Ξεκινώντας την προέλασή τους στα πεδία της μάχης, το 1996 υπό το όνομα Smack, δεν άργησαν να γίνουν η μπάντα που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στα ιστορικά βιβλία του heavy metal, χάρη σε μία συνεπή και ποιοτική πορεία που ήδη αριθμεί πάνω από 20 χρόνια: Φυσικά μιλάμε για τους Grand Magus!
Κάποια από τα καλύτερα heavy metal riffs που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια όπως και ένα ολόκληρο πυροβολικό χεβιμεταλλικών υμνικών επών, είναι λίγα από τα πράγματα που θα βρει όποιος ψάξει την ιστορία της μπάντας. Δύο demos και ένα split EP με τους συντοπίτες τους Spiritual Beggars (στους οποίος μάλιστα ο mainman του σχήματος JB διετέλεσε τραγουδιστής για ένα σεβαστό διάστημα) αργότερα, ήρθε η ώρα για το ιστορικό ομώνυμο ντεμπούτο, που μέχρι σήμερα αποτελεί ένα cult μνημείο για τους doom και heavy metal fans παγκοσμίως.
Τα “Monument” (2003) και “Wolf’s Return” (2005) που ακολούθησαν, εύκολα ώθησαν τη μπάντα να σκαρφαλώσει μερικά σκαλιά ψηλότερα στη κλίμακα της μουσικής και γενικότερης καλλιτεχνικής εξέλιξής της, προσθέτοντας όλο και περισσότερες heavy metal επιρροές στο όλο και πιο συμπαγές υλικό, χωρίς όμως η μπάντα να αποκυρήξει ποτέ τις groovy-rocking ρίζες της.
Τα εκτενή Ευρωπαϊκά tours που έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο, στο πλευρό των grandmasters του ήχου Electric Wizard και Cathedral, ανέδειξαν με ευκολία τους Grand Magus ως μία από τις ισχυρότερες και πιο παντοδύναμες συναυλιακές μονάδες, γεγονός που μέρα με τη μέρα επιβεβαιωνόταν χάρη στις καθηλωτικές ζωντανές τους εμφανίσεις.
Το “Iron Will” του 2008 έλαβε την πρώτη θέση στο Soundcheck του Metal Hammer Γερμανίας, αποσπώντας ενθουσιώδεις αντιδράσεις από τον παγκόσμιο rock και metal τύπο και φυσικά από τους fans του σχήματος, με τον όλο και αυξανόμενο πυρήνα τους. Ήταν πλέον γεγονός: Οι Grand Magus είχαν για τα καλά στρογγυλοκαθίσει σε έναν θρόνο, λαξευμένο από epic doom και heavy metal φέροντας ταυτόχρονα μία πρωτοφανή από τους ίδιους προσήλωση προς το ακραίο.
Το “Hammer of the North” που κυκλοφόρησε το 2010 αποτέλεσε τη πρώτη επίθεση της μπάντας στα Γερμανικά album charts, οδηγώντας τους σε μία ιστορική συμμετοχή ως support act στην περιοδεία των Motorhead και Doro. Το 2012 οι Grand Magus ξεπέρασαν και πάλι τον εαυτό τους:Το πρώτο τους album υπό την αιγίδα της Nuclear Blast, αποτέλεσε και την επίσημη πρώτη του νέου ντράμερ Ludwig Witt. Το “The Hunt” κατέστησε πιο ξεκάθαρο από ποτέ πως η προοπτική της μπάντας για εξέλιξη και πρόοδο ήταν ακόμη πολύ μακριά από το να εξαντληθεί, ενώ το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον του κοινού και της βιομηχανίας έμοιαζε να επισφραγίζει το πόσο το συγκρότημα δεν είχε ακόμη την ανάγκη να επανεφεύρει τον εαυτό του.
Ο διάδοχος “Triumph and Power” του 2014, συνέχισε ως μία ακόμη αδυσώπητη, νικητήριος προέλαση του σχήματος, καθιερώνοντας για τα καλά τους Grand Magus ως riff-gods, και φτάνοντας πολλούς στο σημείο να τους κατατάξουν στην ίδια κατηγορία με θρύλους όπως οι Judas Priest και Dio. Και η ιστορία είχε μόλις αρχίσει…
Αίμα, ιδρώτας, δάκρυα!
Το 2016, οι Σουηδοί θρύλοι επανέρχονται στο προσκήνιο, δείχνοντας για άλλη μια φορά τα δόντια τους, όπως και τα κοφτερά τους σπαθιά! Εγένετο “Sword Songs”! Ο τίτλος του όγδοου album τους, συνοψίζει τις διαθέσεις και προθέσεις της μπάντας: Ο mainman του σχήματος JB, προλογίζει το album ως ταχύτερο και πιο επιθετικό από το “Triumph and Power”, ενώ κατά την κυκλοφορία του, περίτρανα αποδεικνύεται πως και αυτό περιέχει μερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια της μέχρι στιγμής πορείας τους. Βάζοντας όλο τους το πάθος μέσα στο “Sword Songs” καταλήγουν σε αυτό που μοιάζει να είναι ότι πιο ολοκληρωμένο και heavy έχουν να επιδείξουν στο οπλοστάσιό τους. Ενδυναμωμένο από την παραγωγή του Nico Elgstrand (Entombed, Gorgoroth, Krux κ.α.) στα Studio Supa της Στοκχόλμης το νέο πόνημα των Σουηδών δεν είναι τίποτα λιγότερο από μία συλλογή μελλοντικών classics, προορισμένων να ενθουσιάσουν τους metal fans ανά την υψήλιο με τις παντοδύναμες γκρούβες, τα χτισμένα-από-riffs κιθαριστικά walls of sound και την πάντα χαρακτηριστικότατη, επικών διαστάσεων φωνή του JB.
περισσοτερα στο Coremag.gr!!