Αν του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου, τότε της μαμάς μου η μαμά, είναι δύο φορές μαμά μου…
- Και αν σήμερα είναι η μέρα που θα ευχηθούμε χρόνια πολλά στη μαμά μας, ας μην ξεχνάμε και τα χρόνια μας πολλά, στην δυο φορές μαμά μας…Την γιαγιά μας.
Τις γιαγιάδες. Αυτές, της ανεκτίμητης αξίας μάνες, που κάποτε μας έλεγαν παραμύθια. Που άνοιγαν την αγκαλιά τους όταν μας μάλωνε η μαμά. Που μας βοήθησαν στα πρώτα βήματα, που μας συμβούλεψαν, που ήθελαν δεν ήθελαν έτρεξαν ξωπίσω μας… Σε αυτές τις μάνες που σήμερα έχουν πια ρόζους στα χέρια, ρυτίδες βαθιές, πονάνε τα πόδια τους, μα ακόμα το βλέμα τους είναι το ίδιο. Γεμάτο γλυκύτητα και αγάπη. Και σε κοιτάζουν με έναν τρόπο που κλείνει μέσα του χιλιάδες αναμνήσεις.
Της Λίλιαν Χαχοπούλου
- Και το μυαλό μου πάντα γυρίζει σε εκείνη την αυλή των παιδικών μου χρόνων. Μια αυλή με δύο σπίτια –του παππού Θανάση και του αδερφού του, του παππού Θύμιου- και δυο γιαγιάδες. Τη γιαγιά τη Δέσποινα που δεν ζει πια και τη γιαγιά τη Βαγγελιώ. Δύο γιαγιάδες που γένναγαν κορίτσια. Τρία η Δέσποινα, πέντε η Βαγγελιώ, οκτώ στο σύνολο…
Και μόλις έπιανε το καλοκαίρι, κόρες, γαμπροί, εγγόνια, όλοι σε εκείνη την αυλή με τα δύο σπίτια. Σε εκείνη την αυλή των παιδιών μας χρόνων. Σε εκείνον τον ξυλόφουρνο που μύριζε χωριάτικο ψωμί και γεμιστά. Σε εκείνο το μπαλκόνι, με τους πολλούς βασιλικούς, που κοιμόμασταν στρωματσάδα. Σε εκείνα τα χώματα που σκάβαμε με τις ώρες. Στις ατέλειωτες ζαβολιές με θύματα τους γειτόνους. Ποτέ δεν έφαγαν σαν άνθρωποι οι γείτονες. Κρυβόμασταν και τους πετάγαμε ρόγες σταφύλι στα πιάτα. Γόνατα ματωμένα από τις τούμπες, καυγάδες και κόντρες ποιος θα πιει πιο γρήγορα την κόκα κόλα. Και ούτε που μας ένοιαζε τι έπαιζε η τηλεόραση. Όλη μέρα έξω. Σε εκείνη την αυλή με τα γλέντια, τους τσακωμούς, τα παιχνίδια, τη μπουγάδα στις σκάφες, σε εκείνη την αυλή που μοιάζει σαν χαλί υφασμένο από χιλιάδες ιστορίες Σε εκείνη την αυλή με τις δύο γιαγιάδες, τις πολλές θείες και τα πολλά παιδιά…
Η γιαγιά με τα 14 παιδιά, τα 37 δισέγγονα και τα 3 τρισέγγονα!
Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος. Τέλη της σκληρής δεκαετίας του 1940, η νεαρή τότε Ευαγγελία Ζιάκα γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της, στο πρόσωπο του κοντοχωριανού της Θύμιου Στεργιόπουλου. Δύσκολα χρόνια, πέτρινα, μα τα όνειρα βρίσκουν χώρο να ανθίσουν. Οι συγγενείς δεν βλέπουν με καλό μάτι το ενδεχόμενο του γάμου. Οι αντιρρήσεις πολλές. Μα σα θέλει η νύφη και ο γαμπρός…
- Ο Θύμιος κλέβει τη Βαγγελιώ. Ο γάμος γίνεται σε ένα σπίτι στη Λαμία. Και αφού μπαίνει το στεφάνι, το ζευγάρι επιστρέφει στο χωριό για να χτίσει τη δική του οικογένεια. Στο Αργυροχώρι της Υπάτης…
Δύσκολα χρόνια. Σκληρή η ζωή. Ξύπνημα τα χαράματα. Δουλειά στα χωράφια. Καπνά για τον έμπορο, σιτάρι για το ψωμί, μποστάνι για το καθημερινό φαγητό, λίγες κότες για τα αυγά. Νύχτα ξεκινούσαν ο παππούς με τη γιαγιά για το χωράφι. Κι ύστερα γύριζαν και έπρεπε να φέρουν βόλτα όλες τις υπόλοιπες δουλειές. Η γιαγιά να μαγειρέψει, να μαζέψει το σπίτι, να σκουπίσει την αυλή, να περιποιηθεί τα λουλούδια της, να ράψει, να μπαλώσει. Και σιγά σιγά, η οικογένεια μεγαλώνει. Η Άννα πρώτα κι ύστερα η Μαρία, η Βάσω, η Χρυσούλα, η Αθηνά. «Πως θα παντρέψεις πέντε κορίτσια;» Έλεγαν και ξαναέλεγαν οι συγχωριανοί.
Μα όλα με έναν τρόπο βρήκαν το δρόμο τους. Ο Λάζαρος, ποντιακής καταγωγής ήταν ο ο πρώτος γαμπρός στην οικογένεια. Κατέφτασε από την πρωτεύουσα ένα βράδυ, είδε την Άννα, τα συμφώνησε με τον παππού και η πρωτότοκη έφυγε για την Αθήνα. Πρώτη φορά ο παππούς Θύμιος στην Αθήνα, στα συμπεθέρια για τα αρραβωνιάσματα. Άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλα φαγητά. Άντε να πείσεις τώρα τον Ρουμελιώτη το Θύμιο να φάει ντολμά με μαύρο λάχανο… Ωρες τον στραβοκοίταζε. Τελικά όχι και μόνο έφαγε αλλά τον συνήθισε κι όλας. Κι ο Λάζαρος έφερε και άλλον πόντιο γαμπρό, κι ο άλλος άλλον…Και έφυγαν και η Βάσω με την Αθηνά για την πρωτεύουσα, παντρεύτηκε η Μαρία στην Υπάτη και η Χρυσούλα στη Λαμία και πήγε να μείνει σε ένα σπίτι ψηλά στην πόλη. Και έτυχε να είναι το σπίτι εκείνο, που πριν χρόνια είχε γίνει ο γάμος του παππού και της γιαγιάς. Μοιραίο…
Και έκαναν παιδιά και τα παιδιά άλλα παιδιά. Και εκείνη η αυλή, η πάντα γεμάτη, έφτασε σήμερα να μετράει 14 εγγόνια, 14 νύφες και γαμπρούς, 37 δισέγγονα και 3 τρισέγγονα. Όλα μιας γιαγιάς. Μιας γιαγιάς που όπως λέει και η Ελπίδα, όλα από τα χεράκια της φαντάζουν αγιασμός και μύρο…
Χρόνια πολλά μαμάδες, γιαγιάδες, προγιαγιάδες.
Ευχαριστούμε για όλη αυτή τη γλυκιά κληρονομιά που ζει πάντα, ήσυχα, βαθιά στις καρδιές μας.