Αν σε ευχαριστεί να βλέπεις τον γαλανό ουρανό, τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα και τη σελήνη που χάνεται στη θάλασσα, αν τα απλά πράγματα στη ζωή έχουν κάποια σημασία για εσένα, τότε να χαίρεσαι γιατί η ψυχή σου είναι ζωντανή, λέει ένα παλιό γνωμικό και η ψυχή του Γιώργου Μαργαρίτη είναι ζωντανή. Ανθρωπος απλός, λαϊκός, ντόμπρος, μάγκας. Χωρίς ποτέ να αμπαλάρει με ψεύτικα λόγια όσα έχει ζήσει, όσα τον έχουν πονέσει, όσα έτυχαν ή επιδίωξε.
O «Μαγκάρετ», όπως τον αποκαλούν πολλοί, γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό των Τρικάλων, στο Πετρωτό: «Εξι παιδιά έκαναν οι γονείς μου. Το ένα χάθηκε νωρίς. Μείναμε τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Φτωχικά, βασανισμένα χρόνια. Σούπερ πονεμένα τα λέω εγώ. Τραυματισμένα παιδικά χρόνια γεμάτα λαχτάρα, που είχαν απ’ όλα. Η εξέλιξη ήταν πολύ πίσω, ο κόσμος τότε υπέφερε», περιγράφει με το γνωστό χαρακτηριστικό του ύφος ο λαϊκός τραγουδιστής.
Παιδί ζωηρό, φευγάτο όπως λέει ο ίδιος, έκλεινε το μάτι στη ζωή και δεν τον χωρούσε ο τόπος του. «Είχαμε αλάνες, είχαμε χωράφια, παπούτσια δεν είχαμε να παίξουμε. Μπάλες δεν είχαμε και φτιάχναμε από πανιά, σκοινιά δεν είχαμε και τις δέναμε με σύρμα. Δεν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, το ήξεραν. Κι εγώ το ήξερα. Από μικρό παιδί τραγουδούσα, έβγαζα τον καημό που είχα μέσα μου, το σαράκι μου. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ο μεγάλος έπαιζαν φλογέρα», θυμάται ο Γιώργος Μαργαρίτης.
Από τότε, από τα επτά του χρόνια, είχε ένα μεγάλο ελάττωμα όπως λέει. «Μου άρεσε και μου αρέσει να ακούω ωραία τραγούδια». Στο καφενείο του μπαρμπα-Νίκου και του Χρήστου τον άκουσε ο Βασίλης Τσιτσάνης να τραγουδά. «Οταν μεγαλώσεις λίγο έλα να με βρεις στην Αθήνα», του είπε και ο Γιώργος Μαργαρίτης πήρε δύναμη και γέμισε ελπίδες.
Στο σχολείο δεν ήταν καλός μαθητής. «Ξέρεις πολλές φορές αυτοί που δεν είναι καλοί μαθητές έχουν άλλα στο νου τους. Αν βλέπουν τους δικούς τους να μην έχουν να φάνε, να περνάνε δύσκολα, σκέφτονται πώς θα τους βοηθήσουν κι έτσι τα γράμματα μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ισως κι εγώ τότε να μην είχα χρόνο να σκεφτώ τα γράμματα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να βοηθήσω τους γύρω μου, όμως στεναχωριέμαι που δεν έμαθα πολλά γράμματα», λέει με ειλικρίνεια.
Ούτε δεκαπέντε ετών δεν ήταν όταν μπήκε σε ένα τρένο για να έρθει στην Αθήνα. «Επρεπε να έρθω, να βγει ο καημός μου. Εδώ θα μπορούσα να μπω μέσα στα πράγματα. Ηρθα μοναχός μου να βρω αρχικά μια δουλίτσα, να μεγαλώσω λίγο, να βοηθήσω τους δικούς μου και να βγάλω τον καημό μου στο τραγούδι. Στην αρχή πήγα στο Κορωπί, σε ένα φιλαράκι που θα μου έβρισκε δουλειά. Τις πρώτες μέρες κοιμήθηκα έξω, στην εκκλησία στην Ανάληψη, μαζί με πολύ κόσμο, βέβαια, γιατί εκείνη την εποχή 200-300 άτομα κοιμόντουσαν έξω. Ε, μετά με πήρε σπίτι του, μου βρήκε μια δουλίτσα σε ένα περιβόλι, έκατσα εκεί 5-6 μήνες και από εκεί πήγα σε ένα εργοστάσιο που έβγαζε ούζα και μετά σε έναν εργολάβο που με πήρε να βγάζω πρόκες στην οικοδομή. Ημουν πολύ πιτσιρίκι, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα», περιγράφει γελώντας. «Εγώ όπου και να ήμουν όλο τραγουδούσα. Μετά από τα δύο χρόνια πήγα σε κάτι συγχωριανάκια μου στον Αγιο Αρτέμη. Εκεί γνώρισα τον Μελέτη τον Τσιρόπουλο που δούλευε ταξί κι έπαιζε και μπουζουκάκι και με έπαιρνε μαζί του, κατεβαίναμε στο μπαράκι των μουσικών και γνώρισα ανθρώπους της δουλειάς».
Την ανεργία την έζησε για πέντε χρόνια. Πού και πού έκανε κανένα μεροκάματο, αν τον έπαιρνε κανένας μάστορας μαζί του, εκεί που περίμενε στην πλατεία Κοτζιά με άλλους τεχνίτες. «Είχα ένα σκεπάρνι, έβγαζα πρόκες, κουβαλούσα κανένα τούβλο, κανένα τσιμεντόλιθο. Ο,τι έβρισκα για το μεροκάματο», θυμάται.
Μετά το στρατιωτικό έπιασε δουλειά στο «Ηλιοβασίλεμα». «Μεσολάβησε ένας φίλος μου ράφτης, ο οποίος μου έραψε κι ένα κοστουμάκι για να βγαίνω να τραγουδάω στο μαγαζί. Είχα τέτοιους φίλους που με πίστευαν, με πρόσεχαν, με βοηθούσαν. Στο μαγαζί η φίρμα ήταν ο σπουδαίος Οδυσσέας Μοσχονάς. Ελεγα δύο τραγούδια όλο το βράδυ, τα πόδια μου έτρεμαν. Μα και τώρα έχω άγχος όταν βγαίνω στην πίστα. Αν δεν έχεις τρακ, δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά. Λες “Το κάνω καλά”; Εγώ θέλω να το κάνω καλύτερα, να αρέσει στον κόσμο. Ο Μοσχονάς κάτι είδε πάνω μου και με πήρε μαζί, ήθελε να μου κάνει και δίσκο».
Εντεκα χρόνια πέρασαν για να γνωρίσει ο Γιώργος Μαργαρίτης την επιτυχία με τα πρώτα σουξέ. «Γνώρισα τον Τάκη Σούκα. Μόνο που την πρώτη φορά που κλείσαμε ραντεβού δεν πήγα στην ώρα μου. Εβραζε το αίμα μας τότε, πιτσιρίκος ήμουν και δεν είχα συνέπεια. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια για να συναντήσω τον Βασίλη Βασιλειάδη, αρχικά και να βρεθώ με τον Τάκη Σούκα και να κάνουμε τον πρώτο δίσκο».
Ακολουθεί μια ανοδική καριέρα, με σπουδαίες συνεργασίες και την καθιέρωση του Γιώργου Μαργαρίτη στο λαϊκό τραγούδι. «Τώρα όμως περνάμε δοκιμασίες. Οσοι μείναμε στο λαϊκό τραγούδι πρέπει να το διδάσκουμε στους νέους, γιατί έχουμε διαμάντια στην πατρίδα μας, σπουδαία κληρονομιά, ωραία τραγούδια».
Ο Γιώργος Μαργαρίτης εμφανίζεται στο Γυάλινο Μουσικό θέατρο, σε μια μοναδική παράσταση με τίτλο «Ενας αιώνας λαϊκό τραγούδι». Κάθε Σάββατο πραγματοποιεί μια μουσική αναδρομή από τα ρεμπέτικα του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου και του Τσιτσάνη μέχρι τις ερωτικές μπαλάντες των Σούκα, Ακη Πάνου, Νικολόπουλου και Μαχαιρίτσα. «Θα φύγω μετά τις 2 Μαρτίου για την Αμερική, για μια σειρά παραστάσεων και επιστρέφω και πάλι στις 23 Μαρτίου στο Γυάλινο Θέατρο, ενώ σε κανένα μήνα μπαίνουμε στούντιο για το νέο μου CD. Ο Λάκης Παπαδόπουλος και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας μου το κάνουν. Θα είναι σουπερ λαϊκά τραγούδια», λέει με χαρά.
Οταν η κουβέντα μας φτάνει και στη Γιουροβίζιον, ο Γιώργος Μαργαρίτης δεν μασάει τα λόγια του. Παίρνει θέση για τον μουσικό διαγωνισμό χωρίς φόβο, αλλά με πάθος: «Γιουροβίζιον, ε; Τι θα κάνω εκεί εγώ; Να σταματήσει πια αυτό το χάλι, γιατί υπάρχει και κάποιο κονδύλι που κόβεται γι’ αυτό. Πεινάει ο κόσμος και κάποιοι έχουν τη Γιουροβίζιον στο νου τους».
Το «κεφάλαιο γυναίκες» και ο γάμος που άργησε να έρθει
Ο έρωτας φαίνεται να έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή του Γιώργου Μαργαρίτη. «Είναι το φυσιολογικό. Ξέρεις κανέναν άνδρα που να μην πρέπει να βρίσκεται με γυναίκες; Χωρίς τη γυναίκα πώς θα βγει ο καημός; Η ζωή μου ήταν γεμάτη από γυναίκες, από όμορφες γυναίκες. Δεν με πλήγωσε καμία. Εφευγα, φεύγαμε και οι δυο ευχαριστημένοι από τη σχέση. Αν καμιά φορά συναντήσω καμία από εκείνη την εποχή, έχουμε την καλημέρα μας. Καλοπροαίρετη διάθεση». Παντρεύτηκε αργά γιατί, όπως λέει χαριτολογώντας, είχε «παντρευτεί» το τραγούδι. Τη σύζυγό του τη γνώρισε σε ένα μαγαζί όπου εμφανιζόταν. «Ηρθε να δει τις πρόβες και έμεινε στη ζωή μου. Μετά από έναν χρόνο προχωρήσαμε.. Αν σου πω ότι δεν με ζήλευε, ψέματα θα πω. Η γυναίκα είναι γυναίκα… Υπάρχει γυναίκα που δεν ζηλεύει; Κι εγώ ζήλευα, ναι το λέω. Παντρευτήκαμε το 1989 και κάναμε δύο παιδιά. Η κόρη μου έχει τελειώσει την ΑΣΟΕΕ και ο γιος μου τελειώνει το Οικονομικό του Πειραιά. Δεν βλέπω να έχουν το μικρόβιο που είχα εγώ για το τραγούδι. Δεν μου το ζήτησαν ποτέ» λέει χαρακτηριστικά.
Η επιτυχία και το star system
Υπήρξαν στιγμές που είπε ότι θα τα παρατήσει. «Ναι, βεβαίως, πολλές φορές. Λίγο πριν βγάλουμε τον δίσκο με τον Τάκη Σούκα, είχα πει τέρμα. Τότε βρέθηκε η πολύ σπουδαία, η μεγάλη τραγουδίστρια και πολύ καλός άνθρωπος, η Αννα η Χρυσάφη, που δουλεύαμε μαζί και με παρότρυνε να πάω να βρω συνθέτες να μου γράψουν. Μια δυο, μου το έλεγε κάθε βράδυ, δεν με άφηνε σε ησυχία. “Πήγαινε”, μου έλεγε, “και σε έναν χρόνο θα σε αγαπήσει όλη η Ελλάδα”. Ε, της έκανα το κέφι», λέει χαμογελώντας.
Η επιτυχία δεν του πήρε τα μυαλά. «Το είδα απλά και σοβαρά. Ο καημός μου βγήκε, αυτό που είχα μέσα μου έγινε τραγούδι και είπα ότι οφείλω να το πάρω σοβαρά και να δίνω στον κόσμο καλά τραγούδια. Γι’ αυτό κι ευχαριστώ τους συνθέτες πολύ. Δεν καβάλησα κανένα καλάμι. Η επιτυχία, βέβαια, για μένα δεν ήρθε στα 18, όπως στα σημερινά παιδιά, που μπορεί κιόλας να τα δικαιολογήσεις αν καβαλήσουν κανένα καλάμι, να μην πω μουριές. (γελια). Εγώ ήμουν 35 χρόνων, ήξερα και μπορούσα να κουμαντάρω τον εαυτό μου. Τώρα τι να πω, μπορεί και πέρασα κι εγώ αυτό το στάδιο της έπαρσης και να μην το κατάλαβα. Αλλά κάποιος θα μου το επισήμανε. Δεν ήμουν εγώ άνθρωπος που ζήταγε πολλά στη ζωή του. Μπορούσα να περάσω και με ένα κομμάτι ψωμί και δυο ελιές. Αυτή είναι η πάστα μου»
«Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Η μεταχείριση ήταν διαφορετική από τους συνθέτες. Αν άξιζες, προχωρούσες, αλλιώς σου το λέγανε οι ίδιοι ότι δεν κάνεις και να ασχοληθείς με κάτι άλλο. Τώρα μόνοι τους πιστεύουν ότι είναι ταλέντα, μόνοι τους πληρώνουν και βγάζουν δίσκο, κάποιους τους φτιάχνει και το σύστημα. Υπάρχουν ωραίες κοπέλες, ωραία αγόρια, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Αλλά για να πω την αλήθεια μου, εμένα μου χρειάζονται στα προγράμματά μου και οι ωραίες παρουσίες. Θέλω να έχω και δυο ωραίες κοπέλες, να έχουν ομορφιά, να ανοίγουν το πρόγραμμα. Αν έχουν και ωραία φωνή, είναι καλός συνδυασμός», λέει με χιούμορ.
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
1.Αγαπημένο του ποτό: «Ολα τα έχω πιει».
2.Προτίμηση σε φαγητό δεν έχει. «Ολα μου αρέσουν. Εγώ δεν μαγειρεύω, το έχω πει: με τα κατσαρολικά μη με μπερδεύεται».
3.Αγαπημένος προορισμός: «Τα τελευταία χρόνια πολύ απολαμβάνω την Πελοπόννησο. Η Κρήτη είναι πολύ όμορφη. Αλλά στην Ελλάδα και πού δεν είναι ωραία;»
4.Το μεγαλύτερό του ελάττωμα: «Να ακούω ωραία τραγούδια. Αυτό είναι το μεγάλο μου μειονέκτημα».
5.Αγαπημένο του τραγούδι: «Είναι ένα του Ακη Πάνου που λέει: “Λένε πως είναι μια γυναίκα της δεκάρας ή της δραχμής, μα εγώ της είπα της καρδιάς της φουκαριάρας να τη φωλιάσει στη γωνιά την πιο ζεστή».
6. Eχει, όπως λέει, «φίλους καρδιάς». «Είμαι ευτυχισμένος σε αυτό τον τομέα. Δεν έχω φίλους καρδιακούς, έχω αδέλφια καρδιακά. Φίλους σαράντα χρόνια και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Οπως τον Γιώργο τον Τρομάρα. Είναι η ευτυχία οι καλοί φίλοι στη ζωή μας».
7. Εχει δύο παιδιά. Μια κόρη κι έναν γιο. «Οχι, δεν ήμουν και δεν είμαι αυστηρός μπαμπάς. Δεν ανακατεύομαι. Εχω περάσει πολλά στη ζωή μου και θέλω τα παιδιά να περνούν καλά»
8. «Το καταφύγιό μου είναι η αράχτρα μου στο Πολυδένδρι. Εκεί μαζευόμαστε και με φίλους και περνάμε καλά».
9. Η καλύτερη συνεργασία του ήταν με την Τζένη Βάνου, τον Γιάννη Βογιατζή, τη Νέλλη Γκίνη και τον Δημήτρη Ψαριανό.
10. Δεν θα έλεγε όχι σε μια συνεργασία με έναν ποπ τραγουδιστή ή μια ποπ τραγουδίστρια.
11. Η πιο ωραία στιγμή στη ζωή του: «Η γέννηση των παιδιών μου».
12. Η πιο καλή επαγγελματική στιγμή: «Ηταν η μέρα που άκουσα για πρώτη φορά τραγούδι μου στο ραδιόφωνο. Είχα μεγάλη χαρά».
13. Αυτό που δεν ξέρουμε για τον Γιώργο Μαργαρίτη είναι ότι: «δεν ξέρετε για μένα ότι ενώ είμαι ο μικρότερος της γενιάς του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση κ.ά και τους έχω τραγουδήσει, ως τραγουδιστής, ως καημός εσωτερικός, ως φωνή ανήκω στη γενιά του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Τσαουσάκη, που επίσης έχω τραγουδήσει και είναι και τα πρώτα μου ακούσματα».
14. «Εχω φίλους από τον χώρο. Οταν βρεθώ με συναδέλφους καλά περνάμε. Δεν έχω εχθρούς εγώ».