Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1955 και πέθανε στις 15 Μαρτίου 2005. Ποιήτρια, ασυμβίβαστη ψυχή, έδινε μόνιμα μια μάχη με τον αυτοκαταστροφικό της εαυτό. Κατάγονταν από τον Πύργο Υπάτης. Το Πάσχα του 1978, ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεμίζει ένα βανάκι πασχαλιές και ανηφορίζει στο ορεινό χωριό της για να τη συναντήσει…
Καταραμένος ποιητής ο ίδιος, βρήκε τη μούσα του στο πρόσωπο μιας ποιήτριας. Μαζί της βυθίστηκε στο σκοτεινό κόσμο των ναρκωτικών. Και όταν εκείνη έκανε την προσπάθειά της για να βγει και πάλι στο φως εκείνος έκανε ακόμα μεγαλύτερη βουτιά. Η γυναίκα που αγάπησε περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη του σημάδεψε την ψυχή και το σώμα.
Ο πρίγκηπας του ελληνικού ροκ
Γεννημένος στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 1948 ο πρίγκηπας ήταν δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, πρώτη γυναίκας του σπουδαίου Νίκου Καζαντζάκη. Καλλιτεχνική φύση από την κούνια του. Πνεύμα ελεύθερο και άναρχο, σχεδόν παράτησε μια ζωή με ανέσεις και προνόμια για να υπηρετήσει τη μουσική. Να ζήσει τη ζωή του, όπως αυτός ήθελε.
Από νεαρή ηλικία -κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960- κάνει τις πρώτες του επαφές με διάφορα ροκ συγκροτήματα. Η καθοριστική στιγμή, ωστόσο, έρχεται το 1969 όταν γνωρίζει σε μια συναυλία τον Παντελή Δεληγιαννίδη, κιθαρίστα των Olympians, με τον οποίο αποφασίζουν να φτιάξουν το συγκρότημα Δάμων και Φιντίας.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα μπαίνουν, σαν από μόνα τους, σε μια φυσική ροή. Παίζει πολλά live στο Κύτταρο όπου γνωρίζει τον Πουλικάκο, τον Θανάση Γκαϊφύλλια ενώ αργότερα -μετά την πτώση της χούντας- γνωρίζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Συμμετείχε σε τρεις δίσκους του μεγάλου συνθέτη αλλά πολλές περισσότερες ήταν οι εμφανίσεις που έκαναν μαζί σε συναυλίες ανά την Ελλάδα.
Μια καταστροφική σχέση με άρωμα θανάτου
Οι απόψεις για το πότε έγινε η γνωριμία του Παύλου και της Γιόλας διίστανται. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Νταλούκας που έχει κάνει σχετική έρευνα την οποία και δημοσιεύει στο βιβλίο του «Το βιβλίο των ηρώων του τρόμου» από τις εκδόσεις ΟΞΥ, τοποθετεί τη γνωριμία τους τα Χριστούγεννα του 1977. Η ίδια η Γιόλα, σε συνέντευξη που είχε δώσει στον Μ. Νταλούκα, λέει πως αυτό έγινε το Πάσχα του 1978. Εκείνη την εποχή η Γιόλα ζούσε στο Παρίσι όπου σπούδαζε και είχε έρθει στην Ελλάδα για τις γιορτές. Το πρώτο βράδυ που βρίσκεται στην Ελλάδα, πηγαίνει σε ένα φιλικό σπίτι, παίρνει μια φίλη της, την Αλκμήνη, και πηγαίνουν σε ένα μπαρ. Στη «Σφίγγα», στη Διδότου. Μπαίνουν μέσα και εκεί συναντά τον Παύλο ο οποίος μόλις την είδε της… έκλεισε το δρόμο, απλώνοντας το πόδι του. Εκείνη του λέει «συγγνώμη, θέλω να πιω ένα ποτό» και το παραμερίζει! Αυτή ήταν η αρχή…
Όποια από τις δυο εκδοχές και να ισχύει, αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι, πως εκείνη η συνάντηση, ήταν η αρχή μιας σχέσης δίχως φρένα. Ο ένας βυθίζεται στον κόσμο του άλλου. Λέγεται πως ο Παύλος παραδόθηκε. Η Γιόλα προσπαθούσε να κρατήσει αντιστάσεις και στη ουσία ποτέ δεν παραδόθηκε. Εκείνη η περίοδος είναι για τον Σιδηρόπουλο, ίσως, η πιο δημιουργική του. Γράφει τον «Φλου» και το «Εν Λευκώ», τους κατά γενική ομολογία καλύτερους δίσκους του.
Από την άλλη η Γιόλα γράφει ποιήματα και ζωγραφίζει. Λίγο μετά τη γνωριμία τους εκείνη εθίζεται στην ηρωίνη. Η ίδια, στη συνέντευξή της στον Μ. Νταλούκα, είπε: «Εμένα δεν με έβαλε κανείς στην ηρωίνη. Ούτε φίλος, ούτε γκόμενος. Το έκανα συνειδητά μόνη μου. Το πρώτο φιξάκι που έκανα ήταν μόνη μου, μέσα σε ένα δωμάτιο. Ήθελα πάθη. Γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Δεν είχα πιει ούτε αλκοόλ, ούτε χάπια, ούτε ινδική κάνναβη» και πρόσθεσε: «Στην ηρωίνη δεν μπήκα στην Ελλάδα. Μπήκα όταν ήμουν στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 1978 ξεκίνησα. Ο Παύλος το έμαθε στις ηχογραφήσεις του «Φλου». Μου ζητούσε να έρχομαι στην Αθήνα τα σαββατοκύριακα γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να μπει μέσα στο στούντιο να ηχογραφήσει».
Γρήγορα μπαίνει και αυτός στον σκοτεινό κόσμο της ηρωίνης. Βυθίζεται ολοένα και περισσότερο. Η σχέση τους μπλέκεται κάπου ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και το πάθος για την πρέζα. Μέχρι που κάποια στιγμή, το 1980, η Γιόλα αποφασίζει να εγκαταλείψει και την ηρωίνη και τον Παύλο.
«Του έλεγα, Παύλο θα σε αφήσω. Εγώ δεν ήθελα άλλο. Είχαμε φτάσει στο σημείο να του κάνω εγώ τα φιξάκια του γιατί εκείνος δεν έβρισκε φλέβα και καταματωνόταν ενώ για μένα ήταν πολύ πιο εύκολο. Κάναμε μια κοινή προσπάθεια να κόψουμε την πρέζα μαζί, στο εξοχικό μου στον Άγιο Κωνσταντίνο με τη συμφωνία πως δεν θα πάρει τίποτα μαζί του. Τελικά τον βρήκα κάποια στιγμή στο μπαλκόνι να κάνει χρήση. Τσακωθήκαμε άγρια, γυρίσαμε στην Αθήνα. Εγώ συνέχιζα να είμαι καθαρή κι εκείνος να κάνει χρήση. Εκεί τελείωσαν όλα» είχε πει στη συνέντευξή της στον Μ. Νταλούκα.
Το τέλος του Παύλου και ο θάνατος της Γιόλας
Άνθρωποι που έζησαν κοντά στον Παύλο, λένε πως ουδέποτε ξεπέρασε τον χωρισμό του από την Γιόλα. Βέβαια, ούτε και εκείνη κατάφερε να ξεφύγει από την ηρωίνη. Ίσως ούτε εκείνη κατάφερε να ξεπεράσει τον Παύλο.
Μετά την Γιόλα ο Παύλος γνωρίζει την τραγουδίστρια Ηδύλη Τσαλίκη η οποία κάνει πραγματικό αγώνα προκειμένου να τον βγάλει από τα ναρκωτικά. Ο ίδιος ο Παύλος, έδειχνε για πρώτη φορά μετά από καιρό ευτυχισμένος. Οι δυο τους, ωστόσο, χωρίζουν και πλέον ο Σιδηρόπουλος ξεκινάει να βαδίζει προς το τέλος.
Δέκα χρόνια μετά τον χωρισμό του με τη Γιόλα ο Σιδηρόπουλος έχει αποκτήσει πολλά προβλήματα υγείας από τη χρήση ναρκωτικών. Το καλοκαίρι του 1990 παραλύει το αριστερό του χέρι. Αυτό, σε συνδυασμό με το θάνατο της μητέρας του που είχε προηγηθεί μερικούς μήνες πριν, τον καταρρακώνει ψυχολογικά και επισπεύδει το αναπόφευκτο.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος πηγαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει νέα τραγούδια. Εκεί τον περιμένουν κι άλλοι μουσικοί αλλά εκείνος εμφανίζεται μεθυσμένος και έχοντας επιθετική συμπεριφορά, τσακώνεται με τους πάντες και φεύγει. Δυο ημέρες μετά, σε ηλικία 42 ετών, θα βρεθεί νεκρός σε ένα σπίτι στο Νέο Κόσμο. Ο μπασίστας και προσωπικός φίλος του Παύλου, Αλέκος Αράπης, είχε πει πως ο Σιδηρόπουλος πήρε ηθελημένα την μοιραία υπερβολική δόση, απογοητευμένος από τα προβλήματα που είχε στο χέρι του.
Σε ότι αφορά την Γιόλα, το τέλος της ιστορίας, είναι περίπου το ίδιο. Προσπάθησε να κόψει την πρέζα χωρίς να το καταφέρει. Παράλληλα, βυθίστηκε στο αλκοόλ και κάπνιζε μανιωδώς παρά το γεγονός πως οι γιατροί της το είχαν απαγορέψει εξαιτίας της βεβαρημένης υγείας της. Τελικά, σε ηλικία 50 ετών, πέθανε μόνη της, μέσα στο σπίτι της, εξαιτίας του κατεστραμμένου συκωτιού της.
Η Γιόλα Αναγνωστοπούλου, ενώ γράφει ένα ποίημα, λίγους μήνες πριν τον θάνατό της. Έπινε πάντα ουίσκυ και κάπνιζε μανιωδώς, αν και οι γιατροί της τα είχαν απαγορεύσει αυστηρά.
(Φωτογραφία: Μ. Νταλούκας, 2005)
Εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Ποιήματα» (1972), ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια Γυμνασίου.
Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις Νίκη, που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ’ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου Ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις της Αποθάρρυνσης» (1979).
Όμως, το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.
Ένα κείμενο της Γιόλας – άτιτλο, έτους 1979.
Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά -σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία, σχεδόν χαρούμενη, παρόλο νεκρή, ήχος κανείς, ομίχλη μόνο που κατεβαίνει, το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής ισορροπία μου. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
Το 1980, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει». Απομακρύνεται από τον Παύλο, αλλά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων και τελικά πεθαίνει μόνη στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι.
Εκτός από εξαιρετική ποιήτρια, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου ήταν και καλή ζωγράφος. Ζωγράφιζε κυρίως πρόσωπα, όλα θλιμμένα, που ονόμαζε μάσκες.
Μία από αυτές τις μάσκες είναι ψυχεδελική και την ονομάζουμε Μάσκα της Τζόπλιν. Δεν είναι όμως πορτραίτο της θρυλικής τραγουδίστριας.
Όπως και στις υπόλοιπες, έτσι και σε αυτήν, η Γιόλα αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο το δικό της πρόσωπο και τα συναισθήματα θλίψης που βιώνει.
Στο πάνω μέρος του κεφαλιού έχει τοποθετήσει φωτογραφία της Janis Joplin, ενώ στο κάτω μέρος γράφει Who cares for a rock’n’roll suicide? Δυο κόκκινα δάκρυα κρέμονται σαν σκουλαρίκια από την φωτογραφία της Τζάνις και ένα ακόμη, μπλε χρώματος, από το δεξί μάτι. Κάτω από τα χείλη έχει γραμμένο το γράμμα Η, αρχικό της Ηρωίνης.
Είναι φανερό πως με την μάσκα αυτή εκφράζει την έντονη θλίψη της, μέσα από τον θάνατο της Τζόπλιν, που θεωρεί ως μία rock’n’roll αυτοκτονία. Στην πραγματικότητα, είναι η εικόνα της Γιόλας, που ταυτίζεται ψυχικά με την Τζάνις.