Φαντάσου για λίγο πως ζεις σε ένα μικρό χωριό. Σπίτια με κεραμίδια, δέντρα, καθαρός αέρας. Και κάπου εκεί σε μια γωνιά του δρόμου η αυλή του Παντοπωλείου.
Μερκάδα Δυτικής Φθιώτιδας – Οινοπαντοπωλείον Το Βελούχι Ευτυχία Π. Αλεξίου
Η πόρτα του μαγαζιού ανοίγει και η πρώτη σκέψη που κάνεις είναι πως εδώ σταμάτησε ο χρόνος. Σαν να μεταφέρεσαι σε μια σκηνή ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας και δεν θα εκπλαγείς αν κάπου πίσω από τον πάγκο πεταχτεί ο Ζήκος με τα χωρατά του.
Κοιτάζεις γύρω σου και βλέπεις ράφια στη σειρά με όλα τα προϊόντα αραδιασμένα να περιμένουν όμορφα τακτοποιημένα, τις νοικοκυρές να τα διαλέξουν.
Αυγά χωριάτικα, τραχανάς και γλυκά του κουταλιού ανάμεσα σε μανταλάκια, χαρτικά και κονσέρβες.
Το Παντοπωλείο έχει από όλα…
Λίγα τραπεζάκια γύρω από την μαντεμένια ξυλόσομπα που απλόχερα χαρίζει θαλπωρή στους λιγοστούς θαμώνες και σε ένα μικρό γατί που γουργουρίζει ευχαριστημένο… Και εκεί που γαργαλάει τη μύτη σου ο φρεσκοψημένος ελληνικός καφές, κάνεις μια βουτιά στο παρελθόν που κρέμεται σε κορνίζες στους τοίχους.
Στιγμές ανθρώπων μιας άλλης εποχής. Ασπρόμαυρης. Νοσταλγικής. Οικογένειες γύρω από μεγάλα οικογενειακά τραπέζια. Αντροπαρέες, εκεί στο ίδιο μαγαζί που τσουγκρίζουν τα ποτήρια στην υγειά τους. Γλέντια και χαρές. Μια σχολική φωτογραφία γεμάτη παιδιά. Κομμάτια από χαρτί… Κομμάτια από ζωή…
Ένα μικρό φωτιστικό, ένα παλιό ραδιόφωνο, δεκάδες μικροαντικείμενα που στέκονται στη θέση τους από το 1957 σε ένα νοσταλγικό συνονθύλευμα που δεν αντιγράφεται. Γιατί όσο και να το προσπαθήσεις, η αντιγραφή δεν έχει ψυχή…
O Πάνος Αλεξίου –ναι, ο παλιός παίχτης της Λαμίας- μαζί με τη Σίσσυ και τον αδερφό και πρόεδρο της Τ.Κ Δημήτρη με τον γιο του, συνεχίζουν σήμερα την οικογενειακή παράδοση του Οινοπαντοπωλείου με σεβασμό στην κληρονομιά που παρέλαβαν. Οι καιροί άλλαξαν και το παλιό ραδιόφωνο –αντίκα δεν μεταδίδει πια τα ματς της ομάδας.
Οι μεγάλες οθόνες πήραν θέση στον τοίχο πίσω από τον πάγκο του μπακάλικου, αλλά δεν έκλεψαν τίποτα από την αίσθηση του χθες. «Συγκατοικούν» σε έναν χώρο που κουβαλάει τις εικόνες της γιαγιάς που έρχονταν για τα ψώνια της, των παλιών συγχωριανών που έπιναν το τσιπουράκι τους ακούγοντας τον Καζαντζίδη, των πιτσιρικάδων που έμπαιναν γυρεύοντας μια σοκολάτα και έτρεχαν τριγύρω κάνοντας ζαβολιές…
Το ζεστό χειροποίητο ρακόμελο καταφτάνει στο τραπέζι. Το απολαμβάνουμε ρουφώντας όχι μόνο από το ποτήρι αλλά και από την αύρα μιας εποχής αλλιώτικης. Δεν ξέρουμε τι από τα δύο μας ζεσταίνει πιο πολύ.
Φεύγοντας αναπνέουμε καλύτερα. Ίσως από τον καθαρό αέρα του ελατόδασους. Ίσως από την απλότητα του χωριού και των ανθρώπων του. Ίσως γιατί βλέπουμε τη ζωή με άλλα, πιο καθαρά μάτια…
Πολύ καλό το ρεπορταζ . Όλοι ξέρουμε ότι οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί. Τίποτε δεν ζωντανεύει το παρελθόν πιο αποτελεσματικά από μια μυρωδιά που έχει συσχετισθεί μ’ αυτό. Άλλωστε οδηγούμε προς το μέλλον κοιτάζοντας –από τον καθρέφτη– προς τα πίσω.