«Εάν η Ευρώπη αποτελούσε μία δημοκρατία, όλοι οι πολίτες της θα είχαν λόγο στην απόφαση εάν το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει ή θα βγει από την Ε.Ε.
Στην τελική, το Brexit δεν θα καθορίσει απλά τη μοίρα των Βρετανών αλλά και την ποιότητα και την μακροζωία ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος». Τη θέση αυτή υποστηρίζει o Camille Pecastaing, αρθρογράφος του περιοδικού Foreign Affairs, που εκφράζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το άρθρο του τιτλοφορείται «Please Leave» (Παρακαλώ φύγετε) και ξεκαθαρίζει «γιατί το Brexit θα ωφελήσει την Ευρώπη»:
«Η Ε.Ε. που συμπληρώνει τα 65 έτη ύπαρξης, επιδεικνύει μεγάλη αδυναμία και φωνές- εθνικιστών, λαϊκιστών και κάποιες φορές ξενοφοβικών- ζητούν τη διάλυσή της. Η στιγμή έχει έρθει – αν δεν έχει παρέλθει- για να κοπούν τα ξερά κλαριά από το δέντρο, προκειμένου να σωθεί ο κορμός…
Ο αρχικός στόχος για τη δημιουργία της Ε.Ε. ήταν αρχικά πρωτίστως πολιτικός και όχι τόσο οικονομικός, όπως ήταν οι μεγάλες της επιτυχίες. Η Ένωση είχε ως σχέδιο να δώσει τέλος στην αέναη διαμάχη ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία. Πέτυχε, δίνοντας τέλος σε μια χιλιετία πολέμων που βρίσκονταν εν εξελίξει ανάμεσα σε ευρωπαϊκά κράτη.
Η Ε.Ε. με έξυπνο τρόπο κατάφερε παράλληλα να βοηθήσει τις ανατολικές χώρες που βρίσκονταν υπό ρωσική κηδεμονία να αλλάξουν, έπειτα από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Παράλληλα με το πολιτικό πρόγραμμα, με το πέρασμα των δεκαετιών οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν έναν ενοποιημένο οικονομικό χώρο, τον οποίο ολοκλήρωσαν με την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος στην αλλαγή της χιλιετίας.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η οικονομική διάσταση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος πέρασε μπροστά, αφήνοντας πίσω της τις πολιτικές και πολιτιστικές της προεκτάσεις. Χάνοντας το όραμα για το τι η Ευρώπη θα μπορούσε να είναι , τα φτωχότερα μέλη της Ε.Ε. άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Ένωση ως ένα γιγαντιαίο ΑΤΜ. Τα πλουσιότερα, την αντιμετώπισαν ως μια «οικονομική τρύπα» για τους φόρους τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο, περισσότερο από κάθε άλλο κράτος, είχε επίγνωση όλων των ανωτέρω πιέσεων και είχε τις είχε παραθέσει από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Πράττοντας αυτό, είχε ενισχύσει τη δημόσια αντίληψη ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. ήταν ένα παιχνίδι με μηδενικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν οι πόροι είναι λίγοι.
Η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρώπη ήταν εξ αρχής άβολη… Κατά τη διάρκεια του ’60 η πρόσβασή του στην ενιαία αγορά απορρίφθηκε με βέτο του Γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ που κατήγγειλε το Λονδίνο ως «Δούρειο Ίππο» που λειτουργούσε υπέρ της Ουάσινγκτον. Στην πραγματικότητα, ο ντε Γκωλ φοβόταν ότι η βρετανική συμμετοχή θα υποβάθμισε την επιρροή του Παρισιού. Η Ευρώπη που οραματίζονταν ο ίδιος θα κινούνταν γύρω από έναν Γαλλο-γερμανικό άξονα όπου θα ηγούνταν η Γαλλία, μόνο και μόνο λόγω των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία έπειτα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχοντας πια χάσει την εξουσία ο ντε Γκωλ, το Ηνωμένο Βασίλειο έγινε μέλος το 1973 και με αυτό, δημιουργήθηκε μία τριγωνική σχέση, προς ανακούφιση -εν τέλει- της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Η Γερμανία φοβόταν τις υπερβολικές γαλλικές φιλοδοξίες, συμπεριλαμβανομένης και της απόσχισης από το ΝΑΤΟ και της έναρξης μεγαλεπήβολων βιομηχανικών πρότζεκτ – ένα εκ των οποίων, το Airbus Group, χρωστά την απόλυτη επιτυχία του στον γερμανικό ρεαλισμό. Όσον αφορά στη Γαλλία, η ύφεση του 1973 σηματοδότησε την έναρξη ενός συνεχούς οικονομικού κατήφορου, συγκριτικά με τη Γερμανία, η οποία επίσης υπερίσχυσε δημογραφικά, μετά την επανένωση το 1990. Όταν χρειαζόταν, η Γαλλία συνεργάζονταν με το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη Βόννη – και αργότερα το Βερολίνο- όπως έκανε άλλωστε και στον πρόσφατο πόλεμο στη Λιβύη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέμεινε με το πέρασμα των χρόνων ένας περιθωριοποιημένος σύμμαχος, ωστόσο τα οφέλη που αποκόμισε από αυτή την «επένδυση» ήταν εξωφρενικά, περιλαμβάνοντας εξαιρέσεις από τους ευρωπαϊκούς νόμους- το Ηνωμένο Βασίλειο παρέμεινε εκτός Σένγκεν και εκτός ευρώ – και οικονομικές παραχωρήσεις – όπως οι περιβόητες εκπτώσεις σε οφειλές για τις οποίες διαπραγματεύτηκε η Θάτσερ και άρχισαν να ισχύουν από το 1985.
Στην όλη διαδικασία, η προσέγγιση του Λονδίνου προς την Ευρώπη διέλυσε κάθε δυναμική έναντι του φεντεραλισμού, μετατρέποντας ένα όραμα μια δυνατής πολιτικής ένωσης σε τίποτε παραπάνω από μία διογκούμενη ελεύθερη αγορά.
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν η μόνη χώρα που εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, και σε αυτό ακριβώς το σημείο, το Brexit έρχεται να θυμίσει την περυσινή απειλή του Grexit. Η Ελλάδα ήταν το 1981 μια υποανάπτυκτη χώρα που προσχώρησε στην Ε.Ε. αρχικά ως πηγή εξωτερικής βοήθειας και, όταν εισήχθη στη διεθνή αγορά το ευρώ, ως μέλος της ευρωζώνης, λάμβανε σχεδόν άτοκα δάνεια, εγγυημένα από πλουσιότερα μέλη της Ένωσης. Ήταν μια κατάφωρη κατάχρηση του πνεύματος της Ένωσης, αλλά η Ελλάδα ήταν οικονομικά στο περιθώριο. Η «ασωτία» της έμεινε απαρατήρητη μέχρις ότου ξεσπάσει η παγκόσμια οικονομική κατάρρευση που ξεκίνησε το 2007.
Ακόμη και τότε, η Ένωση, αντιτιθέμενη στο ενδεχόμενο του Grexit, επέλεξε να ρίξει περισσότερα χρήματα από το να υπάρξει η πρώτη αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη. Οι ευρωκράτες αντιμετωπίζουν το Brexit με το ίδιο άγχος, προσφέροντας στον Βρετανό πρωθυπουργό και το Ηνωμένο Βασίλειο ειδική μεταχείριση (με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής, την ανοχή απέναντι στη βρετανική πολιτική που εφαρμόζεται για το προσφυγικό). Οι εν λόγω παραχωρήσεις σε συνδυασμό με μια μαζική εκστρατεία οικονομικής κινδυνολογίας, στην οποία έχουν συνταχθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα (σ.σ: ο οποίος είχε μεταβεί πρόσφατα στη Βρετανία για να υπερασπιστεί το Bremain. Είχε αναφέρει μάλιστα ότι σε περίπτωση Brexit, θα χρειαστούν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να κλείσει εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ-Βρετανίας), στοχεύουν να πείσουν τους Βρετανούς ψηφοφόρους να παραμείνουν στην Ένωση.
Το κατά πόσο αυτές οι προσπάθειες θα ευοδωθούν θα φανεί σήμερα, 23 Ιουνίου, από το τι θα ψηφίσουν οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Βρετανοί, οι οποίοι έχουν προβάλει πολλά εμπόδια στην Ε.Ε. σε διάφορα ζητήματα τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν τώρα την ευκαιρία να την «απελευθερώσουν». Αν μη τι άλλο, η ελληνική κρίση έχει δείξει ότι ο φεντεραλισμός είναι πλέον μονόδρομος για την Ευρώπη, καθώς οι οικονομικές αποφάσεις που σχετίζονται με το νόμισμα του ευρώ πρέπει να υποστηρίζονται από δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες εγκρίνονται από όλα τα κράτη-μέλη μέσα από μια δημοκρατική διαβούλευση.
Υπό ένα πρίσμα, η Ε.Ε. μοιάζει πολύ με τις Ηνωμένες Πολιτείες, με ορισμένες περιοχές της να επιδεικνύουν παραγωγική και οικονομική ανάπτυξη. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητές της, εξακολουθεί να είναι ένα έθνος που δέχεται για παράδειγμα ότι οι φόροι από τους κατοίκους της Καλιφόρνια θα χρηματοδοτήσουν τα δημόσια σχολεία στο Μισισίπι. Αυτή η αναδιανεμητική λογική είναι που καθιστά την Αμερική μια κοινοπολιτεία. Δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ευρώπη: Οι Έλληνες έχουν κακοποιηθεί και οι Βρετανοί το αρνούνται. Αυτός είναι ο λόγος γιατί η Ευρώπη θα είναι καλύτερη χωρίς τη Βρετανία.
Η Ευρώπη είναι διαφορετική, διότι λόγω των εθνικών ιδιαιτεροτήτων της -Οι Γάλλοι φερ’ ειπείν ποτέ δεν εργάζονται τις Κυριακές- αναστέλλει τη διάδοση βέλτιστων αποδοτικών πρακτικών, όπως το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές. Οι Γερμανοί λχ. δεν είναι αποδοτικοί στη δεσποτική εργασία αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κοινωνικοοικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από αυτό της Γαλλίας. Παρόλα αυτά, η κυρίαρχη γαλλική κυβέρνηση έχει αγωνιστεί επί δεκαετίες για να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Ένα μοντέλο δημοκρατικής ομοσπονδίας, ειδικά μίας που κυριαρχείται από την «αποτελεσματική» Γερμανία, θα μπορεί πιο εύκολα να διαδώσει και να επιβάλλει τις βέλτιστες πρακτικές. Όμως, ένα τέτοιο μοντέλο απαιτεί περισσότερες δεσμεύσεις από αυτές που προτίθενται να υλοποιήσουν η Αθήνα και το Λονδίνο» συνεχίζει το άρθρο του Pecastaing και καταλήγει:
«Ασχέτως από το τι θα κερδίσει το Ηνωμένο Βασίλειο αν αποχωρήσει από την Ε.Ε., είναι βέβαιο ότι το σοκ της εξόδου θα φέρει το πολυπόθητο (παρότι πικρό) φάρμακο για έναν βαριά ασθενή. Τελικά μπορεί να αποδειχθεί ότι το Brexit που είναι μια ευκαιρία επιτέλους να γίνει πραγματικότητα το ευρωπαϊκό όνειρο της πολιτικής ένωσης. Και τα οφέλη από αυτό υπερβαίνουν κατά πολύ τα βραχυπρόθεσμα μειονεκτήματα μιας βρετανικής απόσχισης.
Το οικονομικό σοκ που θα επιφέρει το Brexit είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι τόσο επώδυνο όσο οι οικονομικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, μέσα από τις οποίες η παγκόσμια οικονομία αναδείχτηκε πιο ανθεκτική. Και παρά την επιβεβαίωση που θα δώσει το Brexit σε όσους υπερασπίζονταν τη χώρα και όχι την Ένωση, η βρετανική απόσχιση θα επιτρέψει στους Ευρωπαίους ηγέτες (που δεν αντιτίθενται σε ένα ομοσπονδιακό μοντέλο για την Ε.Ε.) να παρουσιάσουν στους ψηφοφόρους τους πιο φιλόδοξες, συνεκτικές και εμπνευσμένες προτάσεις.
Εν ολίγοις, το Brexit θα μπορούσε να είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη στην Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου…»
zougla.gr