Λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας του ευρήματος που αποκαλύφθηκε πρόσφατα κατά τις ανασκαφικές εργασίες στο Κέντρο Πολιτισμού του Φαλήρου – Ίδρυμα Στ. Νιάρχος, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Προέδρου του και Γενικής Γραμματέως του ΥΠ.ΠΟ.Α. κ. Μαρίας Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη, πραγματοποίησε αυτοψία στις 14 Απριλίου 2016 προκειμένου να ενημερωθεί και στη συνέχεια να γνωμοδοτήσει για την διαχείριση του θέματος, τακτική που ακολουθείται από το Συμβούλιο σε μείζονος σημασίας ευρήματα.
Κατά τη σύσκεψη που ακολούθησε τα μέλη του Συμβουλίου εκτιμώντας ότι για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του πολύ σημαντικού θέματος απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση, ζήτησαν να έχουν την άποψη εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι να εισηγηθούν σχετικά, προκειμένου να εξετασθεί η υπόθεση σε αμέσως επόμενη συνεδρία του Συμβουλίου.
Για το ιστορικό της συγκεκριμένης ανασκαφής σημειώνουμε τα εξής:
Σε έκταση παραχωρηθείσα στο «Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Στ. Νιάρχος Α.Ε.» για την κατασκευή του Κέντρου Πολιτισμού του Φαλήρου, στο πλαίσιο πραγματοποίησης της φυτοτεχνικής μελέτης του έργου στην περιοχή κατασκευής της μελλοντικής “Εσπλανάδας”, εκτελούνται έργα σωστικής ανασκαφής από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων υπό τη διεύθυνση της κ. Στέλλας Χρυσουλάκη.
Η περιοχή κατασκευής του έργου εντάσσεται στο φαληρικό Αλίπεδον. Πρόκειται για περιοχή προσχωσιγενή, καθώς ο ποταμός Κηφισός και οι παραπόταμοί του εκβάλλουν στον φαληρικό όρμο εναποθέτωντας ιλύ. Η ακτογραμμή κατά την αρχαιότητα εντοπίζεται αμέσως νότια του Αλιπέδου όπου ο όρμος του Φαλήρου αποτελούσε μέχρι τους περσικούς πολέμους τον κύριο λιμένα του άστεως.
Στην εν λόγω θέση αποκαλύφθηκε η συνέχεια της Νεκρόπολης του Φαλήρου η οποία κατά τμήματα και κατά περιστάσεις ανασκάπτεται από το 1911. Οι σωστικές ανασκαφές που διεξάγονται με μεγάλη προσοχή και φροντίδα, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία από το 2012 απέδειξαν ότι η νεκρόπολη του Φαλήρου είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και τοποθετείται στον χρονολογικό ορίζοντα από τα μέσα του 8ου έως και τον 4ο αιώνα π.Χ. Έως τώρα έχουν εντοπιστεί συνολικά 287 ταφές, εκ των οποίων 145 είναι οι λεγόμενες ελεύθερες (λακκοειδείς εντός της άμμου), 87 εγχυτρισμοί, 18 ταφικές πυρές, 35 κιβωτιόσχημοι, 1 λάρνακα και 1 ζωική ταφή ιπποειδούς.
Εκτός από τις ταφές, που αποτελούν αποκλειστικά κινητά ευρήματα στο εν λόγω σκάμμα της Εσπλανάδας, εντοπίστηκαν για πρώτη φορά κτιστές κατασκευές όπως κιβωτιόσχημοι τάφοι και πλινθόκτιστες ταφικές πυρές. Ιδιαίτερης αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας αποτελούν δύο ομαδικές ταφές, οι οποίες αποκαλύπτονται στο νοτιοανατολικό τμήμα της «Εσπλανάδας».
Έχουν αποκαλυφθεί 80 ταφές, πολλοί εκ των νεκρών είναι τοποθετημένοι πρηνηδόν, ενώ οι 36 φέρουν μεταλλικούς κλοιούς στους καρπούς. Δύο μικρά αγγεία που εντοπίστηκαν ανάμεσα στους σκελετούς δίνουν δυνατότητα χρονολόγησης στο τρίτο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., μία εποχή μεγάλων πολιτικών αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή.