Το παγκάρι φέρνει… βάρη, τουλάχιστον για τις Ιερές Μητροπόλεις που ελέγχουν παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, καθώς και «με τη βούλα» του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεώνονται να δίνουν τον οβολό τους για την ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί η καταβολή του εφάπαξ στους κληρικούς της χώρας.
Το ΣτΕ, αποκρούοντας τις αντίθετες θέσεις της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και τριών Ιερών Μητροπόλεων, άναψε «πράσινο φως», ώστε να περιέρχεται το 50% των ακαθάριστων εσόδων των ιερών παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα Προνοίας των κληρικών.
Σε ένα ζήτημα που είχε προκαλέσει αναταράξεις στον χώρο της Εκκλησίας, και είχε φέρει σε αντιπαράθεση τις Μητροπόλεις με το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), το ΣτΕ επικύρωσε την επιβάρυνση των Μητροπόλεων με τον κοινωνικό πόρο (παρεκκλησίων και εξωκκλησίων), προκειμένου να εξυπηρετηθούν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και να μην προκύψει οικονομική αδυναμία προς καταβολή του εφάπαξ.
Σε μία αντιδικία που εκκρεμεί για μια 7ετία τουλάχιστον, το Α΄ τμήμα ΣτΕ, σε μείζονα σύνθεση, έκρινε συνταγματική και νόμιμη την παρακράτηση του 50% των επίμαχων ακαθαρίστων εσόδων, η οποία επιβλήθηκε με υπουργική απόφαση σε εκτέλεση του ν.3607/07, που καταργώντας το προηγούμενο ασφαλιστικό πλαίσιο, πρόβλεψε τη σύσταση Κλάδου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (πρώην ΤΠΟΕΚΕ) με ένταξή του στο ΤΠΔΥ.
Καθοριστικά για την κρίση του ΣτΕ στάθηκαν στοιχεία που βεβαίωσαν ότι τα έσοδα του καταργηθέντος ΤΠΟΕΚΕ από παρεκκλήσια και εξωκκλήσια ξεπερνούσαν σταθερά το μισό εκατ. ευρώ (588.282 ευρώ το 2007, όταν θεσπίστηκε ο ν.3607), ενώ από τη διοίκηση και διαχείρισή τους, προέκυπταν έξοδα μόλις 15% και γι’ αυτό είχε προταθεί αρχικά να αποδίδεται στον κλάδο Προνοίας ποσοστό 90% (αντί του 50%, που επικράτησε) επί των ετησίων εσόδων.
Η περιουσία
Παράλληλα λήφθηκε υπόψη ότι τα 3/4 της ακίνητης περιουσίας του πρώην ΤΠΟΕΚΕ περιήλθαν στο Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος, ότι τα έσοδα του νέου κλάδου (ΚΠΟΕΚΕ) αποτελούν το μισό των εξόδων του, ενώ συνεκτιμήθηκε ο κίνδυνος ο νεοϊδρυόμενος τότε κλάδος του ΤΠΔΥ να μην μπορεί να συνεχίσει να καταβάλλει εφάπαξ στους κληρικούς, χωρίς την εισφορά, αφού δεν ήταν σίγουρο ότι θα μπορούσαν να αυξηθούν τα έσοδα κι από άλλες πηγές όπως το κληρικόσημο και η εισφορά επί των κηρωδών υλών.
Στην προσφυγή τους η Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι Μητροπόλεις Ηλείας, Χαλκίδος και Γλυφάδας υποστήριξαν ότι με τον ν.3607 πέρασαν στις Εκκλησιαστικές Αρχές τα παρεκκλήσια και εξωκκλήσια (με την κινητή και ακίνητη περιουσία τους) και η επιβολή της εισφοράς αποτελεί ουσιαστικά «απαλλοτρίωση» μέρους της κινητής περιουσίας τους ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος στην ακίνητη περιουσία τους, παραβιάζοντας διατάξεις συνταγματικές και διεθνών συμβάσεων, που προστατεύουν περιουσιακά δικαιώματα και την ισότητα.
Στην πολυαναμενόμενη από αρκετούς φορείς απόφαση 781/17, το ΣτΕ έκρινε ότι όταν επιβάλλεται εισφορά, ο νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ποια νομικά πρόσωπα θα βαρύνει η καταβολή της, χωρίς να δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας, εφόσον η επιλογή δικαιολογείται από γενικά και αντικειμενικά δεδομένα και δεν καταργεί στην πράξη τη δυνατότητα να εκπληρώνουν τον σκοπό τους.
Αποκρούοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των Μητροπόλεων ότι η εισφορά αποτελεί «απαλλοτρίωση» και ότι ουσιαστικά καταργεί τη θεσπισθείσα επιστροφή των ναών αυτών και της περιουσίας τους στις Εκκλησιαστικές Αρχές, το ΣτΕ τόνισε ότι η επιστροφή δεν αποσκοπεί στην οικονομική ενίσχυση των Μητροπόλεων, αλλά στην ενίσχυση ασφαλιστικών φορέων για να συνεχιστεί η παροχή εφάπαξ.
Δέχθηκε ότι η εισφορά αποτελεί συνέχιση της μακράς παράδοσης συμβολής των παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στον σχηματισμό κεφαλαίου για το εφάπαξ των κληρικών και ότι δεν παραβιάζεται η ισότητα ανάμεσα στην ορθόδοξη και στις ετερόδοξες θρησκευτικές κοινότητες (όπως υποστήριζε η προσφυγή), καθώς ναι μεν δεν επιβαρύνονται αυτές με την εισφορά, αλλά οι κληρικοί άλλων δογμάτων και θρησκειών δεν δικαιούνται εφάπαξ από τον κλάδο, όπως οι ορθόδοξοι.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ