«Η χώρα μας δεν είναι καθόλου έτοιμη, ούτε στο επίπεδο των σεισμών ούτε στο επίπεδο των τσουνάμι». Μεταξύ των περιοχών που ανησυχούν τους επιστήμονες και η Κεντρική Ελλάδα με επίκεντρο το ρήγμα της Θήβας…
Την παραπάνω δήλωση έκανε ο καθηγητής σεισμολογίας και μέλος της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
Στο ερώτημα, λοιπόν, πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα για έναν ακραίο σεισμό ο κ. Παπαδόπουλος έστειλε το προσωπικό του μήνυμα προς την πολιτεία και τους πολίτες λέγοντας ξεκάθαρα ότι δεν είμαστε έτοιμοι.
Σύμφωνα με τον ίδιο «ξέρουμε ότι μεγάλοι και ακραίοι σεισμοί έγιναν στο παρελθόν και κάποια στιγμή θα συμβούν στο μέλλον» και εξηγεί: «Αναφέρομαι σε δυο πολύ μεγάλους σεισμούς όπως το 365μ.Χ., για τον οποίο ασχολείται η παγκόσμια σεισμολογική κοινότητα, που έγινε στα δυτικά της Κρήτης και ανύψωσε το νησί από 6,6μ. έως 9μ., ενώ από την απότομη μετακίνηση στο ρήγμα προκλήθηκε τσουνάμι που κατέκλυσε όλη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου με αποτέλεσμα πλοία από την Αλεξάνδρεια να καταλήξουν στις σκεπές των σπιτιών. Έγινε, δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που είδαμε στον Ινδικό Ωκεανό το 2004 αλλά και στην Ιαπωνία το 2011», είπε μιλώντας στο iEidises.gr.
Το μέγεθος του σεισμού που σημειώθηκε το 365μ.Χ., ήταν μεταξύ 8 και 8,5 ρίχτερ και ο κ. Παπαδόπουλος επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι «πρέπει να προετοιμαστούμε και για αυτό το ενδεχόμενο».
Ο κ. Παπαδόπουλος δεν απέκλεισε ένα τσουνάμι στην Ελλάδα αντίστοιχο με αυτά που βλέπουμε στο εξωτερικό
«Θα πει κάποιος κάθε πότε γίνονται αυτοί οι σεισμοί» διερωτήθηκε ο ίδιος απαντώντας ότι «γίνονται σε αραιά χρονικά διαστήματα. Μπορεί να είναι κάθε 500 χρόνια, μπορεί κάθε 1000 χρόνια. Δεν γνωρίζουμε όμως το πότε θα είναι ο επόμενος και το ότι έχουν μεγάλη επαναληπτικότητα δεν μας απαλλάσσει από κάποια ευθύνη καθώς μπορεί να γίνει σε μια χρονική στιγμή που δεν την αναμένουμε».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε στην ανατολική Κρήτη το 1303. «Ήταν ένας τρομερός σεισμός με τεράστια έκταση βλαβών και μεγάλο τσουνάμι με τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα, ενώ το μέγεθός του ήταν επίσης 8 ρίχτερ» συμπλήρωσε ο κ. Παπαδόπουλος.
Τι πρέπει να γίνει
Τι πρέπει όμως να γίνει ακόμη και στην περίπτωση που οι πιθανότητες να συμβεί ένας ακραίος σεισμός είναι μικρές; Ο κ. Παπαδόπουλος ήταν αφοπλιστικός: «Είναι καιρός πλέον να εξετάζουμε στα σενάρια που έχουμε, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αντιμετωπίσουμε «αύριο» ένα ακραίο σεισμικό φαινόμενο που το έχουμε μπροστά μας. Και πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό θέμα και όχι εθνικό. Εκείνοι που έχουν κινητοποιηθεί αρκετά για το θέμα είναι οι Αιγύπτιοι οι οποίοι κάθε χρόνο στις 5 Νοεμβρίου, που είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ενημέρωσης για το τσουνάμι, διοργανώνουν ένα αντίστοιχο Συνέδριο διότι φοβούνται τέτοιους σεισμούς και τσουνάμι.
Θα πρέπει, λοιπόν, να υπάρξει μια διεθνής προσπάθεια να μελετήσουμε αυτά τα φαινόμενα, αλλά και να εξετάσουμε τα σενάρια των συνεπειών που θα έχουμε από ένα τόσο μεγάλο σεισμό όσο και από το τσουνάμι που θα προκαλέσει».
Ποια είναι όμως τα ρήγματα στον ελλαδικό χώρο που σήμερα τον ανησυχούν ιδιαίτερα.
Το ρήγμα της Θήβας
«Πολλοί συνάδελφοί μου την έχουν ξεχάσει αυτή την περιοχή και νομίζουν ότι έσβησε, ωστόσο όποιος παρακολουθεί θα δει ότι καθημερινά έχουμε δυο – τρεις πολύ μικρούς σεισμούς το οποίο σημαίνει ότι έχουμε μια ενεργή περιοχή, η οποία μετά την έξαρση του καλοκαιριού δεν έχει σβήσει και εξακολουθεί να δίνει μικρούς σεισμούς που σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθούμε την περιοχή με πολύ μεγάλη προσοχή» ανέφερε για την περιοχή της Θήβας ο κ. Παπαδόπουλος και πρόσθεσε: «Όταν λέω προσοχή, θέλω να σας θυμίσω την περίπτωση του μεγάλου σεισμού στη Θήβα το 1893 όπου η προσεισμική δραστηριότητα κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο. Και επειδή στα σεισμικά φαινόμενα δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες χρειάζεται αυτή η πολύ μεγάλη προσοχή. Το δε ρήγμα της Θήβας είναι ενεργό και είχε δώσει σεισμό 6 με 6,2 ρίχτερ, ενώ και το 1914 είχαμε σεισμό για τον οποίο δεν έχουμε σήμερα ενδείξεις ότι υπήρξαν προσεισμοί κάτι που δείχνει την πολυπλοκότητα των φαινομένων και ότι δεν μπορούν να μπουν σε καλούπια».
Η σεισμική ακολουθία της Κρήτης
Ένας δεύτερος σημαντικός προβληματισμός του κ. Παπαδόπουλου στρέφεται προς την Κρήτη. «Με απασχολεί ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες η Κρήτη. Υπάρχει μια μικροσεισμική δραστηριότητα η οποία αναπτύσσεται βόρεια από το Αρκαλοχώρι και ανατολικά από το Ηράκλειο. Είναι έξω από τον μετασεισμικό χώρο του Αρκαλοχωρίου και δεν συμφωνώ με όσους λένε ότι πρόκειται για το ρήγμα του Αρκαλοχωρίου, το οποίο δήθεν φτάνει έως την συγκεκριμένη περιοχή. Δε λέω ότι αναγκαστικά θα κάνει ισχυρό σεισμό, αλλά ότι δεν φθάνει εκεί το ρήγμα που έδωσε το σεισμό του Αρκαλοχωρίου.
Νομίζω ότι στο κοντινό μέλλον θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο. Πρέπει να σας τονίσω ότι η Κρήτη είναι από τις πιο ενεργές περιοχές της χώρας μας διότι βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του ελληνικού σεισμικού τόξου».
Το ΒΑ Αιγαίο θέλει προσοχή
Μια άλλη περιοχή που προβληματίζει τον κ. Παπαδόπουλο είναι το βορειοανατολικό Αιγαίο. «Θέλει σίγουρα προσοχή αυτή η περιοχή. Την περίοδο του ’80 και συγκεκριμένα το 1982 και το 1983 είχαμε αλλεπάλληλους ισχυρότατους σεισμούς και εκ νέου το 2014 με μεγέθη έως 6,9 ρίχτερ. Κατά συνέπεια είναι μια σεισμοτεκτονική δομή με πάρα πολύ υψηλό σεισμικό δυναμικό, διότι αποτελεί την συνέχεια του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας που έρχεται από το βόρειο τμήμα της Τουρκίας, εισέρχεται στη θάλασσα του Μαρμαρά και κινείται μέσα στη θάλασσα του βορείου Αιγαίου. Το ότι οι γύρω κατοικημένες περιοχές βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το συγκεκριμένο ρήγμα δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να παρακολουθούμε και να αξιολογούμε με μεγάλη προσοχή τα δεδομένα. Και μην ξεχνάτε ότι ο σεισμός 5,4 ρίχτερ στις 16/1/2022 στο βόρειο Αιγαίο μπορεί να είναι μόνο η αρχή μιας διαδικασίας και μπορεί σε ένα, δύο ή τρία χρόνια να δούμε την επανάληψη του επόμενου ισχυρού σεισμού» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Η τρωτότητα της Αττικής
Για την «πολύπαθη» Αττική ο κ. Παπαδόπουλος εξέφρασε συγκεκριμένους προβληματισμούς καθώς «εδώ είναι μια μεγαλούπολη η οποία έχει αυξημένη τρωτότητα και είναι εκτεθειμένη στον σεισμικό κίνδυνο».
Ο μεγάλος πληθυσμός, οι περιοχές με χιλιάδες αυθαίρετα και η μεγάλη συγκέντρωση βιομηχανικών και οικονομικών δραστηριοτήτων την κάνουν πολύ ευάλωτη στον σεισμικό κίνδυνο, με τον καθηγητή σεισμολογίας να αναφέρει για τα ρήγματα της Αττικής: «Τα μεγάλα ρήγματα που μέχρι τώρα γνωρίζουμε είναι περιμετρικά της Αττικής. Πρόκειται για το μεγάλο ρήγμα που φεύγει από τον ανατολικό Κορινθιακό, περνάει από τη Θήβα και φτάνει μέχρι τον Ωρωπό, που έχει δώσει μεγάλους σεισμούς στο παρελθόν. Η μεγάλη σεισμική πηγή στις Αλκυονίδες, που βρίσκεται στον ανατολικό Κορινθιακό, απείλησε και έβλαψε γειτονιές της Αττικής το 1981, ενώ και μικρότερα ρήγματα, όπως της Φυλής το 1999, δημιουργούν μεγάλα προβλήματα. Άρα έχουμε και σχετικά μακρινές σεισμικές πηγές αλλά και μέσα στην Αττική που σημαίνει ότι τα μάτια μας πρέπει να είναι ανοιχτά. Και ξέρετε είναι μάλλον μια εύκολη λύση το να λέμε ότι είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας καθώς δεν ξέρουμε πλήρως τα ρήγματα και ταυτόχρονα είναι πολύ μεγάλη η τρωτότητα κάτι που είδαμε το 1999 όταν από τον σεισμό της Πάρνηθας με μέγεθος 5.9 ρίχτερ είχαμε 143 θύματα, που όπως φαίνεται και από το σχετικό πίνακα ήταν ένας από τους πιο πολύνεκρους σεισμούς μετά από αυτόν στα Επτάνησα τον Αύγουστο του 1953».