Παρά το μικρό του μέγεθος, ο θυρεοειδής αδένας επιτελεί σημαντικότατες λειτουργίες στο σώμα.
Μεταξύ άλλων, οι ορμόνες που παράγει ελέγχουν τον μεταβολισμό, ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του σώματος και συμβάλλουν στην καλή λειτουργία του εγκεφάλου. Όταν λοιπόν παρατηρείται διαταραχή στην παραγωγή των ορμονών του θυρεοειδούς, απορρυθμίζονται πολλά όργανα και συστήματα του οργανισμού και εκδηλώνεται ευρύ φάσμα συμπτωμάτων.
Υποθυρεοειδισμός
Όταν η παραγωγή ορμονών είναι χαμηλότερη από το φυσιολογικό, τότε λέμε ότι ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, κατάσταση γνωστή ως υποθυρεοειδισμός.
Ο υποθυρεοειδισμός συνεπάγεται ότι όλες οι λειτουργίες που επηρεάζει ο θυρεοειδής επιβραδύνονται, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται συμπτώματα όπως κόπωση, πνευματική σύγχυση και αύξηση του βάρους λόγω της μειωμένης καύσης θερμίδων.
Επιπλέον συμπτώματα χαρακτηριστικά του υποθυρεοειδισμού είναι η ξηρότητα του δέρματος, η δυσκοιλιότητα και η διαταραχή του έμμηνου κύκλου.
Οι ορμόνες TSH και T4
Δύο από τις ορμόνες-κλειδιά που καθορίζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς είναι η TSH και η T4.
Η TSH είναι η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (επίσης γνωστή ως θυρεοτροπίνη) και παράγεται από την υπόφυση του εγκεφάλου ώστε να διεγείρει τον θυρεοειδή αδένα να απελευθερώσει κυρίως την ορμόνη T4 (θυροξίνη) και σε μικρότερο βαθμό την T3 (τριϊωδοθυρονίνη).
Μια απλή εργαστηριακή εξέταση μπορεί να υποδείξει αν τα επίπεδα των δύο αυτών ορμονών βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα του φυσιολογικού και επομένως αν δικαιολογείται μια διάγνωση για υποθυρεοειδισμό.
Πότε απαιτείται εργαστηριακή εξέταση
Η εκδήλωση ενός ή και περισσότερων από τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω συνεπάγεται ότι είναι απαραίτητος ο έλεγχος των επιπέδων της TSH και της Τ4. Επίσης, καλό είναι να ελέγχονται τα επίπεδα των δύο ορμονών εάν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις το τελευταίο διάστημα και παράλληλα αυξάνεται το σωματικό βάρος, χωρίς όμως η αύξηση να δικαιολογείται από αλλαγές στη διατροφή ή στα επίπεδα της σωματικής άσκησης. Η εξέταση είναι επίσης απαραίτητη σε περίπτωση που υπάρχει οικογενειακό ιστορικό (συγγενής α’ βαθμού) διαταραχών του θυρεοειδούς.