Ιδιαίτερα οξεία κριτική στην κυβέρνηση ασκεί ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
Ο κ. Βαρουφάκης χαρακτηρίζει ως Βατερλό για την κυβέρνηση το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, υποστηρίζοντας ότι μονιμοποίησε τη λιτότητα και ματαίωσε οιαδήποτε ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους.
Συγκεκριμένα, ο πρώην υπουργός γράφει:
Ήταν το Eurogroup που, υποτίθεται, θα αντάμειβε την κυβέρνηση με ανακουφιστική αναδιάρθρωση χρέους. Κατέληξε να είναι το Eurogroup που μονιμοποίησε τη σκληρότατη, συνεχώς αύξουσα λιτότητα για τα επόμενα δέκα χρόνια και τη ματαίωση της οποιασδήποτε ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους. Μέσα από τα σαγόνια μιας προαναγγελθείσης επιτυχίας η κυβέρνηση «απέσπασε» ένα Βατερλό.
Ας δούμε τα πράγματα ψυχρά και αντικειμενικά από τη σκοπιά του τι έπρεπε να γίνει, τι ήλπιζε (και υποσχόταν) η κυβέρνηση ότι θα γίνει και τι τελικά έγινε.
Τι έπρεπε να έχει γίνει κατ’ ελάχιστον.
Τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την ανάκαμψη ήταν:
(1) Αναδιάρθρωση χρέους που να επιτρέπει στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (από το 2017 και για κάθε έτος μετά, συμπεριλαμβανόμενου και του 2018) το πολύ της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – κάτι που θα ισοδυναμούσε με πάγωμα της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα (δηλαδή το ελάχιστο που απαιτείται).
(2) Επαναφορά της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στη ρευστότητα της ΕΚΤ (τεχνικά μιλώντας, επαναφορά του waiver που «τράβηξε» η ΕΚΤ την 4η Φεβρουαρίου του 2015).
(3) Ανακοίνωση ότι από τον Ιανουάριο οι ελληνικοί «τίτλοι» (δηλαδή χρέος «ελληνικής κοπής», π.χ. κρατικά ομόλογα αλλά και ιδιωτικό χρέος) θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, δίνοντας μια εκ των ων ουκ άνευ ένεση αισιοδοξίας.
Τι ήλπιζε (και υποσχόταν) η κυβέρνηση ότι θα γίνει.
Προ του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση (όπως, αν θυμάστε, και το φθινόπωρο του… 2015) προϊδέαζε ότι θα έπαιρνε «κάτι για το χρέος» ικανό να μειώσει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο οποίο έχει δεσμευτεί για το 2018 και μετά στο επίπεδο του 2% από το 2019 και μετά. Ακόμα, η κυβέρνηση αιτούνταν, αναφερόταν και υποσχόταν ότι σύντομα οι ελληνικοί τίτλοι θα συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τι έγινε;
Απολύτως τίποτα από αυτά.
Η κυβέρνηση υποτάχθηκε στον αστείο στόχο του 3,5% πρωτογενούς για το 2018, ελπίζοντας ότι η υποχωρητικότητά της αυτή θα ανταμειφθεί με μείωση από το 2019. Φευ, δυστυχώς ανταμείφθηκε με άλλον ένα εξευτελισμό. Το Eurogroup επιβεβαίωσε, προφανώς με την αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης, τον στόχο του 3,5% «για το 2018 και μεσοπρόθεσμα». Όταν μάλιστα ο κ. Ντάισελμπλουμ ρωτήθηκε πώς ορίζει το «μεσοπρόθεσμα», απάντησε ότι για τους υπουργούς Οικονομικών που απαρτίζουν το Eurogroup, το μεσοπρόθεσμο διάστημα κυμαίνεται από τρία ως δέκα χρόνια. Άρα, ο καταστροφικός στόχος του 3,5% επιβεβαιώθηκε ως ισχύων από το 2018 έως τουλάχιστον ως το 2021, ίσως και έως το 2028.
Τι σημαίνει αυτό;
Για να επιτευχθεί, κάτι που αποτελεί πλέον (της αρέσει, δεν της αρέσει) μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο της κυβέρνησης, απαιτούνται τεράστια νέα μέτρα λιτότητας τα οποία το ΔΝΤ, ορθώς, υπολογίζει στα 4,2 δισ. ευρώ μόνο για το 2019 και το 2020. Το να τα βάζει η κυβέρνηση με το (κατά τα άλλα, π.χ. εργασιακά πράγματι αισχρό) ΔΝΤ αποτελεί ύβρι απέναντι στην… αριθμητική.
Καταλήγοντας, ο κ. Βαρουφάκης τονίζει ότι «το σημερινό περιβάλλον, όπου το Eurogroup δεν μπορεί να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αποδομούν το ευρώ, είναι ιδανικό ώστε η ελληνική κυβέρνηση να πει επιτέλους το μέγα ΟΧΙ τόσο στους κ.κ. Ντάισελμπλουμ-Σόιμπλε όσο και στο ΔΝΤ. “Κάναμε ό,τι μας ζητήσατε για 18 μήνες”, να πουν. “Τέλος! Δεν θα περάσουμε κανένα μέτρο και σταματάμε τις αποπληρωμές τόσο στο ΔΝΤ όσο και στην ΕΚΤ”. Τι φοβάται ο πρωθυπουργός; Ότι θα του επιβάλουν… capital controls; Ότι θα τον απειλήσουν πάλι με Grexit την ώρα που καταρρέει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα και καλπάζουν η κ. Λεπέν και το AfD; Αν όχι τώρα, πότε;».