26 Σεπτεμβρίου 1989. Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, ο Παύλος Μπακογιάννης δολοφονείται από τρία μέλη της «17 Νοέμβρη», υπό την καθοδήγηση του Κουφοντίνα, στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Ομήρου στην Αθήνα, όπου στεγαζόταν το γραφείο του.
Το προηγούμενο βράδυ ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας είχε ξενυχτήσει σε συζητήσεις με τον Συνασπισμό και επέμενε ο άνδρας της συνοδείας του να ξεκουραστεί, καθώς είχε ταλαιπωρηθεί δίπλα του. Φτάνοντας στο γραφείο του, στα σκαλιά της εισόδου, τρεις άνδρες με δύο 45άρια πιστόλια τού έριξαν τέσσερις σφαίρες.
Ο Παύλος Μπακογιάννης άφησε την τελευταία του πνοή στον «Ευαγγελισμό», με την άνανδρη δολοφονία του από την 17Ν να συγκλονίζει.
Ο Μπακογιάννης ήταν ένας άνθρωπους που είχε ενεργό δράση στον αντι-δικτατορικό αγώνα και αν και συντηρητικός, είχε προσπαθήσει για την Εθνική Συμφιλίωση και την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού. Η δολοφονία του, λοιπόν, προκάλεσε σόκ, ακόμη και σε αυτούς που έδειχναν ανοχή για την δράση της 17 Νοέμβρη, καθώς εθεωρείτο ένας άνθρωπος με σύνεση, δημοκράτης και ενωτικός.
«Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης», σημειώνει απόσπασμα από τη 12σέλιδη προκήρυξη με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1989 που εστάλη στην «Ελευθεροτυπία» στις 9 Οκτωβρίου 1989.
Την ημέρα της δολοφονίας του εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση η χρηματοδότηση του προγράμματος για την Ευρυτανία, που ο ίδιος είχε καταρτίσει.
Ο Μπακογιάννης κηδεύτηκε στο Καρπενήσι στις 29 Σεπτεμβρίου 1989, παρουσία πλήθους κόσμου, που φώναζε συνθήματα κατά της τρομοκρατίας.
Η ζωή του Παύλου Μπακογιάννη
Ο Παύλος Μπακογιάννης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του παπα – Κώστα και της Ειρήνης Μπακογιάννη. Γυμνάσιο πήγε στο Θέρμο Τριχωνίδας, για ένα χρόνο στο Καρπενήσι (1950) και το τελείωσε στην Πάτρα στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών. Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωνσταντίας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας.
Ηταν διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Από τη θέση αυτή αντιτάχθηκε στο δικτατορικό καθεστώς και έκανε εκπομπές με σχόλια και ειδήσεις που αναμεταδίδονταν και από την Deutsche Welle και πολύ γρήγορα έγιναν σημείο αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα.
Στο Μόναχο γνώρισε τη Ντόρα Μητσοτάκη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης και την οποία και παντρεύτηκε το 1974. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα.
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εργάσθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» ως το Φεβρουάριο του 1985. Από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχθηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ακολούθησε η Κυβέρνηση Τζαννετάκη, στο σχηματισμό της οποίας έλαβε ενεργό ρόλο, ως διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ευρυτανίας. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο είχε τίτλο: «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» (Αθήνα, 1960). Κατήρτησε ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της περιοχής, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως πολιτικός θεωρούνταν ήπιος και συναινετικός. Θεωρούσε επιβεβλημένη την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών, την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου και του Διχασμού και την Εθνική Συμφιλίωση. Στα πλαίσια αυτής του της πεποίθησης εργάστηκε για την επιτυχία του πρωτοποριακού, για την εποχή, εγχειρήματος συγκυβέρνησης Αριστεράς και Δεξιάς. Για τους ίδιους λόγους ήταν εισηγητής, εκ μέρους της Ν.Δ., του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου που υπερψηφίστηκε και έγινε Νόμος το καλοκαίρι του 1989.