Γεννήθηκε και μεγάλωσε στους πρόποδες του Ολύμπου και πλέον εξοπλίζει με ηλεκτρικές κιθάρες -κατασκευασμένες από ξύλο ελιάς- πολλούς διάσημους κιθαρίστες ανά τον κόσμο
Ο Έλληνας Johnny Prapas (Γιάννης Γιάντσιος), ο οποίος ζει εδώ και περίπου 3 χρόνια στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, έχει καταφέρει να μεταφέρει τους ήχους του Ολύμπου στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές του κόσμου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στους πρόποδες του Ολύμπου και πλέον εξοπλίζει με ηλεκτρικές κιθάρες -κατασκευασμένες από ξύλο ελιάς- πολλούς διάσημους κιθαρίστες ανά τον κόσμο, όπως την Orianthi Panagaris, τον Paul Simon, το Richie Sambora, πρώην κιθαρίστα του Bon Jovi, τον Kevin Shirley, παραγωγό των Iron Maiden και Led Zeppelin, τoν Billy F Gibbons, τoν Victor Wooten, τον Arlen Roth και άλλους θρύλους της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Έχει ονομάσει τις χειροποίητες ηλεκτρικές κιθάρες του «Κιθάρες του Ολύμπου».
«Όλα ξεκίνησαν το 1992, όταν γνώρισα το δάσκαλό μου, John Harrison, από την Αγγλία, σ’ ένα καφενείο, το “Πανελλήνιον”, στην Λεπτοκαρυά Πιερίας, το χωριό μου. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή, έφτιαξε από την αρχή το εργαστήριό του κατασκευάζοντας ακουστικές κιθάρες. Μετά από λίγους μήνες τού έκανα πρόταση να με εκπαιδεύσει στην κατασκευή ακουστικών κιθαρών και κάπου εκεί ξεκίνησε το ταξίδι», εξηγεί στο ΑΠΕ/ΜΠΕ ο Johnny Prapas.
Κατά το ξεκίνημα του, αγόρασε μία ηλεκτρική κιθάρα και άρχισε να πειραματίζεται επάνω της. Έτσι, η φήμη του σταδιακά εξαπλώθηκε και οι κιθαρίστες τού εμπιστεύονταν τις κιθάρες τους για σέρβις και επιδιορθώσεις. «Έτσι ήταν μονόδρομος για μένα, αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με το να κατασκευάζω χειροποίητες ηλεκτρικές κιθάρες, τις Olympus custom Guitars», σημειώνει.
Το “εισιτήριο” του για το «Black Rock Studio» του Κώστα Καλημέρη στη Σαντορίνη,το οποίο είχε ψηφιστεί ως το καλύτερο μουσικό στούντιο στον κόσμο για το 2010 αποτέλεσε ένα βίντεο στο YouTube από έναν φίλο του ονόματι Παναγιώτη Μπαντικούδη. «Μού δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσω εκεί τις κιθάρες μου. Έτσι, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο καταξιωμένους μουσικούς παραγωγούς στον κόσμο, ο Kevin Shirley πιάνει πρώτη φορά κιθάρες μου στα χέρια του κι εγώ είμαι έτοιμος να λιποθυμήσω από το γεγονός», θυμάται ο Johnny Prapas.
«Στην πορεία, ένας κάλος διαδικτυακός μου φίλος, ο Darren Simonian με φέρνει σε επαφή με την Orianthi Panagaris, την καλύτερη γυναίκα κιθαρίστρια στο κόσμο, ελληνικής καταγωγής, και στη συνέχεια η Orianthi μού πρότεινε να κατασκευάσω μια κιθάρα για τον Richie Sambora. Φανταστείτε, ένα παιδί κάπου σ’ ένα χωριό της Ελλάδας να κατασκευάζει κιθάρες για όλα αυτά τα ιερά “τέρατα” της μουσικής. Αυτή τη στιγμή, στο εργαστήριό μας κατασκευάζουμε κιθάρες για: Alice Cooper “Flame” special edition, Alice Cooper Teen Center “Exotic” special edition, ZZ Top /Bill F Gibbons the “Twins” signature, Alabastard/Austin Hanks the “Twins” signature, Arlen Roth signature, Miguel Montalban the “Morpheus” signature, Eric Gales “Mountain Caster”», εξηγεί.
Παρά την προσπάθεια του να εξάγει τα χειροποίητα μουσικά του όργανα στο εξωτερικό, ενώ ακόμα ζούσε στην Ελλάδα, εξηγεί ότι δε δέχτηκε καμία στήριξη. Αυτός ήταν και ο λόγος, για τον οποίο αποφάσισε μαζί με την οικογένεια του να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. «Βρισκόμαστε σε ένα από τα πρώτα εργαστήρια κατασκευής ακουστικών οργάνων του μεγάλου κατασκευαστή Gerard Gilet, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τον Darrel Wealler Luthiery, που κατασκευάζει ακουστικά μουσικά όργανα και εγώ τις ηλεκτρικές κιθάρες. Είμαι εξαιρετικά ευχαριστημένος, διότι πλέον βιοπορίζομαι απ’ αυτό που αγαπώ πολύ. Τα μηνύματα είναι πολύ ενθαρρυντικά. Η εταιρεία μου έχει δύο εξαιρετικούς συνεργάτες στην Αμερική και την Ευρώπη, έχει ανοδική πορεία κι αυτή τη στιγμή είμαστε σε συζητήσεις με αμερικανικό επενδυτικό fund για την επέκτασή της», τονίζει ο Johnny Prapas.
Η αγάπη του για την Ελλάδα και την ξυλεία που συγκέντρωνε από τον Όλυμπο παραμένει ανεξάντλητη, γι’ αυτό και, όπως εξηγεί, «έφερα μαζί μου εδώ στην Αυστραλία, παλέτες με ξύλα από τον Όλυμπο. Φυσικά χρησιμοποιούμε και την αμερικανική ξυλεία, αλλά και πρώτη ύλη από την Αυστραλία και την Ευρώπη».
Όταν ρωτήθηκε αν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, απάντησε πως «στη ζωή αυτή, η ελπίδα …πεθαίνει τελευταία». Ωστόσο, αυτή την περίοδο έχει θέσει άλλες προτεραιότητες στη ζωή του και όπως αναφέρει “οι συνθήκες σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο στην πατρίδα δεν ευνοούν μια τέτοια προοπτική“. «Ζω σ’ ένα κράτος, όπου σε επτά λεπτά άνοιξα την εταιρεία μου, πέντε λεπτά μού πήρε να συμπληρώσω τη φόρμα στο ίντερνετ και άλλα δύο λεπτά, διήρκησε η τηλεφωνική επιβεβαίωση από τον υπάλληλο της υπηρεσίας του κράτους εδώ στην Αυστραλία», καταλήγει.
protothema.gr