Πολλοί άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στο άγγιγμα κάτω από τη μασχάλη, πίσω από το γόνατο, στα πλευρά ή την πατούσα.
Εάν όμως έχετε προσπαθήσει ποτέ να γαργαλήσετε τον εαυτό σας, πιθανώς θα έχετε διαπιστώσει ότι είναι σχεδόν αδύνατο! Ο λόγος είναι ότι ο εγκέφαλός μας αναγνωρίζει αν το άγγιγμα προέρχεται από το δικό μας χέρι και ταυτοποιεί το άγγιγμα ως σκόπιμο, άρα δεν αντιδρά.
Ωστόσο, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Λιλ διαπίστωσαν ότι ορισμένοι άνθρωποι καταφέρνουν παραδόξως να γαργαλήσουν… αποτελεσματικά τον εαυτό τους!
Μάλιστα, η ικανότητά τους αυτή, σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Consciousness and Cognition, αποτελεί ένδειξη ότι το άτομο διατρέχει αυξημένο κίνδυνο σχιζοφρένειας ή ότι η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από γνωρίσματα σχιζοφρένειας. Αυτό συμβαίνει επειδή η σχιζοφρένεια διαστρεβλώνει τη συνήθη διαδικασία «πρόβλεψης» που ακολουθεί ο εγκέφαλος ώστε να αναγνωρίσει το ερέθισμα ως σκόπιμο ή ακούσιο (εξωτερικό).
«Η ικανότητα του ατόμου να γαργαλά αποτελεσματικά τον εαυτό του συσχετίζεται με την αυξημένη συχνότητα αυτο-αναφοράς ασυνήθιστων εμπειριών αντίληψης (όπως υπερφυσικά φαινόμενα) και ειδικότερα εμπειρίες παθητικότητας (όπως το αίσθημα ότι το άτομο βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο κάποιας εξωτερικής δύναμης)», αναφέρουν οι ερευνητές.
Έχει επιβεβαιωθεί στο πλαίσιο παλαιότερων μελετών ότι η προσπάθεια ενός ατόμου να γαργαλήσει τον εαυτό του έχει σημαντικά μικρότερη επίδραση από την προσπάθεια κάποιου άλλου να διεγείρει κατά τον ίδιο τρόπο ένα ευαίσθητο σημείο του σώματος. Για παράδειγμα, ένα εξωτερικό ερέθισμα όπως το άγγιγμα από πούπουλο γίνεται λιγότερο έντονα αισθητό όταν κρατά το πούπουλο το ίδιο το άτομο παρά όταν το κρατά κάποιος άλλος.
Όταν προχωρούμε σε μια εκούσια πράξη, ο εγκέφαλός μας δημιουργεί το λεγόμενο «αντίγραφο εξερχόμενης πληροφορίας» (efference copy) για μια κινητική εντολή. Τέτοιου είδους αντίγραφα μειώνουν το γνωστικό φορτίο του εγκεφάλου, καθώς μπλοκάρουν την επεξεργασία προβλέψιμων –άρα και ανούσιων– αισθητηριακών ερεθισμάτων. Όταν όμως αυτή η διαδικασία «πρόβλεψης» εξασθενεί, δεν αναγνωρίζονται εξίσου αποτελεσματικά οι εκούσιες πράξεις και επομένως το αυτοδημιούργητο ερέθισμα αποδίδεται σε εξωτερική αιτία.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε περιπτώσεις ατόμων με σχιζοφρένεια, αναφέρουν οι Γάλλοι ερευνητές.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, οι ερευνητές ζήτησαν από 397 άτομα να απαντήσουν σε επτά ερωτήσεις από το πρότυπο ερωτηματολόγιο Schizotypal Personality Questionnaire (SPQ). Οι 80 συμμετέχοντες που πέτυχαν τις πιο ακραίες βαθμολογίες –είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω– απάντησαν στη συνέχεια σε όλες τις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου.
Οι ερευνητές επέλεξαν εν τέλει τα 27 άτομα (17 γυναίκες και 10 άντρες με μέση ηλικία τα 23 έτη ) που συγκέντρωσαν τις μεγαλύτερες βαθμολογίες ώστε να συμμετάσχουν στο βασικό πείραμα της μελέτης. Τα άτομα αυτά θεωρήθηκε, βάσει της βαθμολογίας τους στο ερωτηματολόγιο, ότι διαθέτουν ορισμένα από τα τυπικά γνωρίσματα της σχιζοφρένειας, όπως ασυνήθιστες εμπειρίες αντίληψης, παράδοξες συμπεριφορές, ιδιόμορφες πεποιθήσεις και αδυναμία ικανοποίησης από κοινωνικές εμπειρίες. Για λόγους σύγκρισης, ως ομάδα ελέγχου οι ερευνητές επέλεξαν 27 άτομα (16 γυναίκες και 11 άντρες) που έλαβαν πολύ χαμηλές βαθμολογίες στην κλίμακα αξιολόγησης των ενδείξεων σχιζοφρένειας.
Καθένας από τους συμμετέχοντες φόρεσε μια μάσκα που κάλυπτε εντελώς τα μάτια και στη συνέχεια άπλωσε το χέρι του, ακουμπώντας το επάνω σε ένα τραπέζι. Επάνω από το χέρι των συμμετεχόντων τοποθετήθηκε μια ειδική «συσκευή γαργαλήματος» που είχε στο άκρο της ένα πινέλο.
Αρχικά ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να χρησιμοποιήσουν το πινέλο με το ελεύθερο χέρι τους ώστε να προσπαθήσουν να γαργαλήσουν το άλλο τους χέρι. Στη συνέχεια, ένας εκ των ερευνητών χρησιμοποίησε τη συσκευή ώστε να κινείται το πινέλο ακουμπώντας το δέρμα, παράλληλα όμως με ένα συγκεκριμένο ήχο, ώστε το ερέθισμα να είναι προβλέψιμο. Τέλος, στην τρίτη φάση του πειράματος χρησιμοποιήθηκε η συσκευή χωρίς τον ήχο, ώστε το ερέθισμα να είναι απρόβλεπτο.
Τα αποτελέσματα των τριών επιμέρους δοκιμών έδειξαν ότι τα άτομα με τις υψηλότερες βαθμολογίες στην κλίμακα σχιζοφρένειας αντέδρασαν το ίδιο και στις τρεις περιπτώσεις, χωρίς να διαφοροποιείται το επίπεδο ευαισθησίας ανάλογα με το αν το ερέθισμα είναι ακούσιο ή εκούσιο.
Πηγή: onmed.gr