Όσο ο Ντόναλντ Τραμπ επιμένει να ρίχνει βενζίνη στη φωτιά, μιλώντας για επανεκκίνηση της οικονομίας χωρίς οργανωμένο σχέδιο, αλλά μόνο με όσα δεδομένα υπάρχουν στο κεφάλι τους, άρθρα με την υπογραφή της Γκίλιαν Μπρουνέτ, επίκουρης καθηγήτριας Οικονομικών σε Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, θα καταρρίπτουν τη συλλογιστική του.
Η Αμερικανίδα καθηγήτρια και μελετητής των οικονομικών δεδομένων μέσα σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια έθεσε σε φόρμουλα σύγκρισης την τωρινή κατάσταση που βιώνει η αμερικανική (και μαζί η παγκόσμια) κοινωνία και οικονομία εξαιτίας του κορονοϊού σε σχέση με όσα ίσχυαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δη μετά τον βομβαρδισμό των αμερικανικών πλοίων στο λιμάνι του Περλ Χάρμπορ από τους Γιαπωνέζους καμικάζι. Ένα γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή εμπλοκής των ΗΠΑ στο μέτωπο.
Η Μπρουνέτ εξηγεί σε πέντε χωριστούς άξονες πως οι τότε ενέργειες της κεντρικής διοίκησης κρύβουν τις απαντήσεις που αναζητά η Κυβέρνηση Τραμπ προκειμένου να ξεπεράσει την υγειονομική κρίση και να βγει όσο το δυνατόν λιγότερο πληγωμένη από την ύφεση που αναπόφευκτα όλο αυτό έχει ήδη προκαλέσει από την παύση στην οικονομία.
Σύμφωνα με την έρευνα και την έκθεσή της, “κάθε ημέρα τότε είχε σημασία” και όλα έπρεπε να συμβούν σε σύντομο διάστημα για να μην χαθεί χρόνος.
Κατά την Μπρουνέτ οι απαντήσεις για τη διαχείριση της κατάστασης ενυπάρχουν:
1) Στον κεντρικό συντονισμό των αγορών του ιατρικού εξοπλισμού και ατομικών ειδών προστασίας
Η Καθηγήτρια επισημαίνει ότι αυτήν την περίοδο επικρατεί ένα χάος, διότι οι ελλείψεις στα νοσοκομεία είναι τεράστιες και η διαδικασία καθυστερεί την προμήθεια των αναγκαίων υλικών. Κόντρα στη λογική του Τραμπ που λέει ότι “το κράτος δεν είναι υπάλληλος διακίνησης” η ίδια ανθίσταται και εξηγεί πως το 1942 ο Φρανκλίνος Ρούσβελτ σύστησε το Συμβούλιο Παραγωγής Πολέμου προκειμένου να εποπτεύει και να συντονίζει όλη την παραγωγή του πολεμικού εξοπλισμού με γνώμονα τις ανάγκες του στρατεύματος. Η αποστολή του ήταν να φτάσει η παραγωγή σε επαρκείς ποσότητες και να οργανώσει νέες αλυσίδες εφοδιασμού για να εξασφαλίσει ότι τα υλικά θα καταλήξουν στα σωστά χέρια. “Χωρίς σαφή κεντρική εξουσιοδότηση για τη διανομή τελικών προϊόντων εκεί χρειάζονται περισσότερο, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν από καθυστέρηση, αναποτελεσματικότητα και άχρηστες αυξήσεις των τιμών, όπως αυτές που αντιμετώπιζαν στον Α’ Παγκόσμιο“, αναφέρει χαρακτηριστικά.
2) Στην επανεξέταση υφιστάμενων υπηρεσιών και αξιοποίησης των εμπειρογνωμόνων
Η Μπρουνέτ υπογραμμίζει ότι μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Β’ Παγκόσμιο ένα βασικό στοιχείο της μετάβασης σε μια πολεμική οικονομία ήταν η απόφαση των πολιτικών για τη μετατροπή των υπαρχόντων θεσμών αντί για τη δημιουργία εντελώς νέων. Φερ’ ειπείν το Συμβούλιο Παραγωγής είχε μεν την εποπτεία και τον πλήρη συντονισμό, αλλά οι αποφάσεις αγοράς και προμηθειών ανήκαν στην ηγεσία του στρατού. Ήταν μια απόφαση που γλίτωσε πολύτιμο χρόνο και επέτρεψε την αύξηση της παραγωγής με ταχύτητα, διότι μόνο εκπαιδευμένοι στρατιωτικοί είχαν την απαιτούμενη γνώση για να αξιολογήσουν τις ανάγκες και όχι ένας πολιτικός οργανισμός.
Επίσης ενεργοποιήθηκαν οι Οργανισμοί ανεργίας, με την Υπηρεσία Απασχόλησης των ΗΠΑ να βοηθά τους εργοδότες να βρουν αντικαταστάτες για τους εργαζόμενους που έπρεπε να στρατολογηθούν.
“Τα διδάγματα για σήμερα είναι ξεκάθαρα“, γράφει η Μπρουνέτ. “Ενώ οι ΗΠΑ χρειάζονται κεντρικό συντονισμό για την αγορά βασικού εξοπλισμού, πρέπει να παραμείνουν στα χέρια των επαγγελματιών του κλάδου των ιατρικών επαγγελμάτων συγκεκριμένες αποφάσεις, ενώ τα γραφεία ανεργίας μπορούν να συμβάλουν με πολλούς τρόπους, όπως η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης στους εργαζομένους των οποίων οι θέσεις εργασίας αναστέλλονται προσωρινά ή συμβάλλοντας στον συντονισμό της αύξησης του εργατικού δυναμικού“.
3) Στη διαθεσιμότητα προσωπικού και υλικών
Όπως το 1942 η οικονομία μετατράπηκε σε καθαρά στρατιωτική έτσι και τώρα οφείλει να έχει στο κέντρο της την υγεία. Εξηγεί η Αμερικανίδα καθηγήτρια ότι σήμερα οι ΗΠΑ χρειάζονται τεράστιες αυξήσεις στην παραγωγή ιατρικού εξοπλισμού, κυρίως αναπνευστήρων, υλικών ατομικής προστασίας και κιτ δοκιμών, αλλά ο συνολικός όγκος του απαραίτητου εξοπλισμού είναι σημαντικά μικρότερος από το ΑΕΠ του πλήρους έτους.Επίσης επισημαίνει ότι η αύξηση του αριθμού των διαθέσιμων εργαζομένων θα πρέπει να ξεπεράσει τον αριθμό των εργαζομένων που έχουν αρρωστήσει τις λοιμώξεις.
“Οι ΗΠΑ πρέπει να ανησυχούν πρώτα απ’ όλα για τη διαθεσιμότητα υλικών. Αν και η χώρα απέφυγε να εθνικοποιήσει τις περισσότερες βιομηχανίες κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε τον άμεσο έλεγχο της παραγωγής καουτσούκ και μετάλλων“, συμπληρώνει.
4) Στα κίνητρα που πρέπει να δοθούν στις επιχειρήσεις
Κατά την Μπρουνέτ “οι ΗΠΑ δεν εθνικοποίησαν τις μεγάλες βιομηχανίες για να επιτύχουν το θαύμα της παραγωγής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πολεμική παραγωγή των ΗΠΑ στηριζόταν κυρίως στην κατασκευή από ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς τα κίνητρα των κατασκευαστικών επιχειρήσεων ευθυγραμμίζονταν με τ’ εκείνα του έθνους“.
Αντίστοιχα αναλύει κατόπιν “η κρατική εγγύηση για την αγορά όλου του ιατρικού εξοπλισμού που πληροί τις αναφερόμενες προδιαγραφές και παράγεται σε συγκεκριμένες ημερομηνίες σε καθορισμένη τιμή, σε συνδυασμό με τα κίνητρα που παρέχει η ίδια η κρίση, θα παρείχε αρκετά κίνητρα στις περισσότερες επιχειρήσεις. Οι εθελοντικές συμφωνίες που εγκρίθηκαν βάσει του ΑΕΠ θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να συνεργάζονται αποτελεσματικά και να κλιμακώνουν την παραγωγή ταχύτερα, μιμούμενοι τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων που καθόρισε το μέτωπο της χώρας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες αμερικανικές επιχειρήσεις έπρεπε να διαλέξουν αν θα μείνουν ενεργές συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στη νίκη ή θα είναι αδρανείς, καθώς δεν είχαν πρώτες ύλες να επεξεργαστούν. “Ο έλεγχος των πρώτων υλών από την κυβέρνηση δημιούργησε τα κίνητρα των επιχειρήσεων να μετατρέψουν οικειοθελώς: Οι επιχειρήσεις που προσφέρθηκαν εθελοντικά για πολεμική παραγωγή ήταν σε θέση να αποκτήσουν εισροές, ενώ άλλες επιχειρήσεις δεν ήταν. Υπήρχε επίσης ένα γενικό κίνητρο για την πολεμική παραγωγή: όσο πιο γρήγορα οι επιχειρήσεις παρήγαγαν τα απαραίτητα υλικά, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούσε να κερδηθεί ο πόλεμος και όσο πιο γρήγορα θα επέστρεφε ο καθένας στην πραγματική ζωή. Το ίδιο γενικό κίνητρο υπάρχει σήμερα και είναι ισχυρό“, προσθέτει η Μπρουνέτ.
5) Στην ανακούφιση που προηγείται της ανάκαμψης
Με βάση ένα μικροοικονομικό μοντέλο, η καθηγήτρια καθιστά σαφές πως ότι “όταν οι επιλογές κατανάλωσης είναι σημαντικά περιορισμένες, οι άνθρωποι δαπανούν ένα μικρότερο μερίδιο εισοδήματος απ’ όσο σε άλλες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, η πλησιέστερη επιλογή για την αγορά ενός συγκεκριμένου αγαθού από το ν’ αγοραστεί τώρα είναι ν’ αγοραστεί στο μέλλον, όταν είναι και πάλι διαθέσιμο, αντί να αγοραστεί ένα άλλο αγαθό“.
Τούτο συνεπάγεται μια αναγκαία ρευστότητα για να κινηθεί εκ νέου την οικονομία όταν επανέλθει η κανονικότητα. “Οι άνθρωποι που χάνουν το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε αυτή την πανδημική ύφεση θα είναι πιο πιθανό να δαπανήσουν για αναγκαιότητες παρά για αποταμίευση, γεγονός που θα αυξήσει τον φορολογικό πολλαπλασιαστή. Ωστόσο, η τέλεια στόχευση μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί γρήγορα. Περαιτέρω στοιχεία από τα τέλη της Μεγάλης Ύφεσης υποδηλώνουν ότι τα δημοσιονομικά κίνητρα μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης, καθώς μπορεί να υποστηριχθεί η ανερχόμενη ζήτηση. Αυτό υποδηλώνει ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στην ανακούφιση“.
news247