Από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα – Διαβάστε το σκεπτικό της απόφασης
Πρόστιμο-μαμούθ, ύψους 50.000 ευρώ, επέβαλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στη δικηγορική εταιρεία «Σιούφα και Συνεργάτες», η οποία λειτουργeί ως εισπρακτική εταιρεία.
Η δικηγορική-εισπρακτική εταιρεία «Σιούφα και Συνεργάτες» είναι των παιδιών του πρώην προέδρου της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα, του Γιώργου και του Μάριου. Υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη εταιρεία κατά το παρελθόν είχε ελεγχθεί στο πλαίσιο εισαγγελικής έρευνας, που αφορούσε τυχόν παράνομες πρακτικές εισπρακτικών εταιρειών.
Την ίδια στιγμή, έρχεται και πάλι στην επιφάνεια το τεράστιο θέμα των δικηγορικών εταιρειών που λειτουργούν ανεξέλικτα, τρομοκρατικά και εκβιαστικά υπό τη μορφή εισπρακτικών εταιρειών, κατά των κόκκινων δανειοληπτών και των ληξιπρόθεσμων κατόχων πιστωτικών καρτών. Μάλιστα, υπάρχει δικηγόρος των Αθηνών, πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που έχει μετατρέψει το γραφείο του σε εισπρακτική εταιρεία και διαλαλεί δημοσίως ότι «το μέλλον της δικηγορίας είναι οι εισπρακτικές εταιρείες».
Πάντως, οι δικηγορικές-εισπρακτικές εταιρείες δεν έχουν απασχολήσει σοβαρά μέχρι τώρα τον ΔΣΑ.
Η δικηγορική-εισπρακτική εταιρεία των παιδιών του πρώην πρόεδρου της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα, μπήκε στο «μικροσκόπιο» της Αρχής, έπειτα από καταγγελία που της διαβιβάσθηκε από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του υπουργείου Εργασίας, σχετικά με λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης στις εγκαταστάσεις της.
Ελεγκτές της Αρχής, κατόπιν εντολής του προέδρου της, Κωνσταντίνου Μενουδάκου, πραγματοποίησαν επιτόπιο αιφνίδιο έλεγχο στα γραφεία της εταιρείας. Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 41/2018 απόφαση της Αρχής υπό τον αναπληρωτή πρόεδρο της, Γεώργιο Μπατζαλέξη και με εισηγητή τον Παναγιώτη Ροντογιάννη, όπου και επιβλήθηκε πρόστιμο των 50.000 ευρώ στην εταιρεία «Σιούφα και Συνεργάτες» για παραβίαση του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (Ν. 2472/1997).
Να σημειωθεί ότι είναι το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει επιβάλει η Αρχή σε ιδιωτικό πρόσωπο για παράνομη χρήση καμερών και ειδικά σε χώρους εργασίας. Όπως διαπιστώνεται στο πόρισµα ελέγχου που συνέταξε η Αρχή και στο οποίο καταγράφονται και τα ευρήµατα:
• Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου ή στο ταμείο, αλλά καλύπτει επιπλέον χώρους εργασίας όπου κινούνται σχεδόν
αποκλειστικά εργαζόμενοι. Οι συγκεκριμένοι χώροι εργασίας περιλαμβάνουν θέσεις εργασίας, τόσο τύπου εργαζόμενου σε τηλεφωνικό κέντρο, όσο και εργαζόμενων σε τυπικό χώρο γραφείου ενιαίου χώρου.
• Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης λαμβάνει εικόνα από τη δημόσια οδό, τα πεζοδρόμια, απέναντι κτίρια και την απέναντι κάθετη οδό, εξωτερικά της κεντρικής εισόδου της εγκατάστασης του υπευθύνου, χωρίς η λήψη να περιορίζεται σε χώρο κοντά στην είσοδο.
• Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αναρτήσει ενημερωτικές πινακίδες αλλά μόνο στο εσωτερικό του χώρου.
• Ο υπεύθυνος επεξεργασίας καθυστέρησε να γνωστοποιήσει τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης στην Αρχή.
Από την πλευρά της η δικηγορικοεισπρακτική εταιρεία, στο υπόμνημα που κατέθεσε στην Αρχή, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
Ως προς το πρώτο εύρημα θεωρεί ότι συντρέχουν αντικειμενικές συνθήκες που δικαιολογούν και καθιστούν ανεκτή τη χρήση του συστήματος βιντεοεπιτήρησης χάριν της ασφάλειας των χώρων της εργασίας, την προστασία των προσώπων και των περιουσιακών αγαθών.
Ως προς το δεύτερο εύρημα θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6 της Οδηγίας 1/2011 της ΑΠΔΠΧ, ήτοι της κάμψης της αρχής της απαγόρευσης της λήψης εικόνας από παράπλευρες οδούς και πεζοδρόμια.
Ως προς το τρίτο εύρημα, το δέχεται και κατανοεί την υποχρέωση άμεσης συμμόρφωσής της στη σχετική επισήμανση του πορίσματος.
Ως προς το τέταρτο εύρημα, δεν αρνείται την παράλειψη γνωστοποίησης της λειτουργίας των εξωτερικών καμερών, πλην όμως θα πρέπει να εκτιμηθεί ότι οι εσωτερικές κάμερες δεν λειτουργούσαν και άρα δεν λάμβανε χώρα επεξεργασία δεδομένων, γεγονός που θεωρήθηκε, καλοπίστως, ότι δεν υπαγόρευε τη σχετική γνωστοποίηση.
Παράλληλα, σε συμπληρωματικό υπόμνημα η εν λόγω εταιρεία, προκειμένου να δικαιολογήσει τη χρήση των καμερών, καθώς τον περασμένο Μάρτιο δέχθηκε τηλεφώνημα στα γραφεία της για επικείμενη επίθεση από τον Ρουβίκωνα καθώς και για παραλαβή ύποπτου δέματος, περιστατικά για τα οποία επιλήφθηκε η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Πειραιά.
Απερρίφθησαν όμως οι ισχυρισμοί της εταιρείας από την Αρχή, καθώς, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «τα σημεία εγκατάστασης των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία ορισμένου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε συγκεκριμένο χώρο.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 της υπ΄ αριθμ. 1/2011 Ευρωπαϊκής οδηγίας, το σύστημα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, Τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου)».
Επιπλέον, σημειώνει η Αρχή ότι «πριν ένα πρόσωπο εισέλθει στην εμβέλεια του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να το ενημερώνει, με τρόπο εμφανή και κατανοητό, ότι πρόκειται να εισέλθει σε χώρο που βιντεοσκοπείται».