Το «Φωτεινό κέντρο» του Θανάση Λάμπρου είναι ένα βιβλίο που μας ωθεί να στοχαστούμε. Μας δίνει έναν καθρέφτη να κοιταχτούμε ως άτομα, αλλά και ως μέλη της ελληνικής κοινωνίας που δοκιμάζεται την τελευταία δεκαετία από μια κρίση σε πολλά επίπεδα.
Στη βάση του «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», ο συγγραφέας επανεξετάζει και διερευνά σε βάθος το εννοιολογικό περιεχόμενο που αποδίδεται σε σημαντικές Λέξεις και Ιδέες, όπως Δημοκρατία, Πολιτική, Γνώση, Αλήθεια , Τέχνη, Πνευματικότητα, δείχνοντας τις διαθλάσεις και παραμορφώσεις που έχουμε ως προς την ουσία των πραγμάτων.
Στο βιβλίο υπάρχουν κάποιες βασικές ιδέες, οι οποίες επανέρχονται μέσα στο κείμενο ξανά και ξανά.
Της Έφης Παπαευθυμίου
Επιλέγουμε τρεις από αυτές και για καθεμία θα επικαλεστούμε τη μαρτυρία των μεγάλων ποιητών και φιλοσόφων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Η πρώτη βασική ιδέα είναι η τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Αιτία αυτής της τραγικότητας, η αντίφαση ανάμεσα στην επιστημονική εξέλιξη του ανθρώπου από τη μια και την πνευματική του ανωριμότητα από την άλλη. Με άπειρα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα , ο άνθρωπος παραμένει τραγικός, καθώς δεν καταφέρνει να περιορίσει τον παραλογισμό και την οδύνη, τον πόλεμο, την οικολογική καταστροφή, τον πόνο των ανθρώπων. Ανίκανος να καλλιεργηθεί εσωτερικά ,ώστε να ξεπεράσει τα πάθη που τον καθηλώνουν ..
Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι μόνο ένα σύγχρονο φαινόμενο;
Θα μας απαντήσει ο Σοφοκλής που «ζωγράφισε» την ανθρώπινη τραγικότητα στον Οιδίποδα Τύραννο, με άφθαστο ποιητικό μεγαλείο.
«Τυφλός τα τ΄ώτα τον τε νουν τα τ΄όμματ΄ ει» απάντησε ο τυφλός Τειρεσίας στον «έχοντα οφθαλμούς» Οιδίποδα, όταν αυτός ο τελευταίος πήγε στον σοφό μάντη για να ζητήσει εξήγηση για το λοιμικό που αφάνιζε τη Θήβα και πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, καθώς η γη έμενε άγονη και τα ζώα δεν γεννούσαν. Τότε, γύρισε ο Τειρεσίας και του είπε: «Εσύ είσαι η αιτία του κακού, που ζητάς» και ο Οιδίποδας εξοργίστηκε και κατηγόρησε τον Τειρεσία ότι ζήλεψε το αξίωμα που η πόλη τιμητικά του έδωσε, επειδή έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας και απάλλαξε τους Θηβαίους από τον βαρύ φόρο αίματος.
Ένας ήρωας ήταν ο Οιδίποδας, αλλά ένας τραγικός ήρωας…
Τυφλός, αν και ορών, απέναντι σε έναν μάντη «ορώντα», αν και τυφλό, πνιγμένος σε ανόσιες πράξεις των οποίων δεν είχε συνείδηση, στέκεται στο προσκήνιο του Θεάτρου μπροστά στα μάτια των Αθηναίων του 5ου αιώνα και για πρώτη φορά γεννιέται η έννοια της τραγικότητας όλων των ανθρώπινων πραγμάτων και της ανθρώπινης ύπαρξης.
26 αιώνες μετά…. εξίσου τραγικός ο άνθρωπος, στέκεται στο προσκήνιο της Ιστορίας.
Η ίδια αντίφαση, το ίδιο ανεξήγητο δράμα… Η ίδια τραγικότητα..
Αναρρωτιέται ο συγγραφέας, Θανάσης Λάμπρου:
«τι είναι εντέλει το ανθρώπινο είδος; Τι είδους είδος είναι εντέλει το ανθρώπινο είδος; Από πού έλκει την καταγωγή της αυτή η αυτοκαταστροφική αυτοκτονική διάθεση που το διακατέχει; Γιατί αδυνατεί χιλιάδες χρόνια τώρα να ωριμάσει πνευματικά και να αναπτυχθεί εσωτερικά, ώστε να μπορέσει να βρεί τον κρυφό πυρήνα του εαυτού του που δεκάδες χιλιάδες χρόνια τώρα είναι ανενεργός;» (σ. 79)
Και με το ερώτημα αυτό του συγγραφέα περνάμε στη δεύτερη βασική ιδέα του βιβλίου, την κατακερματισμένη συνείδηση που αδυνατεί να βρει το κέντρο και την ουσία της. Το νευρικό σύστημα του ανθρώπου βομβαρδίζεται καθημερινά από ερεθίσματα, πληροφορίες, εντυπώσεις, επιθυμίες, υποφέρει χωρίς ένα εσωτερικό, σταθερό σημείο ησυχίας και επίγνωσης.
Μια συνείδηση Πρωτεϊκή, ασταθής, χωρίς επίγνωση κέντρου.
Θα ζητήσουμε τη μαρτυρία του Ομήρου, από το δ΄ της Οδύσσειας.
Ο Τηλέμαχος συναντά τον Μενέλαο στη Σπάρτη, όταν πηγαίνει εκεί να ρωτήσει για την τύχη του πατέρα του. Του λέει τότε ο Μενέλαος πως μόνον ο Πρωτέας γνωρίζει όλες τις αλήθειες, γιατί αυτός είναι η πρώτη, γενεσιουργός αρχή των πάντων και από αυτόν δημιουργήθηκε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Κατοικεί στα βάθη της θάλασσας και όταν έρχεται στην επιφάνεια, αλλάζει διαρκώς μορφές και είναι δύσκολο να τον ακινητοποιήσεις, για να τον ρωτήσεις αυτό που θέλεις. Πρέπει να επιμείνεις, όπως έκανε ο Μενέλαος, να τον κρατήσεις σθεναρά, να δεις να περνούν μπροστά από τα μάτια σου όλες οι μεταβολές και οι μεταμορφώσεις, μέχρι να ακούσεις την αλήθεια.
Πρωτεϊκή είναι και η συνείδησή μας, καθώς κατατρύχεται από τον κόσμο των εντυπώσεων και των αισθητηριακών ερεθισμάτων και αδυνατούμε να αναζητήσουμε εσωτερικές ποιότητες και διαστάσεις και να τις βιώσουμε.
Όταν η συνείδηση δεν έχει επίγνωση της ουσίας της, ταυτίζεται με προβολές της. Ζούμε, με όρους ψυχανάλυσης, εγκλωβισμένοι σε «προβολές» και «προβολικές ταυτίσεις» … Λέμε «πνευματικό κέντρο» και εννοούμε ένα κτήριο εκεί έξω. Προβάλλουμε κομμάτια του εαυτού μας σε κάτι έξω από εμάς, σε ένα αντικείμενο, σε κάποιον άλλον που γνωρίζει καλύτερα από εμάς και αυτός «ο εξιδανικευμένος» άλλος αρχίζει να φέρεται σαν να ήταν πραγματικά αυτό που πιστεύουμε πως είναι. Υπάρχει μια διαρκής προβολή «εκεί έξω», αντί της αναζήτησης και καλλιέργειας του έσω ανθρώπου. Ζούμε σε έναν πολιτισμό συσσώρευσης, εξωτερικής δράσης, διάχυσης , μη επαφής με το Κέντρο μας.
Πρωτεϊκή παραμένει η συνείδηση του ανθρώπου, μέχρι να κατακτήσει την επίγνωση του κέντρου της, τον Ήλιο που δεν δύει ποτέ, κατά Ηράκλειτο, το «δος μοι πα στω και τα γαν κινάσω» του Αρχιμήδη, τον νοητό Ήλιο του Πλατωνικού Σπηλαίου.
Η τρίτη και τελευταία βασική ιδέα είναι η Παιδεία. Η αλήθεια που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είναι ότι δεν «μετέχομεν της ελληνικής παιδείας μας», όπως θα έλεγε ο Ισοκράτης. Να μετέχομεν της παιδείας μας όχι ως εξωτερική λατρεία τύπων, αλλά ως μετάληψη, να της επιτρέψουμε να μας μορφώσει, να μας δώσει μορφή, σχήμα. Δεν «ξεδιψάμε» με την παιδεία μας και επειδή δεν «ξεδιψάμε» οι ίδιοι, δεν μπορούμε να πείσουμε και κανέναν, ούτε τους μαθητές μας, ούτε τα παιδιά μας, ούτε τους φίλους μας, ούτε τον εαυτό μας.
Επικαλούμενοι τη μαρτυρία του Πλάτωνα και την τετμημένη ευθεία της Παιδείας εκκινούμε από την Εικασία για να φτάσουμε στη Νόηση. Βγαίνουμε από το Σπήλαιο των σκιών του αισθητηριακού κόσμου, για να ατενίσουμε τον ήλιο της Νόησης.
Στερημένοι από την παιδεία μας είμαστε αθύρματα και καθυστερούμε να διαμορφώσουμε αυτό το σταθερό Φωτεινό Κέντρο εντός, που μόνο δύναται να διαγράψει στα χείλη μας το αρχαϊκό μειδίαμα της πνευματικής κατάκτησης ότι επιτέλους «είμαστε γνώστες».
Το κέντρο εντός μας έχει μεγάλη σχέση με το κέντρο του πολιτισμού μας, ο οποίος διά του Λόγου, μάς οργανώνει εσωτερικά συνεχώς και αδιαλείπτως αιώνες τώρα, «γεννώντας» μας στην πνευματική σφαίρα, στον έλλογο βίο. Έχει διαρραγεί η συνέχεια, έχουμε χάσει το νήμα και είναι αναγκαίο όσο ποτέ να το ξαναβρούμε…
Η ανάγνωση βιβλίων, όπως το «Φωτεινό Κέντρο», θα ήταν μια καλή αρχή.
πολύ όμορφο άρθρο ευχαριστώ