Μια ουρά. Που πάλλεται. Με τους σάρκινους πνεύμονές της να δίνουν μάχη με τον επίμονο (παρά το γεγονός πως έχουμε μπει πια στον Σεπτέμβρη) ήλιο και την αδημονία να τους ανατροφοδοτεί. Θα φτάσουμε. Διάολε, πρέπει να φτάσουμε.
Χριστέ μου, σκέφτεσαι, δεν έχω δει πιο μεγάλη ουρά στην ζωή μου.
Η ανθρώπινη, ασθμαίνουσα λαοθάλασσα που εκτείνεται από το ύψος της οδοντιατρικής σχολής του ΑΠΘ στην Αγίου Δημητρίου έως και τα εκδοτήρια του Καυτανζογλείου μοιάζει να επιβεβαιώνει σιωπηλά- βλέπετε, η εξάντληση δεν της αφήνει κι άλλον δρόμο- τον ισχυρισμό σου.
Στην Κατσιμίδη, δεξιά του σταδίου, τα ίδια: κόσμος παντού. Στην Στίλπωνος Κυριακίδη, από την πάνω πλευρά δηλαδή, ακόμη πιο «τα ίδια». Μπορεί να είναι εντελώς παράλογο, όμως φαίνεται πως αίφνης ολόκληρος ο πληθυσμός της Κίνας έχει μαζευτεί περιμετρικά του γηπέδου κι έχει μία και μόνο αποστολή- για την ακρίβεια, την ίδια με σένα: να βρει το Ιερό Δισκοπότηρο. Να βρει εισιτήριο, δηλαδή, για την μεθαυριανή συναυλία.
Τα λεπτά δίνουν τη θέση τους στην ώρα, αυτή αντικαθίσταται από μια αγέλη από ώρες, έπειτα ο Χρόνος, όπως και πολλοί από τους επίδοξους θεατές, μοιάζει να λιώνει, παραδομένος στις αρπάγες της ζέστης.
Η ουρά αρχίζει να «προχωράει» σιγά- σιγά. Κινείσαι και η ελπίδα ανθίζει σα λουλούδι από εκείνα που ανοίγουν τα φύλλα τους μονάχα μία φορά στην ζωή τους.
Κάποιος αποφασίζει πίσω σου να κάνει την ηλιθιωδέστερη ερώτηση στα μουσικά χρονικά: «Φίλε, κι εσύ για τον Βασίλη, ε;».
Δεν χρειάζεται καν ν’ απαντήσεις.
Για τον Βασίλη, φυσικά.
Για ποιον άλλον;
Έεεεελα-Έεελα-Εεεεέλα
Σεπτέμβριος του 1989, λοιπόν. Στο Καυτανζόγλειο, την έδρα του Ηρακλή, το μεγαλύτερο γήπεδο στην Θεσσαλονίκη, για την ακροτελεύτια παράσταση μιας περιοδείας από 50 ολόκληρες συναυλίες εκείνο το καλοκαίρι. Το μεγαλύτερο γήπεδο, ναι, μόνο που εκείνη την συγκεκριμένη ημέρα μοιάζει να έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα. Μα, συγγνώμη, πού στο καλό θα χωρέσουμε όλοι;
Έχουν τυπωθεί, σύμφωνα με τις «εξαγγελίες», 62.800 εισιτήρια, όμως είναι πασιφανές πως ο κόσμος είναι πολύ περισσότερος. 45 νταλίκες και 20 φορτηγά (αριθμός-ρεκόρ για την εποχή) κουβαλούν και ξεφορτώνουν τον εξοπλισμό, ενώ όλα τα μεγάλα γραφεία της συμπρωτεύουσας έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους προκειμένου να φέρουν εις πέρας ένα κοσμοϊστορικό, σε γαλανόλευκο πλαίσιο, γεγονός: τη μεγαλύτερη συναυλία στην καριέρα του σπουδαιότερου (ή, αν προτιμάτε, του πιο λαοφιλούς) ροκά της Ελλάδας.
Αν δεν σε απατά η μνήμη σου (όσο περνούν τα χρόνια φέρνει ολοένα και περισσότερο σε άπιστη Πηνελόπη) η συναυλία θα ξεκινούσε στις 21.30. Στις 19.30 γίνεται το αδιαχώρητο στο Καυτανζόγλειο, όμως εσύ, προνοητικός γαρ, έχεις πιάσει από νωρίς στασίδι «μπροστά», κάτω ακριβώς από την σκηνή.
Ο ήλιος αρχίζει να βυθίζεται επιτέλους στον ορίζοντα, το φεγγάρι κάνει διατάσεις κι ετοιμάζεται να περάσει ασημόχρωμη αλλαγή κι εγώ, εσύ, αυτός, αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί, άπαντες αρχίζουν να χειροκροτούν φανερώνοντας μια καινοφανή, «διάτρητη» προσμονή. Φυσικά, ακολουθεί το γνωστό σύνθημα: Έεεελα-Έεεελα-Έεεελα.
Ο Χριστόφορος Κροκίδης παίζει με την κιθάρα του την εισαγωγή, τα ντραμς αυταναφλέγονται, θαρρείς, τα φωνητικά επιτείνουν την αγωνία και, ξάφνου, να ’τος: φοράει ένα απλό λευκό μπλουζάκι, ένα μπλουτζίν και κρατάει την άσπρη του κιθάρα.
Ω να σου…
Ήρθε.
«Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία…»
Ο στίχος, γνωστός: «Εγώ δε θέλω στην ζωή να κυβερνήσω, θέλω να μείνω οπαδός φανατικός…». Η αντίδραση, πρωτοφανής: η γέννηση της κορυφαίας, ενδεχομένως, συναυλίας που έχει δώσει στην καριέρα του ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είχε για παρθενικό κλάμα τα «Χαιρετίσματα», όμως η ερμηνεία του κομματιού άφησε ενεούς τόσο τους χιλιάδες γιατρούς στις εξέδρες, όσο και τις μαίες, τους ευτυχείς γονείς, σύσσωμο το ιατρικό προσωπικό- όλοι τους ένα εκστασιασμένο πρόσωπο να τραγουδά μαζί με τον Μπίλυ τα λόγια.
Κάποιος ανάβει το πρώτο καπνογόνο, αυτό, σαν φωτογενής αμοιβάδα, πολλαπλασιάζεται μονογονικά με απλή διχοτόμηση και, μέχρι να πει κανείς ένα «Πω ρε…» συνοδευόμενο από την πιο γνωστή ελληνική λέξη, το Καυτανζόγλειο κυοφορεί χιλιάδες πυρσούς.
Η νύχτα γίνεται εκ νέου πύρινη μέρα κόκκινων αποχρώσεων κι αυτό σημαίνει ότι μπορείς να γυρίσεις το κεφάλι σου για να διαπιστώσεις και μόνος σου την κρυστάλλινη αλήθεια: ναι, γίνεται πράγματι ένα πολύ συγκεκριμένο κάγκελο στο γήπεδο. Όχι, όχι, δεν είναι 62800 άνθρωποι αυτοί που βλέπεις γύρω σου. Είναι πολύ περισσότεροι.
Η ψύχραιμη προσέγγιση κάνει λόγο για 75.000. Όμως, εκτός από ψύχραιμη, είναι και οικτρά λανθασμένη.
Βλέπετε, εκείνο το βράδυ του Σεπτέμβρη στην Θεσσαλονίκη μαζεύτηκαν 80.000 κόσμου.
Ναι, ογδόντα χιλιάδες.
«Του ’παν θα βάλεις το χακί, θα μπεις στην πρώτη την γραμμή…»
Κάποιος στην χώνει. Γελάς, είσαι συνηθισμένος σ’ αυτά. Ανταπαντάς, την χώνεις κι εσύ στον διπλανό σου, μετά κάποιος τρίτος σκάει ένα φιλικό αγκωνίδι στον σβέρκο του μπροστινού του. Εν ολίγοις, ροκ συναυλία των 80s, ρε φίλε.
Ο «Στρατιώτης» δίνει τη θέση του στον «Γουίλι τον μαύρο θερμαστή», έπειτα έρχεται το «Καταρρέω», το κοινό μπροστά συνεχίζει τα σπρωξίδια, η κατανάλωση της μπίρας είναι, σύμφωνα με κάτι πρόχειρες μετρήσεις, εξακοσαπλάσια εν συγκρίσει με οποιοδήποτε άλλο σημείο της γης εκείνη την ώρα, το «Για σένα τραγουδώ» μας λιώνει, το «Όχι σε όλα» ερεθίζει εκ νέου τα εύφλεκτα κύτταρά μας και, μόλις ο Παπακωνσταντίνου κάνει ένα υποτυπώδες διάλειμμα ολίγων δευτερολέπτων, μας δίνεται η ευκαιρία να πούμε- όλοι μαζί μ’ ένα προσυνεννοημένο στόμα- αυτό που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες αυτής της συναυλιακής ζωής.
Πάει, που λέτε, κάπως έτσι:
Τελεία και παύλα, Βασίλη είσαι…
Ω, μα ελάτε τώρα που δεν ξέρετε πώς τελειώνει.
«Ήταν ένας γάτος μαύρος, πονηρός…»
Προσεγγίζουμε το δίωρο, όμως είναι σα να βρισκόμαστε μόλις στο πρώτο δεκάλεπτο. Ό,τι προηγήθηκε είναι πρόλογος, που λέει και μια συγγραφική ψυχή, κι εδώ μπαίνουμε στο κυρίως θέμα: ο «Μαύρος γάτος» δίνει τη θέση του στο «Θα ’ρθω να σε βρω» κι από κει περνάμε στο «Άσε με να κάνω λάθος».
Από κάτω επικρατεί μια εικόνα που θα μπορούσε κάλλιστα να μπει ως φωτογραφία στο λεξικό δίπλα στο λήμμα «πανζουρλισμός». Αν αυτός ο πανζουρλισμός συνοδευόταν από το «ανεξέλεγκτος», τότε θα είχαμε γίνει λίγο πιο ακριβείς.
Οι επιτυχίες (μόνο τέτοιες υπήρχαν εκείνη την εποχή για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας) διαδέχονται η μία την άλλη, το δίωρο φλερτάρει απροκάλυπτα- θα φταίνε κι αυτές οι μελωδικές μπαλάντες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις ροκιές, δεν μπορεί…- με το τρίωρο, η Θεσσαλονίκη ξενυχτά, χοροπηδά, τραγουδάει, ουρλιάζει, εκστασιάζεται.
«Πολύ καλοί είστε!», απονέμει τα εύσημα από σκηνής ο Παπακωνσταντίνου εν είδει απάντησης στο «Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε» και η φλεγόμενη καρδιά μας αισθάνεται μιας διαφορετικής υφής ζεστασιά να την αγκαλιάζει.
Σκεφτόμαστε: «Εδώ είναι, φτάσαμε στο καλύτερο σημείο».
Φτάσαμε.
Έι, πολύ καλοί είμαστε.
Δεν βρίσκετε;
«Κι εγώ ξένος μετανάστης σου ΕΛΛΑΣ!»
2020. Έναν αιώνα αργότερα, μια πανδημία αργότερα, μια άλλη ζωή αργότερα. Πλέον όταν πηγαίνουμε σε συναυλίες δε χρειάζεται να στεκόμαστε με τις ώρες στην ουρά για ένα εισιτήριο, υπάρχει το web ticketing. Δεν χρειάζεται να πρωταγωνιστούμε αυτοβούλως στο βίντεο-κλιπ του «Καταρρέω», δεν υπάρχει λόγος να δοκιμαστούν οι αντοχές μας.
Για την ακρίβεια, πλέον είμαστε από αυτούς που κάθονται πάνω, όχι μπροστά στην σκηνή. Δεν σπρώχνουμε, δεν τρώμε αγκωνίδια, δεν ανάβουμε πυρσούς- ολ’ αυτά μοιάζουν ικανότητες χαμένες στο βάθος ενός πρότερου βίου που πήρε την ατραπό της λήθης και είναι αποφασισμένος να τη διαβεί μέχρι τέλους. Όμως…
Όμως, το μυαλό γυρίζει εκεί, πίσω: στο Καυτανζόγλειο, ένα βράδυ του Σεπτέμβρη του 1989, όταν και ο Παπακωνσταντίνου κατάφερε να μαζέψει 80.000 ανθρώπους για να ροκάρουν μαζί τους.
Και, ρωτήστε έναν-έναν όσους βρέθηκαν εκείνη τη μέρα εκεί, θα δείτε πως πράγματι ροκάραμε. Ειδικά όταν ήρθε η στιγμή για το «Ελλάς», το κομμάτι που κλείνει, διαχρονικά, τις συναυλίες του καλλιτέχνη.
Ο Παπακωνσταντίνου είπε «Το πρωτάθλημα αρχίζει, η εξέδρα πλημμυρίζει, γίνεται χαμός σε κάθε γκολ…», και ο κόσμος από κάτω εξερράγη σ’ ένα σύννεφο εκστατικής αδρεναλίνης.
ΕΛΛΑΣ.
ΕΛΛΑΣ.
ΕΛΛΑΣ!
Κι ύστερα, το πέσιμο της αυλαίας. Ησυχία, αναμεμειγμένη με μακρόσυρτες, μάλλον από το αλκοόλ, φωνές σε χαμηλό τόνο. Το διαλύσαμε, γυρίσαμε ο καθένας σπίτι του, ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας και έπειτα, 31 χρόνια μετά, το θυμόμαστε ακόμα σαν χθες.
31 χρόνια μετά. 2020. Πατάς το play στο κινητό σου. Τ’ ακουστικά σου γεμίζουν από την ήρεμη, αυτή τη φορά, φωνή του ανθρώπου που σε κάθε του συναυλία αφήνει στην άκρη την υπόστασή του και μετατρέπεται σ’ επίγειο θεό.
Παίζουν οι πρώτες νότες: «Όσα τραγούδια και να γράψω, πάλι τον ήχο σου θα ψάξω, κι όση αγάπη σου ’χω στείλει είν’ από μένα, τον…»
Βασίλη.
menshouse