Παλεύει ο μαύρος μαρκαδόρος με το χαρτί όταν αυτά που είναι να γραφτούν, είναι τα τελευταία λόγια. Τον Τζίμη, τον Τζιμάκο, πρώτα απ’ όλα τον θαύμαζα σαν δημιουργό και καλλιτέχνη. Μου άρεσε ακόμα κι αυτός ο τρόπος που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν. Σαν ένας δυνατός αέρας τίναζε τα μυαλά των ανθρώπων και τα γέλια τους στα ουράνια ταβάνια και χανόταν.
Κάνεις δεν ήξερε που ήταν μέχρι να τον ξαναδεί. Σαν να ζούσε σε μια σπηλιά απόμερος κι απόμακρος. Ένας Νταβέλης της τέχνης.
Έβλεπα τις παραστάσεις του. Ήταν για μένα το πιο ζωντανό, υγιές κύτταρο, αμόλυντο και καθαρό. Αψεγάδιαστος είναι η λέξη που διαλέγω από τις πολλές που κόβουν βόλτα τώρα που τα συναισθήματά μου ακολουθούν τον παράλογο δρόμο της λογικής.
Έτσι, μέσα από τις παραστάσεις του τον γνώριζα και τον πλησίαζα σιγά-σιγά.
Δεν ήταν άνθρωπος ανοιχτός. Ανοιχτόκαρδος ναι, μα όχι ν’ ανοίγει την πόρτα του για άσκοπες κουβέντες, δεν τρωγόταν μεσ’ στις πολλές συνάφειες και συναναστροφές.
Σατίριζε ανελέητα, άφοβα, έτσι όπως αρμόζει στους μεγάλους Σατιρικούς.
Αυτός, φύσει ανυπότακτος, διαβασμένος και εύστροφος δαιμονικά, προχωρούσε με τον λόγο του στα βαθιά του ανθρώπου και γινόταν ενοχλητικός. Η ενόχληση άλλωστε του συστήματος είναι το παράσημο για έναν δημιουργό, αλλιώς αν είναι στρογγυλεμένος ο λόγος του και καθώς πρέπει γίνεται ανώδυνος λόγος τηλεοπτικού πάνελ.
Όλοι μια χαρά και να υπάρχει αγάπη ρε παιδιά.
Ο Πανούσης ξαμόλησε την ψυχή του στους δρόμους της αλήθειας και ό,τι έβλεπε μπροστά του το ξεστόμιζε θαρρετά σαν μικρό παιδί. Αλήθεια είχε την αγνότητα και την καθαρότητα ενός μικρού παιδιού. Χτύπησε τον καθωσπρεπισμό και τον μικροαστισμό, διέσυρε την εξουσία στην όποια εκδοχή της και παρέμεινε ανυπότακτος ως το τέλος.
Ήταν στους «Δέκα μικρούς Μήτσους» όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Ήρθε να ερμηνεύσει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Ήρθε οργανωμένος, με τις παρατηρήσεις του, τις σκέψεις του, τις προτάσεις του, ενώσαμε τα μυαλά μας και έβαλε ο καθένας το ταλέντο του και αφεθήκαμε στο πλατό. Εκεί γνώρισε και την Αθηνά που ήταν σκηνοθέτης των «Δέκα μικρών Μήτσων» που έγινε η μελλοντική γυναίκα του.
Ακόμα θυμάμαι την ενέργεια του γυρίσματος εκείνου. Είναι μερικά που η μνήμη τα συγκρατεί κι είναι άλλα που μόνο σαν τα βλέπω τα ξαναθυμάμαι. Το γύρισμα αυτό το θυμάμαι σαν να κυλούσε ο χρόνος πιο αργά.
Σε αυτή μας την πρώτη συνάντηση, την καλλιτεχνική, μπόρεσα να του εκφράσω το θαυμασμό μου και να “ελέγξει” τα συναισθήματά μου προς αυτόν.
Ήξερα εκείνο το βράδυ ότι είχα βρει μια επαφή με τον ανισόρροπο, έτσι όπως τον έλεγα αστειευόμενος από εκείνη τη μέρα μέχρι τα τώρα.
Η επόμενη δυνατή σκηνή ήταν στο θέατρο ΗΒΗ.
Είχε έρθει να μου ζητήσει να πάω σαν μάρτυρας στη δίκη του με τον Νταλάρα. Η παράσταση τελείωσε, με περίμενε στο φουαγιέ του θεάτρου, καθίσαμε, του είπα «ασφαλώς θα είμαι μάρτυρας» και εκείνος άρχισε να μου αναλύει τα της μήνυσης.
«Ο καθωσπρεπισμός μαζί με τον Νταλάρα θέλουν να με καθίσουν στο σκαμνί», μου είπε. «Τα δικαστήρια, όπως ξέρεις, είναι με τη γραβάτα. Μην αγχώνεσαι», του είπα, «η σάτιρα στο τέλος θα νικήσει».
Ξαφνικά τον βλέπω να χάνει το χρώμα του και να υποχωρεί το σώμα του γλιστρώντας στην καρέκλα. Τα χάνω. Η κουβέντα και η στεναχώρια είχαν ζωγραφίσει τη δυσφορία στο πρόσωπο του, μόνο τώρα που ένιωθα ότι του είχαν προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που καταλάβαινα στα λόγια του.
Εκείνη τη στιγμή στα μάτια του είδα πόσο βαθιά πληγωμένος ήταν εσωτερικά απ’ αυτό το κυνηγητό. Είδα το βλέμμα ενός ζώου πληγωμένου που αρνείται να το ομολογήσει και συνεχίζει να τρέχει στη ζούγκλα.
Του κρατάω το χέρι, του μιλάω μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο που έχει κιόλας ειδοποιηθεί. Είναι η πρώτη στιγμή που «η καρδιά του ράγισε». Έτσι είπαν εκείνο το βράδυ στον Ευαγγελισμό. Πήγα στη Δίκη. Ήμουν μάρτυρας. Υπήρχε ένταση. Μάλιστα ανταλλάξαμε και με τον Νταλάρα κάποια λόγια που δεν το χωρούσε ο νους του τι δουλειά είχα εγώ εκεί.
Κανείς δεν καταλαβαίνει την ανάγκη ενός πουλιού να θέλει και το άλλο πουλί να πετάει ελεύθερα στον ουρανό. Αυτό είναι η σάτιρα. Δεν μπορείς να κάνεις σκόντο στα φτερά, σκόντο στο πέταγμα. Γιατί τότε γίνεσαι κότα. Βαρύ πουλί, καμιά νοημοσύνη, αχρηστα φτερά που δεν πετάνε.
Δεν είναι τυχαίο που σφάζουν κότες και όχι αετούς.
Η δίκη χάθηκε.
Το ξέραμε αυτό από πριν. Κάθε φορά που ο Πανούσης θ’ ανέφερε το όνομα Νταλάρας θα έπρεπε να πληρώνει ένα εκατομμύριο δραχμές. Τότε είπε το περιβόητο ο Τζίμης, «μου περισσεύουν τρία εκατομμύρια. Θα τα ξοδέψω εδώ, μπροστά σας. Νταλάρας Νταλάρας Νταλάρας». Η σάτιρα είχε μόλις νικήσει.
Το αποτέλεσμα της δικής δεν το θυμάται κάνεις. Όλοι θυμούνται αυτό.
Διάβασα τη δήλωση του Νταλάρα τώρα και ένιωσα ότι ήταν αληθινή. Οι καιροί πέρασαν. Μπροστά στον θάνατο όλα τα πάθη κοπάζουν, όμως είμαι σίγουρος ότι η εντιμότητα του Πανούση κάπου συνάντησε τον Νταλάρα στα δικά του δύσκολα.
Θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα το αφιέρωμα που του έκαναν στις φυλακές Αυλώνα οι νεαροί φυλακισμένοι. Ήταν ένα σπάνιο βράδυ. Ερμήνευσαν τα τραγούδια του, έπαιξαν κείμενα του, δημιούργησαν κείμενα δικά τους με αφορμή τον ίδιο.
Ένα αφιέρωμα που καμία πολιτεία δεν θα τολμούσε να του κάνει του το έκαναν οι φυλακισμένοι της Αυλώνας.
Ήμουν βεβαία εκεί και πολλές φορές οι κουβέντες μας έφερναν και ξανάφερναν αυτό το γεγονός στη μνήμη μας.
Βλεπόμασταν σταθερά. Και τα καλοκαίρια. Πότε στην Πάρο, πότε στην Αντίπαρο. Ξεκινήσαμε να πάμε μαζί περιοδεία στη Γερμανία, στη διαδρομή θεωρήσαμε ότι ήταν βιαστικό και είπαμε να το μεταθέσουμε σε επόμενο χρόνο. Μέσα στο 2018 λέγαμε. Με αφορμή αυτή τη συνεργασία μας βρεθήκαμε και μιλήσαμε πιο πολύ. Άλλωστε, η παράσταση είχε στηθεί σε μια δίκη του ιδέα και είχε γράψει και το κείμενο που θα παίζαμε μαζί.
Βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και ν’ ανοίξουμε τις ψυχές μας. Να μπούμε σε πιο προσωπικά θέματα. Σ’ αυτά που δε γράφονται στα χαρτιά παρά μόνο στα κιτάπια του ενός και του άλλου. Θαύμαζα τις ζωγραφιές του, του έδειξα και εγώ τις δικές μου. Είχαμε επαφή όλον αυτόν τον καιρό. Η γυναίκα του, η Αθηνά, αυτή που τον αγάπησε και τον ερωτεύτηκε από εκείνο το βράδυ της συνάντησης μας στους «Δέκα μικρούς Μήτσους» ήταν πάντα ο συνδετικός μας κρίκος. Ήταν η γυναίκα που του στάθηκε με όλη της την ψυχή. Όπως και όλοι οι δικοί του άνθρωποι φαντάζομαι.
Γιατί ο Τζίμης ήταν ένας πραγματικά αξιαγάπητος άνθρωπος και ναι θα το πω, για μένα, ο πιο συνεσταλμένος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Τώρα οι πολύ δικοί του θα σηκώσουν το βάρος της απώλειας.
Η κόρη του η λαμπερή και ο εξαίρετος γιος του. Όλοι οι δικοί του.
Ο Τζιμης ήταν αμείλικτος εχθρός της εξουσίας, δεν μάσησε λόγια, πλήρωσε τα πρόστιμα που ορίζονται για όσους θέλουν ακόμα να υπηρετούν τον Αριστοφάνη και αποχώρησε ως ο Μεγάλος Ανυπότακτος.
Μας αφήνει πίσω το έργο του. Στ’ αυτιά μας «κάγκελα, κάγκελα παντού».
Αντίο Τζίμη. Κρατώ τις συναντήσεις μας βαθειά στην ψυχή μου.
Θαυμαστής σου ως το τέλος.