Με την άφιξη του χειμώνα, ξεκινά για ορισμένους ανθρώπους μια περίοδος ατονίας, η οποία μπορεί – σε ακραίες περιπτώσεις- να οδηγήσει μέχρι και στην κατάθλιψη.
«Έχει περισσότερη ψύχρα, είναι πιο σκοτεινά. Πράγματα που πολλοί τα βιώνουν ως περιορισμούς», λέει η Ίρις Χάουτ, πρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Ψυχιατρικής και Ψυχοθεραπείας (DGPPN). Όπως εξηγεί η ίδια, ένας στους τέσσερις Γερμανούς ταλαιπωρείται τον χειμώνα από ενοχλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα.
Η Ίρις Χάουτ επικαλείται τα συμπεράσματα πολλών ερευνών που κατέδειξαν ότι «2% έως 5% του πληθυσμού, ανάμεσά τους περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες, παθαίνουν το φθινόπωρο κατάθλιψη που σχετίζεται με την εποχή». Ορισμένοι χρήζουν μάλιστα ιατρικής βοήθειας, επισημαίνει η γερμανίδα επιστήμονας. Η ψυχολογική κατάπτωση δεν είναι συνήθως τόσο σοβαρή τον Νοέμβριο, αλλά κλιμακώνεται κατά κανόνα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, ειδικά εφόσον το κρύο έχει μεγάλη διάρκεια. Αργότερα, από τον Μάρτιο, οι ενοχλήσεις αυτές υποχωρούν από μόνες τους.
Ενώ άτομα που υποφέρουν από τις συνήθεις μορφές κατάθλιψης συχνά χάνουν την όρεξή τους και τον ύπνο τους, όσοι υποφέρουν από χειμερινή κατάθλιψη αντιθέτως έχουν μεγάλη όρεξη για γλυκά και υδατάνθρακες, ενώ παράλληλα χρειάζονται περισσότερες ώρες ύπνου. «Αυτό αποδίδεται στην έλλειψη φωτός», εξηγεί η Ίρις Χάουτ, διευκρινίζοντας ότι αυτή η έλλειψη φωτός οδηγεί σε αυξημένες εκκρίσεις μελατονίνης, της λεγόμενης ορμόνης του ύπνου, που ρυθμίζει τις εναλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Πιθανό είναι ότι μερίδιο ευθύνης για τη χειμερινή κατάθλιψη έχει και η σεροτονίνη, ένας νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου. Για την παραγωγή μελατονίνης το σώμα μετασχηματίζει τη σεροτονίνη με αποτέλεσμα τα επίπεδα της τελευταίας στον εγκέφαλο να μειώνονται. Αυτό επηρεάζει τη διάθεση και προκαλεί ακατάσχετη όρεξη για γλυκές τροφές και υδατάνθρακες, επισημαίνει η Ίρις Χάουτ.