Τον επόμενο μήνα συμπληρώνονται τέσσερα ολόκληρα χρόνια από την επιβολή των capital controls και όσο κι αν στις καθημερινές τους συναλλαγές οι πολίτες δεν νιώθουν, πλέον, τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων, μετά την πλήρη απελευθέρωση των αναλήψεων και την άρση απαγορευτικού στο άνοιγμα λογαριασμών, η ουσία είναι ότι το τραπεζικό σύστημα και η οικονομία δεν έχουν επανέλθει σε συνθήκες απόλυτης κανονικότητας.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο economistas.gr ο οικονομικός συντάκτης Γιώργος Παππούς, το τελευταίο στάδιο άρσης των περιορισμών είναι και το πιο καίριο, αφού περιλαμβάνει την αποκατάσταση της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων προς το εξωτερικό, κοινώς την άρση όλων των περιορισμών στις πληρωμές προς το εξωτερικό είτε αφορούν σε εμπορικές συναλλαγές είτε σε ιατρικές δαπάνες είτε σε ταξίδια. Τον περασμένο Οκτώβριο, όταν καταργήθηκαν κι άλλοι περιορισμοί (π.χ. κατάργηση του ορίου αναλήψεων), υψηλόβαθμες τραπεζικές πηγές εκτιμούσαν ή εξέφραζαν τη βεβαιότητα ότι τα capital controls θα αποτελέσουν παρελθόν στις αρχές του 2019, ωστόσο αποδείχθηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.
Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και η όξυνση των παθών, οι κόντρες με τους Ευρωπαίους (α΄κατοικία, παροχές Προϋπολογισμού, διατήρηση συντάξεων κ.λ.π.), αλλά και τα «σύννεφα» πάνω από την Ευρώπη (Ιταλία, κύμα ευρωσκεπτικισμού), επέβαλαν στην πραγματικότητα την αναβολή των αποφάσεων για τα capital controls, με τις νεώτερες πληροφορίες να αναφέρουν ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει το παραμικρό στο τραπέζι, καθώς το βάρος έχει πέσει στο μείζον θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Αν και θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι μετά τις εθνικές εκλογές, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί θα αποτελέσουν παρελθόν, καθώς το κλίμα αποκατάστασης της εμπιστοσύνης αποτυπώνεται στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου και στις αγορές ομολόγων, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία, που βγήκε από τον περασμένο Αύγουστο από την εντατική, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κανονική», ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς ότι παραμένει σε μη επενδυτική βαθμίδα.
Η σύγκριση με την περίπτωση της Κύπρου, που βίωσε, μάλιστα, και την τραυματική εμπειρία του «κουρέματος» των καταθέσεων, είναι μάλλον απογοητευτική. Η επιβολή capital controls στη Νήσο ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2013 και τελείωσε δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή τον Απρίλιο του 2015, σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελλάδας, που έβαλε μόνη τη θηλιά στο λαιμό και δεν μπορεί να απαλλαγεί τέσσερα χρόνια μετά.
Όσον αφορά στα επίπεδα των καταθέσεων, που κακά τα ψέματα, αποτελούν έναν από τους δείκτες εμπιστοσύνης, τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους και σίγουρα δεν μαρτυρούν μόνο τη συρρίκνωση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων των νοικοκυριών τα χρόνια της κρίσης. Το Σεπτέμβριο του 2009, όταν δηλαδή φάνηκε ότι η Ελλάδα μπαίνει σε περιπέτειες, οι καταθέσεις νοικοκυριών κι επιχειρήσεων ανέρχονταν σε 237,8 δις ευρώ.
Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 2010, δηλαδή όταν υπογράφηκε το 1ο Μνημόνιο, είχαν περιοριστεί σε 220,2 δις ευρώ. Δύο χρόνια αργότερα κι αφού η Ελλάδα φλέρταρε για πρώτη φορά με το Grexit κι έχοντας υπογράψει το 2ο Μνημόνιο, οι καταθέσεις βρίσκονταν στα 150,6 δις ευρώ, αφού ένα μεγάλο μέρος είχε προ πολλού αποσυρθεί σε… στρώματα. Το Νοέμβριο του 2014 κι ενώ η ελληνική οικονομία φαινόταν έτοιμη να γυρίσει σελίδα, οι καταθέσεις είχαν ανέβει στα 164,3 δις ευρώ αλλά η εκλογική περιπέτεια και τα… νταούλια της νέας κυβέρνησης έφεραν τις αποταμιεύσεις στα 140,5 δις ευρώ!
Στην κορύφωση της κρίσης, με ορατό το Grexit και πριν προλάβουν να μπουν τα capital controls, οι καταθέσεις «βούτηξαν» στα 120,8 δις ευρώ, ενώ έφτασαν στο χαμηλότερο επίπεδο τον Απρίλιο του 2017, όταν δηλαδή είχαμε την κρίση με το ΔΝΤ και την προνομοθέτηση της μείωσης συντάξεων- αφορολογήτου: 118,9 δις ευρώ.
Το Δεκέμβριο του 2018, οι καταθέσεις είχαν ανέβει στα 134,5 δις ευρώ, ενώ τον Απρίλιο βρίσκονταν στα 134,7 δις ευρώ, δηλαδή περίπου στα επίπεδα του Απριλίου του 2015, δίνοντας την αίσθηση ότι πήγαν χαμένα τέσσερα χρόνια. Εάν μπει, δε, κανείς στον πειρασμό να μετρήσει τη διαφορά με τα προ κρίσης επίπεδα, θα διαπιστώσει ότι έκαναν «φτερά» περί τα 103 δις ευρώ…