Στο κρίσιμο ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι με την πανδημία, κοινή εκτίμηση σχεδόν όλων των ειδικών ότι η πανδημία θα τελειώσει όταν ο κορωνοϊός γίνει ενδημικός, όταν δηλαδή παραμείνει μαζί μας για πάντα. Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο έως τώρα, είναι πώς θα περάσουμε από την πανδημία στην ενδημικότητα και πώς θα διαχειριστούμε αυτή την μετάβαση. Πότε θα άρουμε τους έκτακτους περιορισμούς και ποια μακροχρόνια μέτρα προστασίας θα πρέπει, ενδεχομένως, να διατηρήσουμε στην ενδημικότητα;
Αυτό που είναι ξεκάθαρο, ωστόσο, είναι ότι ο αριθμός των κρουσμάτων, που αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό έως τώρα τον οδηγό στη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση της πανδημίας, καθίσταται όλο και λιγότερο χρήσιμο στοιχείο. Ακόμα και όταν ο ιός καταστεί ενδημικός, που σημαίνει ότι σχεδόν όλοι θα έχουμε αναπτύξει ανοσία είτε μέσω εμβολιασμού ή λόγω νόσησης, η Ελλάδα –όπως και κάθε άλλη χώρα– θα συνεχίσει να έχει χιλιάδες κρούσματα κορωνοϊού κάθε χρόνο, λόγω κάμψης της ανοσίας αλλά και της εμφάνισης μεταλλαγμένων στελεχών του ιού. Παρόμοια ο ιός της γρίπης, που αποτελεί ενδημικό νόσημα, προκαλεί χιλιάδες μολύνσεις κάθε χρόνο.
Όμως χάρη στον εμβολιασμό δεν είναι όλες οι περιπτώσεις κρουσμάτων COVID-19 ίδιες. Ο μεγαλύτερος αριθμός κρουσμάτων έχει ήπια συμπτώματα νόσησης. Και όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα εμβολιασμού και ανοσίας στην κοινότητα, τόσο λιγότερα κρούσματα της νόσου θα συνδέονται με σοβαρή νόσο. Ο κίνδυνος της COVID-19 πιθανόν δεν θα εξαλειφθεί ποτέ και γι’ αυτό πρέπει να ορίσουμε ένα επίπεδο κινδύνου το οποίο μπορούμε να διαχειριστούμε στο μέλλον.
Αυτό το «αποδεκτό» επίπεδο κινδύνου καθορίζεται από επιστημονικούς παράγοντες αλλά, ταυτόχρονα, και από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα στην επιστημονική κοινότητα. Δεν γνωρίζουμε για πόσο διάστημα ακριβώς θα διαρκεί η ανοσία, συμπεριλαμβανομένης της αναμνηστικής δόσης, ποια είναι η ακριβής επίπτωση της μακροχρόνιας COVID-19 ή εάν θα εμφανιστεί νέο μεταλλαγμένο στέλεχος του ιού, με διαφορετικές βιολογικές ιδιότητες. Εξίσου σημαντικοί είναι και κοινωνικοί ή οικονομικοί παράγοντες, που περιλαμβάνουν την εξισορρόπηση μεταξύ κόστους και οφέλους από την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων αλλά και τον συνυπολογισμό της πανδημικής κόπωσης στην κοινωνία.
Για να αποτρέψουμε τον «κορεσμό» των νοσοκομείων, πρέπει να εμβολιάσουμε κυρίως τις ευπαθείς ομάδες. Ο κίνδυνος νοσηλείας για ένα μη εμβολιασμένο άτομο άνω των 80 ετών είναι 25πλάσιος σε σχέση με άτομα μικρότερης ηλικίας που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Ένας ρεαλιστικός στόχος είναι να επικεντρωθούμε στη μείωση του βαθμού κορεσμού του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης από την COVID-19, επειδή θα πρέπει να παρέχεται φροντίδα εκτός της COVID-19 και για άλλες νόσους και τραυματισμούς. Αφού καθορίσουμε τι προσπαθούμε να αποτρέψουμε, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να θέσουμε και τα όρια αναφορικά με την άρση και, εάν είναι απαραίτητο, την επαναφορά των περιοριστικών μέτρων έναντι της COVID-19.
Τις επόμενες εβδομάδες θα δοθεί η δυνατότητα για τον εμβολιασμό παιδιών ηλικίας 5-11 ετών, μετά την έγκριση και για αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Με αυτό τον τρόπο θα προστατευθούν τα παιδιά ατομικά αλλά και θα περιοριστεί η μετάδοση του ιού από τα παιδιά στους ενήλικες αλλά και μεταξύ των παιδιών. Όμως για να αποτρέψουμε τον «κορεσμό» των νοσοκομείων, πρέπει να εμβολιάσουμε κυρίως τις ευπαθείς ομάδες. Ο κίνδυνος νοσηλείας για ένα μη εμβολιασμένο άτομο άνω των 80 ετών είναι 25πλάσιος σε σχέση με άτομα μικρότερης ηλικίας που δεν έχουν εμβολιαστεί. Στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο έδειξαν ότι ο εμβολιασμός 25.000 παιδιών είχε την ίδια επίδραση στον περιορισμό των νοσηλειών με τον εμβολιασμό μόλις 800 ενηλίκων άνω των 60 ετών. Μαθηματικά μοντέλα έδειξαν ότι μεταξύ δύο κοινοτήτων με 90% έναντι 99% εμβολιασμένων ηλικιωμένων πολιτών, στην πρώτη περίπτωση ο αριθμός των ατόμων που κινδυνεύουν να νοσηλευτούν είναι 10 φορές μεγαλύτερος!
Η Δανία αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα λήψης αποφάσεων που βασίζονται στον αριθμό των νοσηλειών έναντι στον αριθμό των κρουσμάτων. Το 90% του πληθυσμού της χώρας έχει εμβολιαστεί. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν περιορισμοί και η ζωή έχει επανέλθει σχεδόν σε κανονικούς ρυθμούς. Το τελευταίο διάστημα τα κρούσματα COVID-19 στη Δανία αυξάνονται και το φορτίο του ιού στη χώρα θεωρείται υψηλό με βάση με τις κατευθυντήριες οδηγίες του CDC, αλλά οι νοσηλείες, οι εισαγωγές σε ΜΕΘ και οι θάνατοι έχουν παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα.
Ακόμη και όταν ο κορωνοϊός γίνει ενδημικός, πολλοί άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να νοσούν, αρκετοί από αυτούς θα νοσηλεύονται και κάποιοι θα πεθαίνουν από COVID-19. Γι’ αυτό και πρέπει εγκαίρως να αποφασίσουμε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη στρατηγική και να επικεντρωθούμε σε πολιτικές που στοχεύουν στα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο από την COVID-19.
Γράφουν οι
Δρ. Θεοκλής Ζαούτης,
Καθηγητής Παιδιατρικής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος ΕΟΔΥ
Δρ. Δημήτρης Παρασκευής,
Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας–Προληπτικής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Σύμβουλος ΕΟΔΥ
protothema.gr