Είναι ο νεαρότερος αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος στον κόσμο. Στα 27 του, ο John Collison δείχνει να τα καταφέρνει πολύ καλά στην ηγεσία της επιχείρησής του και προφανώς τα καταφέρνει πολύ καλά και στην παρουσίαση του έργου του. Δεν είναι όμως το ίδιο άνετος με τη φήμη που περιβάλλει το όνομά του- και φυσικά σχετίζεται με τον πλούτο του και τα πολλά μηδενικά στον λογαριασμό του.
«Ο κόσμος με ρωτά συχνά για το πόσο πλούσιος είμαι και μοιάζει να περιμένει κάποια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση- που εγώ δεν έχω ποτέ να δώσω» δηλώνει ο νεαρός Ιρλανδός στο BBC.
«Ο κόσμος με ρωτά ‘πώς άλλαξε η ζωή σου;’ Και νομίζω πως θέλει να ακούσει κάτι πολύ εντυπωσιακό, πως ξεκίνησα, π.χ. κάποιο ασυνήθιστο χόμπι, όπως το να συλλέγω αυγά Φαμπερζέ ή αγώνες ιστιοπλοΐας». Ο ίδιος ωστόσο προτιμά στον ελεύθερο χρόνο του να βγαίνει για τρέξιμο, κάτι που θεωρεί «ένα πολύ πρακτικό και οικονομικό χόμπι».
Ο John είναι συνιδρυτής μιας εταιρείας software, με έδρα τις ΗΠΑ, την οποία οι περισσότεροι μάλλον δεν έχουμε ακούσει ποτέ: της Stripe. Ίδρυσε και τώρα διοικεί την εταιρεία με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον 29χρονο Patrick, ο οποίος είναι ο τρίτος νεαρότερος αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος στον κόσμο. Ανάμεσά στα δύο αδέλφια και την «οικογενειακή» συνταγή της επιτυχίας, μπαίνει μόνο ο 27χρονος ιδρυτής του Snapchat Evan Spiegel, ο οποίος βρίσκεται στη δεύτερη θέση στο βάθρο των νεαρών αυτοδημιούργητων δισεκατομμυριούχων.
Η Stripe ιδρύθηκε το 2011 και δεν είναι ευρέως γνωστή επειδή δεν πουλά τίποτα να μπορούν να αγοράσουν οι καταναλωτές. Φτιάχνει όμως συστήματα λογισμικού που επιτρέπουν σε εταιρείες σε όλο τον κόσμο να διαχειρίζονται πιο εύκολα online πληρωμές αλλά και τις ίδιες τις ιστοσελίδες τους.
Με περισσότερους από 100.000 πελάτες σε όλο τον κόσμο, η Stripe αποτιμήθηκε πέρσι στα 9,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το Forbes, που είναι αν μη τι άλλο «ο ειδικός» στην εκτίμηση του πλούτου των rich and famous, πως ο John και ο Patrick έχουν «αξία», ο καθένας, περίπου 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια. Όχι κι άσχημα για τα δύο αδέλφια, που μεγάλωσαν στην ιρλανδική ύπαιθρο και που παράτησαν τις σπουδές τους.
Εξοικειωμένοι με τον προγραμματισμό ήδη από την εφηβεία τους, ο John και ο Patrick μεγάλωσαν σε ένα μικρό χωριό στο Tipperary της Ιρλανδίας. Όταν ολοκλήρωσαν τη φοίτησή τους σε σχολείο στην πόλη Limerick, η επιλογή πανεπιστημίου που έκαναν στη συνέχεια ήταν χαρακτηριστικό δείγμα των φιλοδοξιών που είχαν για τη ζωή τους. Δεν επέλεξαν κάποιο κολέγιο στην Ιρλανδία, ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και οι δύο στράφηκαν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ.
Παρότι δεν υπήρχαν οικογενειακοί δεσμοί με τη χώρα, ο Patrick έκανε αίτηση για να σπουδάσει μαθηματικά στο φημισμένο MIT το 2007. Δύο χρόνια αργότερα έγινε δεκτός και ο John, στο εξίσου αξιοσέβαστο Χάρβαρντ.
«Προφανώς ήταν πιο εύκολο για μένα, επειδή είχε προηγηθεί ο Patrick, αλλά είχαμε και οι δύο μανία με τα ταξίδια» αφηγείται ο John. «Είχα σκεφτεί σπουδές και στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά δεν μου φαινόταν αρκετά μακριά, δεν εμπεριείχε το στοιχείο της περιπλάνησης. Επίσης ήμαστε και οι δύο πολύ μελετηροί, οπότε μας δελέαζε πάντα το να βρεθούμε σε ένα κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο».
Ακόμα όμως και πριν αρχίσει ο John τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, ο ίδιος και ο αδελφός του ήταν ήδη εκατομμυριούχοι χάρη στην πρώτη επιχειρηματική απόπειρά τους, μια εταιρεία software που διευκόλυνε μικρές εταιρείες και μεμονωμένους εμπόρους να κάνουν συναλλαγές στο eBay. Τελικά η εταιρεία Auctomatic πουλήθηκε το 2008 για 5 εκατομμύρια δολάρια.
Στη συνέχεια τα δύο αδέλφια έστρεψαν την προσοχή τους στο Stripe και συνέχισαν να δουλεύουν το πρότζεκτ αυτό και μετά την έναρξη των σπουδών του John. Στη συνέχεια πήραν μια μάλλον παράδοξη απόφαση: Παράτησαν και οι δύο τις σπουδές τους για να λανσάρουν το Stripe στη «Μέκκα» του software, τη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας.
«Η ιδέα για το Stripe μας ήρθε όπως συμβαίνει σε πολλούς με παρόμοιες ιδέες, αναζητούσαμε κάτι σαν το Stripe για να το χρησιμοποιήσουμε» εξηγεί ο John. «Μπορεί κανείς να μην καταλαβαίνει τη δυσκολία στο να ξεκινήσει μια online επιχείρηση. Το να φτιάξεις ένα προϊόν που ο κόσμος να θέλει να αγοράσει, να μάθει ο κόσμος γι’ αυτό, αυτό μπορούσαμε να το διαχειριστούμε. Αλλά το να βγάζεις λεφτά μέσω ίντερνετ, αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο» συνεχίζει.
Διαβάστε τη συνέχεια στο newsbeast.gr