Φρένο στους φορο- ελέγχους πέραν της δεκαετίας βάζει με απόφασή του το ΣτΕ στο οποίο προσέφυγε ο τέως αντιπρόεδρος της Βουλής Αλέξης Μητρόπουλος για πρόστιμο που «έφαγε» για φορολογική παράβαση που είχε γίνει το 1999.
Πρακτικά η αμετάκλητη απόφαση της αυξημένης 7μελούς σύνθεσης του Β. Τμήματος του ΣτΕ μπορεί να βάλει μπλόκο
κρίνει ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με νόμους του υπουργείου Οικονομικών αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, καθιστά τους φορολογούμενους «έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου» και το Δημόσιο «έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων»
Με αμετάκλητη απόφαση της αυξημένης 7μελούς σύνθεσης του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η συγκεκριμένη απόφαση θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική καθώς όπως εκτιμάται «μπλοκάρει» τους αναδρομικούς φοροελέγχους για τις λίστες φοροδιαφυγής πέραν της δεκαετίας.
Με αυτή την απόφαση είναι πιθανό να ευνοηθούν -από τη μία- χιλιάδες πολίτες οι οποίοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους (είτε επειδή περιλαμβάνονται τα ονόματά τους σε διάφορες «λίστες», είτε ξέχασαν να δηλώσουν κάποιο εισόδημά τους) και τους έχουν επιβληθεί ήδη υψηλά πρόστιμα-από την άλλη-πρόκειται να ζημιωθεί το Δημόσιο το οποίο ευελπιστεί σε μεγάλα έσοδα από τις ενδεχόμενες φορολογικές παραβάσεις.
Ουσιαστικά μπαίνει τέλος στην αυθαίρετη διατήρηση επί μακρόν του χρόνου παραγραφής που επέκτεινε κατά το δοκούν το ελληνικό δημόσιο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη απόφαση και από άλλους φορολογούμενους που έχουν πρόστιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα κρίνει ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν με νόμους του υπουργείου Οικονομικών αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, καθιστά τους φορολογούμενους «έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου» και το Δημόσιο «έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων»
Τι αναφέρει η απόφαση
Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία εκδόθηκε με αφορμή την περίπτωση του κ. Μητρόπουλου ξεκαθαρίζεται πως η παράταση των προθεσμιών για την 10ετη παραγραφή με αρχικά με το νόμο 3888/2010 και περαιτέρω με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012, αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Επιπλέον, στην απόφαση του ΣτΕ επισημαίνεται ότι «δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και ακολούθως να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό».
Στην συνέχεια το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, υπογραμμίζει: «Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω».
Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ’ αόριστον εν αμφιβόλω
Και συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας:
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».