Ξεμένει από «πελάτες» η εφορία, όπως δείχνουν τα πρώτα ευρήματα από την επεξεργασία των δηλώσεων που υποβλήθηκαν το 2016 και τα οποία αποτυπώνουν τα εισοδήματα του 2015.
Και αυτό γιατί, σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου 2,5 εκατομμύρια νοικοκυριά εμφάνισαν οικογενειακό εισόδημα κάτω από τις 9.000 ευρώ όταν το «οικογενειακό» αφορολόγητο φτάνει υπό προϋποθέσεις και στις 18.000 ευρώ.
Εξέλιξη που προκαλεί πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο για την περαιτέρω πορεία των φορολογικών εσόδων. Τα αναλυτικά στοιχεία –σε ατομικό πλέον επίπεδο και όχι οικογενειακό- θα δείξουν ότι συνεχίζεται η «εξίσωση προς τα κάτω»: Η κυβέρνηση συμφωνεί με τους θεσμούς τη μείωση του αφορολογήτου για να διευρύνει τα φορολογικά έσοδα αλλά η πτώση των εισοδημάτων συνεχίζεται.
Το αποτέλεσμα; Παρά τη μείωση του αφορολογήτου, ο αριθμός των Ελλήνων που δεν θα πληρώνουν καθόλου φόρο, θα είναι και το 2016 ο ίδιος ή και μεγαλύτερος σε σχέση με το 2015. Ήδη, περισσότερα από 6,5 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα –σε σύνολο 8 εκατομμυρίων ΑΦΜ- εμφανίζουν εισόδημα κατά μέγιστο 1.000 ευρώ τον μήνα. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνουν από καθόλου φόρο (σε περίπτωση που είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι ή αγρότες με αποδοχές έως 8500-9000 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών) έως και φόρο 22% επί του δηλωθέντος εισοδήματος (σε περίπτωση που είναι ελεύθεροι επαγγελματίες).
Μετά το ψαλίδισμα του Μαΐου, το αφορολόγητο διαμορφώθηκε:
1. Στις 8636 ευρώ για τον άγαμο
2. Στις 8863 ευρώ για τον παντρεμένο με ένα παιδί
3. Στις 9090 ευρώ για τον παντρεμένο με δύο παιδιά
4. Στις 9545 ευρώ για τον παντρεμένο με τρία παιδιά
Θεωρητικά, το 2016 θα έπρεπε να διευρυνθεί ο αριθμός αυτών που θα καλούνταν να πληρώσουν φόρο. Αυτό όμως δεν θα συμβεί για δύο λόγους: πρώτον λόγω της διεύρυνσης του αριθμού των φορολογουμένων που πέφτουν κάτω από τις 9000 ευρώ και δεύτερον λόγω της ένταξης και των αγροτών στη διαδικασία του αφορολογήτου. Τα πρώτα ανησυχητικά στοιχεία για την εξέλιξη του φόρου εισοδήματος, άρχισαν ήδη να αποτυπώνονται στα φορολογικά έσοδα του Ιουλίου.
Κανονικά, με δεδομένη την αύξηση της παρακράτησης σε εκατομμύρια μισθωτούς και συνταξιούχους αλλά και την αποστολή χρεωστικών εκκαθαριστικών σε 2,3 εκατομμύρια φορολογουμένους με τα οποία βεβαιώθηκαν 3,75 δις. ευρώ, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος θα έπρεπε να είναι πολύ αυξημένα έναντι του στόχου. Αυτό δεν συνέβη. Η απόκλιση στο 7μηνο έφτασε στα 126 εκατομμύρια ευρώ ύστερα από την πολύ μεγάλη «τρύπα» της τάξεως των 270 εκατ. ευρώ που άνοιξε στα έσοδα φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά τον μήνα Ιούλιο.
Το φαινόμενο να μην αποδίδει ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων –το οποίο αν συνεχιστεί και τον Σεπτέμβριο θα δημιουργήσει προβλήματα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού- οφείλεται σε δύο παράγοντες: στη συνεχιζόμενη μείωση των εισοδημάτων αλλά και στην «πάγια» αδυναμία του 25-30% των φορολογουμένων να πληρώσουν εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο Οικονομικών έχει προϋπολογίσει για φέτος ότι θα εισπράξει περίπου τα ίδια έσοδα από τον φόρο εισοδήματος σε σχέση με πέρυσι (περίπου 7,8 δις. ευρώ) παρά την επιβολή των νέων μέτρων.
Τα στοιχεία από τις μισθοδοσίες των ιδιωτικών επιχειρήσεων αποδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους διευρύνθηκε και το 2015 ο αριθμός αυτών που έπεσαν κάτω από τα όρια του αφορολογήτου:
1. Το «μερίδιο» αυτών που εισπράττουν μισθούς έως… 200 ευρώ τον μήνα (λόγω μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας) έφτασε στο 8% του συνόλου ποσοστό που μεταφράζεται σε 143.715 άτομα (με βάση τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2015)
2. Από 200 ως 400 ευρώ εισπράττουν περίπου 210.000 μισθωτοί έναντι 186.700 στο τέλος του 2014.
3. Στην κλίμακα από 400 έως 600 ευρώ ανήκουν πλέον 234.900 άτομα (έναντι 215.350 το 2014) ενώ
4. Από 600 έως 800 ευρώ εισπράττουν 250.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, περίπου 20.000 περισσότεροι σε σχέση με πέρυσι.
Ο αριθμός των 840.000 εργαζομένων που δεν πλήρωσαν για τα εισοδήματα του 2015 καθόλου φόρου (ή πλήρωσαν ελάχιστο φόρο), είναι κατά 80.000 άτομα μεγαλύτερος σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2014. Και αυτή η μεταβολή, αφορά μόνο στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Η διεύρυνση προέρχεται –και θα συνεχιστεί στο άμεσο μέλλον- και από άλλα μέτωπα:
1. Οι συνταξιοδοτήσεις –φτάνουν περίπου στις 80-90.000 τον χρόνο- προκαλούν νέα μετατόπιση πληθυσμού προς τα χαμηλότερα στρώματα. Αυτός που συνταξιοδοτείται υφίσταται ραγδαία μείωση του εισοδήματός τους καθώς εγκαταλείπει έναν υψηλό μισθό (ακόμη και πάνω από 1500 ευρώ) για μια σύνταξη η οποία με τον νέο τρόπο υπολογισμού θα πέφτει σίγουρα κάτω από το αφορολόγητο όριο. Όσον γι’ αυτόν που θα αντικαθιστά τον συνταξιοδοτούμενο, θα προσλαμβάνεται με πολύ χαμηλότερο μισθό (και κατά κανόνα στον βασικό μισθό των 586 ευρώ).
2. Οι προσλήψεις με μερική απασχόληση γεννούν θέσεις εργασίας που δεν εξασφαλίζουν καθόλου φόρο εισοδήματος στο δημόσιο. Ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων μερικής απασχόλησης έχει φτάσει περίπου στις 50.000 τον χρόνο.
3. Με τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού (θάνατοι-γεννήσεις), η εισοδηματική κλίμακα επηρεάζεται κάθε χρόνο προς τα κάτω. Με έναν θάνατο «σβήνει» από το σύστημα μια υψηλή σύνταξη –υπολογισμένη με την καλύτερη μέθοδο του παρελθόντος- και αντικαθίσταται είτε από μια σύνταξη χηρείας η οποία φτάνει στο 30-50% της αρχικής, είτε από μια καινούργια σύνταξη η οποία όμως είναι πολύ χαμηλότερη.