Σπάνια στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, θρησκευτικά δόγματα με την οργανωμένη μορφή τους παρεμβαίνουν δημόσια στις αστικές εκλογές, αν και συχνά υπογείως πριμοδοτούν «δι’ ευχών» κόμματα ή υποψηφίους.
Το φαινόμενο της εξαγοράς ψήφων με λίγα ευρώ, ένα κιλό λάδι ή κάποια πακέτα μακαρόνια εξακολουθεί να ανθεί στην Αλβανία, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την πολιτική ζωή και τροφοδοτώντας κομματικά μίση που καταλήγουν ακόμη και σε αίμα, όπως συνέβη την Τετάρτη στο Ελμπασάν, όπου άτομο που φέρεται να εμπορευόταν ψήφους έπεσε νεκρό σε ανταλλαγή πυροβολισμών με πολιτικούς αντιπάλους του.
Με βάση τα όσα είδαν το φως, το θύμα περιφερόταν έχοντας στο αυτοκίνητό του μια βαλίτσα με χρήματα και, έναντι αμοιβής, έπαιρνε τις ταυτότητες πολιτών που θεωρούσε ότι ανήκαν στον αντίπαλο ώστε να μην προσέλθουν στην κάλπη!
Σε αυτό το πνεύμα, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος απευθυνόμενος μέσω κηρύγματος, στον καθεδρικό ναό των Τιράνων, στους χριστιανούς ορθόδοξους, αφού υπενθύμισε πως «η Εκκλησία μας δεν ασχολείται με τα πολιτικά κόμματα και ούτε αναμειγνύεται στις πολιτικές υποθέσεις που απασχολούν τη χώρα», έσπευσε να υπογραμμίσει την ανάγκη συμμετοχής των πιστών στη σημερινή ψηφοφορία, τονίζοντας με νόημα ότι το κριτήριο εκλογής θα πρέπει να είναι η «καθαρότητα των υποψηφίων».
Πιο ανοιχτά, το Επισκοπικό Συμβούλιο της Καθολικής Εκκλησίας της Αλβανίας βάλλει εναντίον της «μάστιγας που πλήττει τη χώρα». Οπως το έθεσε: «Το φαινόμενο της αγοράς και πώλησης ψήφων είναι μια μεγάλη πληγή που πρέπει να εξαφανιστεί, σε κάθε περίπτωση. Οποιος πουλάει την ψήφο για χρήματα έχει πουλήσει την αξιοπρέπειά του και της οικογένειάς τoυ. Επίσης, όποιος αγοράσει την ψήφο με χρήματα, εκμεταλλευόμενος τη φτώχεια των ψηφοφόρων, δεν αξίζει να καθίσει στη θέση για την οποία θέλει να ψηφιστεί».
Στη δημόσια σφαίρα, κατά την προεκλογική περίοδο περίσσεψαν οι κατηγορίες περί εξαγοράς, απ’ όλες τις πολιτικές πλευρές, ψήφων με χρήματα προερχόμενα ακόμη και από το εμπόριο ναρκωτικών, το οποίο ως γνωστόν ανθεί στην Αλβανία και εκλέγει δικούς του βουλευτές και υπουργούς, όπως και με άλλες ευτελείς μεθόδους (τρόφιμα κ.λπ.).
Η εισαγγελία των Τιράνων ακόμη ερευνά δύο καραμπινάτες υποθέσεις επιχείρησης εξαγοράς ψήφων με «ναρκο-ευρώ» στις προηγούμενες
βουλευτικές εκλογές (2017), όπου στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Δυρράχιο, Ντίμπρα) ακούγονται σε κασέτες να συνομιλούν με φυλακισμένους εμπόρους ναρκωτικών και να τους ζητούν να διαθέσουν χρήματα για να γείρουν προς όφελός τους το αποτέλεσμα στις συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες.
Σε μία μόνο περίπτωση, κατόπιν καταγγελίας του βουλευτή Βαγγέλη Τάβου, σε αποθήκες της Πυροσβεστικής στο Αργυρόκαστρο είχαν ανακαλυφθεί μεγάλες ποσότητες λαδιού, ζυμαρικών, αλλαντικών κ.ά. για να ανταλλαγούν με ψήφους, ενώ και στο Μπεράτι αποκαλύφθηκε σε μαζική κλίμακα η εξαγορά ψήφου έναντι τροφίμων.
Και αν όλα αυτά θεωρούνται για την πολιτική τάξη θεμιτά εργαλεία κατάληψης και άσκησης εξουσίας και η κοινωνία τα αντιμετωπίζει παθητικά, στην κυριαρχούσα θεωρία, σύμφωνα με την οποία όσοι μπαίνουν στην πολιτική το κάνουν για να κλέψουν, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη διεθνή κοινότητα, που πασχίζει να ξεριζώσει την ενδημική σε όλα τα επίπεδα διαφθορά και να προετοιμάσει τη φτωχή χώρα με τους αξιοπρεπείς και εργατικούς ανθρώπους για την ένταξή της στην Ε.Ε.
Η πρέσβειρα των ΗΠΑ
Η Αμερικανίδα πρέσβειρα στα Τίρανα, Γιούρι Κιμ, αντιδρώντας στο φαινόμενο της αγοροπωλησίας ψήφων, προειδοποίησε «όποιον προσπαθεί να αρνηθεί το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής στην κάλπη αγοράζοντας ή πουλώντας ψήφους», ενώ και ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ε.Ε. στα Τίρανα, Λουίτζι Σορέκα, εξέφρασε τη βούληση των Βρυξελλών «οι εκλογές να είναι ελεύθερες και δίκαιες, για να αποτελέσουν ένα βήμα προόδου για την Αλβανία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Η πρέσβειρα των ΗΠΑ αποδύθηκε σε αγώναμ ώστε να εκκαθαρίσει τα ψηφοδέλτια των κομμάτων από τους… εμπόρους ναρκωτικών και επέβαλε να απορριφθούν κάποιοι, ενώ σε ορισμένους εξ αυτών απαγορεύθηκε και η είσοδος στις ΗΠΑ.
Το σημερινό αποτέλεσμα της κάλπης θα είναι προϊόν μιας προεκλογικής διαδικασίας που χαρακτηρίστηκε από τη βίαιη ρητορική, το εμπόριο της ψήφου και την οξύτητα στην αντιπαράθεση των κομμάτων, που ουκ ολίγες φορές εκτροχιάστηκε, σε σημείο μάλιστα που πρωθυπουργός και πρόεδρος
της Δημοκρατίας να αλληλοκατηγορούνται δημόσια για τις σχέσεις τους με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Για τον Εντι Ράμα, εάν επικρατήσει θα είναι η τρίτη πρωθυπουργική θητεία, που θα τον καταστήσει τον μακροβιότερο ηγέτη της Αλβανίας μετά τον Ενβερ Χότζα. Θα το πετύχει; Οι δημοσκοπήσεις, όχι όλες, του δίνουν προβάδισμα, αλλά εάν δεν κατακτήσει «καθαρή νίκη», αυτοδυναμία δηλαδή, θεωρείται πολύ πιθανό να μην του αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο μισητός αντίπαλός του πρόεδρος Ιλιρ Μέτα και να μη γίνει πρωθυπουργός.
Είχε απέναντί του ο Ράμα μια αντιπολίτευση αποτελούμενη από το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ολοκλήρωσης, συνεπικουρούμενη από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Ιλιρ Μέτα, ο οποίος είχε αποδυθεί ανοιχτά (!) σε αγώνα αποκαθήλωσης του Ράμα, και παραπίσω βρέθηκε ο «βούδας» της αλβανικής πολιτικής Σαλί Μπερίσα, που αν και «απόστρατος» φέρεται να κινεί τα νήματα στο Δημοκρατικό Κόμμα.Η πανδημία του κορωνοϊού, που σαρώνει τη χώρα, απέτρεψε τις μαζικές συγκεντρώσεις πολιτών και, ως εκ τούτου, τις εντάσεις και πιθανές συγκρούσεις.
Ο Ράμα όμως κατάφερε «ψεκάζοντάς» τη με άρωμα Τουρκίας να την εργαλειοποιήσει πολιτικά, εξασφαλίζοντας από τον Ερντογάν σημαντικές δόσεις κινεζικού εμβολίου και ένα προεκλογικό νοσοκομείο στο Φιέρι, που φτιάχτηκε με τουρκικό χρήμα σε μερικούς μήνες.
Η ομογένεια
Η ελληνική ομογένεια κατέρχεται στις εκλογές με το Κίνημα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ) στον μετωπικό σχηματισμό του Δημοκρατικού Κόμματος της αντιπολίτευσης και κάποιοι μειονοτικοί συμμετέχουν σε ψηφοδέλτια των άλλων κομμάτων.
Εκτιμάται, πάντως, ότι μπορεί να εκλεγούν μέχρι τρεις ομογενείς βουλευτές, αν και η απόφαση της κυβέρνησης Ράμα, να τίθενται οι ψηφοφόροι που θα θελήσουν να μεταβούν από την Ελλάδα για να ψηφίσουν σε δεκατετραήμερη υποχρεωτική καραντίνα, αναμένεται ότι θα λειτουργήσει εις βάρος των μειονοτικών υποψηφίων. Κύκλοι της μειονότητας υποστήριζαν πως η απόφαση του Ράμα υπαγορεύθηκε από τιμωρητικά για την ομογένεια κίνητρα.
Σταύρος Τζίμας – kathimerini.gr