Ενδιαφέρουσες μπορεί να είναι οι ιστορίες πολλών αθλητών που βρίσκονται στους Ολυμπιακούς Αγώνες, της Γιούσρα Μαρντίνι, όμως, θα μπορούσε να είναι σενάριο για ταινία, η οποία σου δείχνει πως όντως τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα.
Η νεαρή κολυμβήτρια συμμετέχει στο μεγάλο γεγονός του καλοκαιριού με την Ομάδα των Προσφύγων και χθες πήρε το «εισιτήριο» για τους ημιτελικούς των 100μ. πεταλούδα, καθώς τερμάτισε πρώτη στα προκριματικά του αγωνίσματος, με χρόνο 1:09:21.
Πριν βρεθεί, όμως, στη Βραζιλία, η 18χρονη Μαρντίνι ήρθε αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες στη ζωή της, καθώς χρειάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της, προκειμένου να έχει ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτή είναι η ιστορία της
Η Γιούσρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δαμασκό κι εκεί έκανε τα πρώτα της «βήματα» στην κολύμβηση, μέχρι που έγινε επαγγελματίας κι υποστηριζόταν από την Ολυμπιακή Επιτροπή της Συρίας. Η εμπόλεμη κατάσταση στην περιοχή, συχνά την έβρισκε να προπονείται σε κολυμβητήρια, οι στέγες των οποίων είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς.
«Μερικές φορές δεν μπορούσαμε να προπονηθούμε, εξαιτίας των βομβαρδισμών. Και κάποιες φορές, έπρεπε να κολυμπάμε σε πισίνες, των οποίων οι στέγες είχαν ανατιναχθεί σε τρία ή τέσσερα μέρη», είχε πει.
Η κατάσταση, όμως, όλο και χειροτέρευε στη Δαμασκό, κι έτσι, η Γιούσρα και η αδερφή της, Σάρα, εγκατέλειψαν τη Συρία, κι αφού πέρασαν από το Λίβανο και την Τουρκία, προσπάθησαν να φτάσουν στην Ελλάδα.
Οι δύο αδερφές βρέθηκαν σε μία βάρκα, όπου συνολικά υπήρχαν 20 άτομα, αντί για έξι που επιτρεπόταν, και τριάντα λεπτά μετά την αναχώρησή τους από τη γειτονική χώρα για τη δική μας, η μηχανή παρουσίασε βλάβη.
Προκειμένου η βάρκα να μην ανατραπεί, και μην έχοντας άλλη λύση, η Γιούσρα και η Σάρα, μαζί με άλλους δύο κολυμβητές, πήδηξαν στη θάλασσα, και κρατώντας τη βάρκα, κολύμπησαν για τρεις ώρες στη Μεσόγειο, μέχρι να φτάσουν στη Λέσβο.
Η Μαντρίνι θυμάται έντονα: «Μόνο εμείς οι τέσσερις ξέραμε κολύμπι. Με το ένα χέρι κρατούσα το σχοινί της βάρκας και με το άλλο, και τα δύο μου πόδια έδινα την ώθηση. Ήμουν για τρεισήμισι ώρες μέσα στο κρύο νερό. Το σώμα σου είναι σχεδόν τελειωμένο. Δεν ξέρω πως να το περιγράψω όλο αυτό…».
Όμως, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μια άσχημη ανάμνηση, καθώς θεωρεί πως αν δεν ήξερε κολύμπι, τώρα μπορεί να μην ήταν ζωντανή. «Ξέρω πως χωρίς το κολύμπι, τώρα δε θα είχα βγει ζωντανή από αυτή την ιστορία με τη βάρκα. Οπότε, είναι μια καλή ανάμνηση για μένα», και συμπλήρωσε «Ήταν δύσκολο και σκληρό για όλους. Δεν κατηγορώ κανέναν αν φώναξε ή έκλαψε. Απλά εμείς έπρεπε να προχωρήσουμε».
Μετά τη Λέσβο, οι δύο αδερφές πέρασαν από τα Σκόπια, τη Σερβία, την Ουγγαρία και την Αυστρία, πριν φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, τη Γερμανία.
Η Γιούσρα με τη Σάρα εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο, κι εκεί, η νεαρή κολυμβήτρια βρέθηκε στην ομάδα της Σπαντάου ’04. Σύντομα, ο προπονητής, Σβεν Σπάνεκρεμπς, την ξεχώρισε και ανέλαβε την προετοιμασία της, προκειμένου να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020 στο Τόκιο. Η καθημερινότητα της Γιούσρα ήταν γεμάτη, καθώς έκανε προπόνηση δύο με τρεις ώρες κάθε πρωί, μετά πήγαινε σχολείο, κι έπειτα έκανε ξανά προπόνηση τα απογεύματα.
Στη Συνέντευξη Τύπου που είχε γίνει, όταν παρουσιάστηκε από την Ομάδα των Προσφύγων, είχε αναφέρει: «Θέλω ο καθένας να σκέφτεται πως οι πρόσφυγες είναι κανονικοί άνθρωποι, που είχαν πατρίδες και τις έχασαν, όχι επειδή ήθελαν οι ίδιοι να το «σκάσουν» και να είναι πρόσφυγες, αλλά επειδή είχαν όνειρα για τη ζωή τους. Όλα έχουν να κάνουν με την προσπάθεια για μια νέα και καλύτερη ζωή, και με την είσοδό μας στο στάδιο θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους πάντες να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Θέλω να κάνω όλους τους πρόσφυγες περήφανους. Αυτό θα αποδείκνυε πως, παρά το δύσκολο ταξίδι μας, μπορούμε να πετύχουμε κάτι».
Επίσης, ελπίζει πως μια μέρα θα υπάρξει ειρήνη στη Συρία και θα μπορέσει να επιστρέψει εκεί. «Ίσως χτίσω τη ζωή μου στη Γερμανία κι όταν θα είμαι πια μια ηλικιωμένη γυναίκα, θα γυρίσω στη Συρία για να διδάξω τους ανθρώπους εκεί με την ιστορία μου».
Δείτε το βίντεο
sportfm.gr