταραχές στο ΕΣΥ, στο «Σισμανόγλειο», πριν από λίγες ημέρες.
«Στη διάρκεια της καραντίνας οι έφηβοι πέρασαν πάρα πολύ χρόνο στις οθόνες και η συζήτηση σχετικά με τη διατήρηση της σιλουέτας μονοπωλούσε πολλά μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Ιnstagram / ΤikΤok)», αναφέρει στην «Κ» η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια δρ Μαρία Τσιάκα, που ασχολείται με τις διατροφικές διαταραχές από το 1997. Σε ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας, όπου είχε χαθεί η στοιχειώδης ρουτίνα, πολλοί ένιωθαν ότι το μόνο που θα μπορούσαν να ελέγξουν ήταν το σώμα τους.
«Η πρόσληψη βάρους προηγείται της ψυχοθεραπείας· πρέπει να αποκατασταθεί η εγκεφαλική λειτουργία, προκειμένου να αποδώσει η ψυχοθεραπεία».
«Στο Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών είχαμε παλαιότερα είκοσι αιτήματα τον μήνα, τώρα έχουμε 40», διευκρινίζει. Οσοι νοσούν είχαν, βεβαίως, την προδιάθεση, την οποία «ενεργοποίησε» η συνθήκη του εγκλεισμού. «Επίσης έχει πέσει ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών, τώρα έχουμε παιδιά που εκδηλώνουν συμπεριφορές της νόσου στα δέκα και τα έντεκα έτη», προσθέτει η ίδια. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ασθενείς είναι κορίτσια. Η νόσος συνδέεται με την άνοδο και την πτώση των οιστρογόνων, οπότε εμφανίζεται κατά 90% σε γυναίκες. Το 80% των ασθενών νοσεί στη διάρκεια της εφηβείας, οι υπόλοιπες συνήθως στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της εμμηνόπαυσης. Στους άνδρες οι διατροφικές διαταραχές μπορεί να εμφανιστούν όταν πέφτει η τεστοστερόνη, κάτι που συνδέεται κυρίως με την υπεράσκηση.
Οι έφηβοι έχουν υψηλές ενεργειακές ανάγκες, «χρειάζονται 2.200 θερμίδες την ημέρα, γιατί ο εγκέφαλος αλλά και το σώμα βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης», υπενθυμίζει η δρ Τσιάκα. Εφαρμόζοντας, όμως, προγράμματα «διατροφής» φτάνουν να καταναλώνουν 700-800 θερμίδες την ημέρα, τη στιγμή που μόνον ο εγκέφαλος χρειάζεται 500 ημερησίως. «Μετρούν καθημερινά τι τρώνε, αξιοποιώντας τις άπειρες εφαρμογές μέτρησης θερμίδων». Καθιερώνουν πολλά τελετουργικά μέσα στην ημέρα. Ξυπνούν συγκεκριμένη ώρα, τρώνε συγκεκριμένες ώρες με εξαιρετικά αργό ρυθμό, πεπεισμένοι ότι έτσι παχαίνουν λιγότερο. Οταν δεν έχουν χάσει «αρκετό» βάρος συνεχίζουν αυξάνοντας τη φυσική άσκηση και κόβοντας κι άλλο φαγητό. «Είναι τελειομανείς και τείνουν να αποφεύγουν τις συγκρούσεις, αυτά είναι γονιδιακά χαρακτηριστικά». Χρησιμοποιούν το διάβασμα για να αποφύγουν το φαγητό. Χρειάζονται, όμως, γλυκόζη για να αποδώσουν, την οποία λόγω υποσιτισμού δεν εκλύουν σε ικανοποιητικό βαθμό. Ετσι, η ζωή τους μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο: διαβάζουν πολύ, τρώνε λίγο (συχνά μόνο στο τέλος της ημέρας), κοιμούνται ελάχιστα. «Στο τέλος καταρρέουν, πέφτουν οι επιδόσεις τους στο σχολείο, ξεκινούν να λένε ψέματα». Οσοι δεν θεραπεύονται, μεγαλώνουν με πολλές διακυμάνσεις στην υγεία τους, «δεν καταφέρνουν να εξελιχθούν προσωπικά και επαγγελματικά». Μεταξύ όσων καταλήγουν, η δρ Τσιάκα εκτιμά ότι κάποιοι είναι και αυτόχειρες. «Οταν ζεις έτσι για 25 χρόνια, φτάνεις σε τέλμα».
Πολλές φορές οι ασθενείς εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους στη δρα Τσιάκα, «δεν με εμπιστεύεστε;». «Δεν εμπιστεύομαι την ανορεξία, η οποία καθορίζει κάθε τους κίνηση, κατακλύζονται από εμμονικές σκέψεις, οι ίδιοι, όμως, δεν το αντιλαμβάνονται», τονίζει, «γι’ αυτό είναι λάθος να τους αντιμετωπίζουμε με λογικά επιχειρήματα».
Ο υποσιτισμός επηρεάζει αποδεδειγμένα την εγκεφαλική λειτουργία και έτσι αλλάζει ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς. «Το δικό σου φάρμακο είναι η τροφή, δεν γίνεται να μην το πάρεις». Αυτά τα λόγια επαναλαμβάνει πολλές φορές μέσα στην ημέρα η δρ Τσιάκα στους ασθενείς της. «Η πρόσληψη βάρους προηγείται της ψυχοθεραπείας· πρέπει να αποκατασταθεί η εγκεφαλική λειτουργία, προκειμένου να αποδώσει η ψυχοθεραπεία», καταλήγει.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
«Δεν μπορούσε ούτε να ανέβει τα σκαλιά»
Δύο ήταν οι σταθερές στη ζωή της Ελσας, μιας άριστης μαθήτριας σχολείου των βορείων προαστίων με κλειστό χαρακτήρα: η ανορεξία και οι Πανελλήνιες. Τελικά, η πρώτη νίκησε τη δεύτερη – η Ελσα δεν έδωσε εξετάσεις, καθώς αδυνατούσε πλέον όχι να αποδώσει στο διάβασμα, αλλά ακόμα και να ανέβει τα σκαλιά στο σχολείο. «Ηθελε να περάσει στη Νομική και είχε όλες τις προδιαγραφές για να πετύχει», σημειώνει η μητέρα της. Τελικά, η Ελσα εγγράφηκε σε ιδιωτικό κολέγιο. «Το μόνο που μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή είναι να γίνει καλά», λέει με ειλικρίνεια η μητέρα της, που έπειτα από επτά μήνες εντατικής θεραπείας βλέπει πλέον ορατά σημάδια βελτίωσης στην κατάσταση της Ελσας.
«Η κόρη μου έχανε σταδιακά βάρος», διηγείται σήμερα η Μαίρη, «αδυνάτισε συνολικά επτά κιλά σε ένα χρόνο, αλλά είχε πολύ μεγάλη καταπόνηση από τη γυμναστική». Το καμπανάκι χτυπάει όταν διακόπτεται η περίοδος της Ελσας. «Οι γιατροί τότε το απέδωσαν ατυχώς στο άγχος και στο διάβασμα, οπότε της χορήγησαν αντισυλληπτικά». Οι ορμονικές εξετάσεις της είναι εφάμιλλες γυναίκας στο στάδιο της εμμηνόπαυσης. Ωστόσο, η φαρμακευτική αγωγή αποδεικνύεται μοιραίο λάθος. «Από την κατακράτηση υγρών πήρε ένα κιλό και αυτό την εξόργισε», περιγράφει, «είχε πλέον για τα καλά αποκτήσει εμμονή με τη μείωση του βάρους της». Παράλληλα, και η μικρότερη αδελφή της επιδιώκει να αδυνατίσει και καθώς δεν το κατορθώνει, αναπτύσσει βουλιμία.
«Βρισκόμασταν σε αδιέξοδο: δεν ήξερα πλέον τι να μαγειρέψω, δεν έτρωγαν τίποτα, έδινα ολόκληρα ταψιά με φαγητό στα αδέσποτα της γειτονιάς». Παράλληλα, η Ελσα έχει τελείως αποσυνδεθεί συναισθηματικά από την οικογένεια, έχει απολέσει την ικανότητά της να συγκεντρωθεί. Κρυώνει δυσανάλογα πολύ, μελανιάζει συχνά. «Δύο φορές, ενώ αποβιβαζόταν από το αυτοκίνητο του πατέρα της, χτυπήθηκε (ελαφρώς) από διερχόμενα αμάξια, καθώς δεν πρόσεχε πού πατούσε». Στη σχολική κοινότητα, όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός για τους βαθμούς και την εμφάνιση, η όψη της δεν προβληματίζει. «Δυστυχώς, δεν ήταν η μόνη με ανορεξία, απλώς οι άλλες έφηβες δεν είχαν τότε ακόμη χάσει τον έλεγχο».
Οταν η Μαίρη πήγε την Ελσα «σχεδόν διά της βίας» για να ζητήσει βοήθεια, η 17χρονη έτρωγε μια σαλάτα μαρούλι την ημέρα. Ξεκινάει η υποχρεωτική σίτισή της με μικρές ποσότητες. Και η μικρότερη αδελφή της, η κατάσταση της οποίας δεν κρίνεται τόσο κρίσιμη, αρχίζει ψυχοθεραπεία. «Ευγνωμονώ την τύχη μας να έχουμε την οικονομική δυνατότητα για όλα αυτά, γιατί το κόστος είναι δυσθεώρητο», απαντά στο εύλογο ερώτημα για το τι συνεπάγεται η παρακολούθηση των δύο παιδιών από ιδιώτες γιατρούς. Επτά μήνες αργότερα, η υγεία της έχει μερικώς αποκατασταθεί, όμως ο φόβος της υποτροπής είναι μεγάλος. «Λέει “με παχύνατε, δεν θέλω να είμαι έτσι”».
«Κάνουμε και εμείς με τον σύζυγο ψυχοθεραπεία, ο ψυχολόγος προσπαθεί να μας απενοχοποιήσει, ωστόσο νιώθουμε ήδη ασήκωτο το βάρος της ευθύνης μας», ομολογεί, «βιώνουμε τη μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής μας». Κάνοντας αυτοκριτική, σταχυολογεί δικές της αστοχίες. «Αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, δεν θα τις πήγαινα μπαλέτο, γιατί εκεί εθίστηκαν στην εμμονή στις “σωστές αναλογίες” και στον ανταγωνισμό με τις συνομήλικές τους». Η Ελσα, σε αντίθεση με άλλα κορίτσια της ηλικίας της, δεν έχει ποτέ δείξει ενδιαφέρον να συνάψει σχέση με αγόρι. «Ηθελε να μείνει προσηλωμένη στους στόχους της, για τους οποίους εργαζόταν σαν στρατιώτης», θυμάται η μητέρα της. «Εξωτερικά και τα δύο παιδιά μοιάζουν μικρότερα από την ηλικία τους, π.χ. δεν έχουν καθόλου στήθος, είναι σαν να έχουν επιλέξει υποσυνείδητα, αντί να μεγαλώνουν, να μικραίνουν», αναφέρει. «Ισως τους δώσαμε το λάθος μήνυμα ότι οι έμφυλες σχέσεις είναι δύσκολες και προσπαθούν να καθυστερήσουν την έναρξή τους».
Η πρώτη εξειδικευμένη κλινική σε δημόσιο νοσοκομείο
Δεδομένης της αύξησης των διατροφικών διαταραχών στον εφηβικό πληθυσμό, η είδηση της έναρξης λειτουργίας της πρώτης εξειδικευμένης κλινικής στο ΕΣΥ έγινε δεκτή με ανακούφιση. «Εχουμε τη δυνατότητα νοσηλείας ασθενών από 15 έως και 23 ετών», αναφέρει στην «Κ» η Κάτια Χατζηγεωργίου, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, επιμελήτρια Α΄ στο ΓΝΑ «Σισμανόγλειο – Αμαλία Φλέμινγκ». Η δυναμικότητα της κλινικής, που εγκαινιάστηκε στις 12 Ιουλίου από τον υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη, την αναπληρώτρια υπουργό Μίνα Γκάγκα και την υφυπουργό αρμόδια για την ψυχική υγεία Ζωή Ράπτη, είναι έξι κλίνες – ήδη οι τρεις είναι κατειλημμένες. «Η ομάδα μας αποτελείται από ψυχίατρο ενηλίκων, ψυχολόγο, διατροφολόγο, νοσηλευτές, εμένα που είμαι παιδοψυχίατρος, ενώ αναμένουμε και εργοθεραπευτή».
Η νοσηλεία αφορά περιστατικά τα οποία κρίνονται ως πολύ σοβαρά, δεδομένου ότι 20% των ασθενών με διατροφικές διαταραχές καταλήγουν. «Η θεραπεία στηρίζεται σε ένα πολύ καλό διατροφικό πρόγραμμα. Αν η ασθενής δεν ανταποκρίνεται, της δίνουμε διατροφικό συμπλήρωμα», περιγράφει. «Το λεβάιν (ρινογαστρική διασωλήνωση) αποτελεί την έσχατη λύση». Ο μέσος όρος νοσηλείας υπολογίζεται στους έξι μήνες, ενώ η παρακολούθηση συνεχίζεται για τουλάχιστον άλλους έξι. «Το ευκταίο είναι να καταφέρουμε να προσλαμβάνουν 2.200-2.500 θερμίδες την ημέρα και να παίρνουν 800 γραμμάρια βάρος την εβδομάδα», διευκρινίζει η κ. Χατζηγεωργίου, που διαθέτει μακρά εμπειρία. «Εως τώρα γίνονταν δεκτοί στην παιδοψυχιατρική πτέρυγα, που άνοιξε το 2009», διευκρινίζει, «όμως η συνύπαρξη αυτών των ασθενών με άλλους ψυχιατρικούς ασθενείς ήταν επιζήμια και για τις δύο πλευρές».
Τέσσερις φορές την εβδομάδα η κ. Χατζηγεωργίου και οι συνάδελφοί της εξετάζουν στα εξωτερικά ιατρεία. «Προσέρχονται γονείς, από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι μας εκθέτουν την κατάσταση, για να κάνουμε μια πρώτη αξιολόγηση».
Θέλοντας να δώσει μια γενική κατεύθυνση, η κ. Χατζηγεωργίου συνιστά στους κηδεμόνες «να παρακολουθούν διακριτικά το βάρος και την εμφάνιση του παιδιού τους και αν κάτι δεν πάει καλά, να απευθύνονται σε ειδικό».
kathimerini.gr