Με τα χέρια της ανοιχτά και το βλέμμα της καρφωμένο στον ουρανό, η υπεραιωνόβια Παρέσσα Ορφανίδου, πρόσφυγας πρώτης γενιάς από το χωριό Μετέμ της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, όπου γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1915, «πιάνει» ένα ποντιακό επιτραπέζιο μοιρολόι. Καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της, στο Λιβαδοχώρι Σερρών, δίπλα στον αγαπημένο της μπαχτσέ που περιποιείται καθημερινά, τραγουδάει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ενίοτε κρατάει σφιχτά το χέρι του γιου της Γιάννη και τα μάτια της βουρκώνουν.
Ο πόνος της είναι βαρύς για την πατρίδα, όπως έμαθε να αποκαλεί σε όλη της τη ζωή τον Πόντο, η 106 ετών γιαγιά Παρέσσα.
Μια πατρίδα που δε γνώρισε ποτέ της και δε θυμάται τίποτα από αυτήν, αφού βρέφος ακόμα την πήραν οι δικοί της άνθρωποι και μαζί με άλλους συγχωριανούς τους έφυγαν από το σπίτι τους, από το αγαπημένο τους Μετέμ, προκειμένου να γλυτώσουν από το μαχαίρι των Τούρκων. Τα σημάδια των πρώτων χρόνων της Γενοκτονίας άρχισαν να γίνονται ήδη εμφανή και οι βίαιες συμπεριφορές από τους Τούρκους σε βάρος των Ελλήνων και των άλλων χριστιανών είχαν ήδη αρχίσει να πληθαίνουν…
Οι παιδικές αναμνήσεις της γιαγιάς Παρέσσας, μέχρι να φτάσουν το 1922 στο λιμάνι της Σμύρνης και από εκεί στην Ελλάδα, συμπυκνώνονται σε έναν ατέλειωτο δρόμο και σε ένα συνεχή κατατρεγμό.
Για εφτά ολόκληρα χρόνια οι οικογένειες από το Μετέμ δεν μπόρεσαν να στεριώσουν πουθενά στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, αφού πουθενά δεν αισθάνθηκαν ασφαλείς.
Στα παιδικά της μάτια οι μόνες εικόνες που καταγράφηκαν από εκείνα τα χρόνια και οι οποίες συνεχίζουν να τη στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα, είναι άνθρωποι να πεθαίνουν από την ταλαιπωρία και τις κακουχίες στο δρόμο, να τους θάβουν όπως–όπως και να συνεχίζουν το ταξίδι τους. Ο βαθύς και αμείωτος πόνος μέσα της δεν επέτρεψε ποτέ στην Παρέσσα Ορφανίδου να επισκεφθεί τον Πόντο και να αναζητήσει το χωριό που αντίκρισε για πρώτη φορά το φως του ήλιου. Δεν της επέτρεψε ούτε καν να διηγείται τις δραματικές ιστορίες που άκουσε από μεγαλύτερους σε ηλικία πρόσφυγες, τις οποίες έχει αποφασίσει να θάψει βαθιά μέσα της…
Η αφορμή που έφυγαν από το χωριό
Μία από τις ελάχιστες διηγήσεις των παλαιοτέρων της που θυμάται και θέλει να αναφερθεί η γιαγιά Παρέσσα, είναι η αφορμή που η οικογένειά της αλλά και άλλοι συγχωριανοί της, εξαιτίας του φόβου, πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν το Μετέμ.
«Ένας Τούρκος πλησίασε τα πεθερικά μου που μαγείρευαν και τους είπε ότι “απόψε θα κοιμηθείτε έξω από το σπίτι σας”. Έδωσε και μία κλωτσιά στο φαΐ και τους είπε “να πάτε πιο πέρα να μαγειρέψετε”. Τους ζήτησε και λεφτά και αναγκάστηκαν να του δώσουν τρεις λίρες. Όμως, τελικά δεν τους άφησε να μαγειρέψουν, αφού τους έλεγε συνέχεια, να πάνε πιο πέρα. Αναγκάστηκαν οι χωριανοί να φύγουν και τα άφησαν όλα εκεί. Μόνο τα ρούχα μας και τον εαυτό μας φέραμε στην Ελλάδα», λέει με πόνο στο pontosnews.gr η 106χρονη Παρέσσα Ορφανίδου.
Η ίδια θυμάται –πάντα από διηγήσεις– και την αιτία που έφυγε από τη ζωή ο πεθερός της εκείνα τα τραγικά χρόνια.
Πέθανε από πόνο και στενοχώρια, όταν είδε το γιο του και μετέπειτα σύζυγο της γιαγιάς Παρέσσας να τον δαγκώνει ένας σκύλος για ένα κομμάτι ψωμί.
Ήταν ευκατάστατος και από αξιοπρέπεια δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ότι οι περήφανοι και σκληροτράχηλοι Πόντιοι έφτασαν σε τέτοια τραγικά επίπεδα, ώστε να κινδυνεύσει να χάσει το παιδί του για λίγο ψωμί.
«Δε θυμάμαι το σπίτι μας, δε θυμάμαι την πατρίδα, δε θυμάμαι τον ξεριζωμό… Ο πατέρας μου, ο Αβραάμ, είχε πεθάνει και στο διωγμό μας είχε μόνη της η μητέρα μου, η Δέσποινα. Είμασταν τέσσερα αδέλφια, ένα αγόρι και τρία κορίτσια. Εφτά χρόνια είμασταν στο δρόμο. Πέθαιναν οι άνθρωποι, τους θάβαμε και συνεχίζαμε. Εφτά χρόνια πέρασαν, μέχρι να φτάσουμε στη Σμύρνη. Εκεί μπήκαμε στο καράβι και φτάσαμε στον Πειραιά», θυμάται η Παρέσσα Ορφανίδου.
Από το πρώτο λιμάνι της χώρας οι οικογένειες από το Μετέμ και μετά από μία… απαραίτητη στάση στην Καλαμαριά για απολύμανση, βρέθηκαν στο ορεινό χωριό Σκοπιά Σερρών, στα όρια με το νομό Δράμας, αλλά και εκεί τράβηξαν πολλά από τους Βούλγαρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο παπά-Γιώργης, αδελφός του πεθερού της γιαγιάς Παρέσσας, τον οποίο, όπως λέει, οι Βούλγαροι τον έζεψαν στο κάρο και τον τραβούσαν από τα γένια.
Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1950, περίπου σαράντα οικογένειες Ποντίων κατέβηκαν από τη Σκοπιά στο καμπίσιο Λιβαδοχώρι και έκαναν εκεί μία καινούργια αρχή.
Φτώχια, πόνος και σκληρή δουλειά στα καπνά
Γεμάτη φτώχεια, σκληρή δουλειά στα καπνά, αλλά και ασθένειες ήταν η ζωή της Παρέσσας Ορφανίδου. Μάλιστα, το 1962 λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή της εξαιτίας ενός γυναικολογικού προβλήματος. Σώθηκε την τελευταία στιγμή και αφού πρωτίστως ο σύζυγός της αναγκάστηκε να τη μεταφέρει με ταξί από το χωριό στην Αθήνα. Πλέον δυσκολεύεται ακόμα και να πάει στην εκκλησία, αφού δεν την κρατούν τα πόδια της.
«Η στενοχώρια την κάνει να μη θέλει να μιλάει για τον Πόντο. Για τον ίδιο λόγο δεν τον επισκέφθηκε ποτέ. Πλέον εκτονώνεται τραγουδώντας ποντιακά τραγούδια και μοιρολόγια», σημειώνει ο 80χρονος γιος της, Γιάννης, ο οποίος μένει μόνιμα στην Αθήνα, αλλά πολύ συχνά ανεβαίνει στο χωριό για να φροντίσει τη μητέρα του.
«Εύχομαι όλος ο κόσμος να εφτάει τα εμβόλια. Να ζουν, να βασιλεύουν και να μη γεράσουν ποτέ. Διότι τα γεράματα είναι βαριά», λέει με νόημα η γιαγιά.
Λάτρης της μαγειρικής
Λάτρης της μαγειρικής και άριστη γνώστρια πάρα πολλών ποντιακών συνταγών είναι η γιαγιά Παρέσσα, η οποία, παρά τα 106 της χρόνια, δε σταματάει να εξασκεί την τέχνη της και να ξετρελαίνει με το γευστικό αποτέλεσμα τους δικούς της ανθρώπους.
Όπως λέει ο γιος της, η γιαγιά παρασκευάζει, μεταξύ άλλων, εξαιρετικούς ποντιακούς κεφτέδες, τανωμένο σορβά, χαμνά λάχανα (σούπα), γεμιστό κοτόπουλο σούπα, τουρσιά, πισία, στριφτά και διάφορες ποντιακές πίτες με τυρί, σπανάκι και άγρια χόρτα.
«Πάντοτε στο σπίτι μας η ημέρα μνήμης των θυμάτων της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού αποτελούσε μία ιερή ημέρα. Επίσης, πάντοτε τηρούσαμε όλα τα ποντιακά ήθη, έθιμα, καθώς και τις παραδόσεις. Η μάνα μου έκανε τέσσερα παιδιά και σήμερα έχει οκτώ εγγόνια, 15 δισέγγονα και εφτά τρισέγγονα. Όλοι ζούμε στην Αθήνα. Πρώτος πήγα εγώ εκεί το 1959 και τους κατέβασα σιγά-σιγά όλους κάτω. Και η μάνα μου έμεινε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Κατέβηκε το 1965, γύρισε στο χωριό, όταν πέθανε ο πατέρας μου, το 1987 και στη συνέχεια κατέβηκε πάλι στην Αθήνα. Το 2014 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό και όπως λέει σε όλους μας, θα τη βγάλουν από το σπίτι αυτό ξανά μόνο πεθαμένη. Έχει τη βαφτιστήρα της εδώ αλλά και άλλους να την προσέχουν. Κι εγώ ανεβαίνω στο χωριό σχεδόν κάθε 15 μέρες», λέει ο Γιάννης Ορφανίδης.
Ο αγαπημένος Πόντιος συνδικαλιστής του Ανδρέα
Συνολικά 13 χρόνια πρόεδρος και άλλα δώδεκα έτη γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μεταφορέων ήταν ο Γιάννης Ορφανίδης, τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου συνήθιζε να αποκαλεί «Πόντιο». Με τον Ανδρέα συνδέθηκε φιλικά από μικρή ηλικία, όταν ο Γιάννης Ορφανίδης ήταν μέλος της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου και τον ακολούθησε πολιτικά στη συνέχεια, στο ΠΑΣΟΚ. «Το 1967, λίγο πριν γίνει η Δικτατορία και ενώ ετοιμαζόμασταν για εκλογές, βρισκόμουν μαζί του έξω από το σπίτι του, στο Καστρί. Τον έβγαλα μια φωτογραφία και του την έδειξα περίπου 25 χρόνια μετά. Συγκινήθηκε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Αμέσως ζήτησε από τον Τηλέμαχο Χυτήρη να τη βάλει στο προσωπικό του αρχείο. Είχαμε για χρόνια προσωπικές σχέσεις με τον Ανδρέα. Με αγαπούσε και με φώναζε ‘’Πόντιε’’ », λέει ο Γιάννης Ορφανίδης.
Ο ίδιος, με καμάρι, διηγείται και τη μεγάλη απεργία των μεταφορέων το 1992, όταν εκείνος ήταν γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας. «Η απεργία κράτησε 18 μήνες κι έγινε, όταν ο Μητσοτάκης ήθελε να ιδιωτικοποιήσει την αστική συγκοινωνία της Αθήνας. Δημιουργήθηκε μεγάλη ρήξη και βγήκαμε στα κεραμίδια συν γυναιξί και τέκνοις. Εμένα με συνέλαβαν πρώτο. Πήγα στην Εκάλη και συναντήθηκα με τον Ανδρέα, ο οποίος ήθελε να ενημερώνεται για τα τεκταινόμενα. Του είπα ότι θα προχωρήσουμε, αφού έχουμε νομική στήριξη. Μου είπε την εξής φράση. “Να προσέχετε τους επαναστάτες”. Εννοούσε το ΚΚΕ. Φοβόταν, μήπως μας “αδειάσουν” και δημιουργηθούν προβλήματα στην απεργία. Τον ακούσαμε», αναφέρει ο Γιάννης Ορφανίδης.
Ο ίδιος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στη συγκίνηση που αισθάνθηκε, όταν επισκέφθηκε ένα εκκλησάκι, στην κορυφή ενός λόφου, στο Αϊβαλί, στο οποίο προσκύνησε η γιαγιά του, μόλις έφτασαν εκεί από τον Πόντο.
«Πήγαμε με τη γυναίκα μου και βρήκαμε το εκκλησάκι. Ήταν παντού ερείπια, με κάγκελα σκουριασμένα και κατεστραμμένες αγιογραφίες. Με έπιασαν τα κλάματα, όταν σκέφθηκα ότι σε αυτό το εκκλησάκι προσκύνησε η γιαγιά μου, έχοντας μαζί της τα πέντε ορφανά παιδιά, από πατέρα και μητέρα, του κουνιάδου της και τα τέσσερα δικά της, επίσης ορφανά από πατέρα», λέει συγκινημένος ο Γιάννης Ορφανίδης.
- Κείμενο: Ρωμανός Κοντογιαννίδης
- Βίντεο, φωτογραφίες: Φίλιππος Φασούλας.
- pontosnews.gr