Μέχρι το 2018 πιθανότατα να είμαστε σε Μνημόνια εκτίμησε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Παναγιώτης Λιαργκόβας, καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή που διερευνά τις συνθήκες υπαγωγής της χώρας σε αυτά τα προγράμματα.
Έσπευσε παράλληλα να τονίσει ότι μια έντιμη συμφωνία με τους εταίρους μας, θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλα δεδομένα και να μας δώσει τη δυνατότητα να δανειστούμε από τις διεθνείς αγορές, κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε τώρα καθώς είναι απαγορευτικά τα επιτόκια, ώστε να καλύψουμε τις ανάγκες μας που θα φθάσουν μέχρι το 2017 στα 30 με 40 δισ. ευρώ.
Οι ερωτήσεις των βουλευτών εστιάστηκαν κυρίως στο πρώτο μνημόνιο, και στο κατά πόσο ήταν εφικτό ή όχι η δυνατότητα αναδιάρθρωσης του χρέους πριν την υπογραφή της δανειακής σύμβασης.
Από την πλευρά του ο κ. Λιαργκόβας, περιορίστηκε να δώσει απαντήσεις βασιζόμενες στην επιστημονική του κατάρτιση, και τονίζοντας ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις είναι αυτές που συνεκτιμούν τα δεδομένα της στιγμής για να πάρουν τις πολιτικές τους αποφάσεις ενώ έκανε λόγο για πολλά λάθη στη συνταγή του πρώτου μνημονίου.
Σε ερώτηση του βουλευτή της ΝΔ Χρήστου Σταϊκούρα, «αν ήταν ρεαλιστική, εφικτή λύση η αναδιάρθρωση του χρέους το 2010», απάντησε:
«Αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες που υπήρχαν. Το κατά πόσο είναι πολιτικά εφικτό ή ανέφικτο η αναδιάρθρωση του χρέους το γνωρίζει και το προσδιορίζει η εκάστοτε κυβέρνηση. Για το ποια ήταν η καλύτερη επιλογή και ποιο ήταν το πολιτικά εφικτό τότε, ξεπερνούσε τις δικές μας αναφορές».
«Έχει ενισχυθεί σήμερα η βιωσιμότητα του χρέους;» συνέχισε ο κ. Σταϊκούρας. «Το ότι έχει επιμηκυνθεί η διάρκεια του και έχει μειωθεί το κόστος, όλα αυτά βοηθούν. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα αρνητικό. Το μέγεθος του χρέους. Ναι, υπάρχει όφελος από την εσωτερική δομή του, ωστόσο το ύψος του εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο γιατί επιβαρύνει τις τρέχουσες και μελλοντικές γενιές σοβαρά». απάντησε ο κ. Λιαργκόβας.
Σε ερώτηση του βουλευτή του Ποταμιού Γιώργου Αμυρά, αν μπορεί η χώρα να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές και να βγει από τα Μνημόνια, ο κ. Λιαργκόβας τόνισε χαρακτηριστικά:
«Μακάρι να μπορούσε η χώρα να το κάνει αύριο το πρωί να βγει από τα Μνημόνια. Δεν μπορούμε να απευθυνθούμε στις διεθνείς αγορές γιατί τα επιτόκια είναι εντελώς απαγορευτικά. Δεν βγαίνουμε να δανειστούμε γιατί τα spreads είναι πολύ υψηλά, είναι απαγορευτικά. Μέχρι το 2017, θα χρειαστούμε 30 με 40 δισ. ευρώ για να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες.
Αν δεν έχουμε λοιπόν ενδογενείς πόρους, αναγκαστικά θα πρέπει να τα παίρνουμε αυτά τα λεφτά απέξω. Εξ ανάγκης εξαρτιόμαστε από τους διεθνείς δανειστές. Μέχρι το 2017-2018, η χώρα θα βρίσκεται σε Μνημόνια, εκτός και αν υπάρξει άλλο δεδομένο. Ίσως μια άλλη έντιμη συμφωνία με τους εταίρους, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε σταδιακά, γιατί αυτά δεν γίνονται βραχυπρόθεσμα, να βγούμε στις αγορές. Γιατί οι αγορές είναι άγρυπνο μάτι και παρακολουθούν».
«Η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το μνημόνιο τη κρίση;» ρωτήθηκε από τον κ. Αμυρά.
«Μπορεί να ισχύουν και τα δύο», απάντησε ο κ. Λιαργκόβας και συμπλήρωσε:
«Αν δεν υπήρχε η κρίση το 2007 στις ΗΠΑ, η ελληνική οικονομία δεν θα είχε το πρόβλημα που είχε το Μάιο του 2010. Υπήρχαν παθογένειες. Η ελληνική οικονομία βασίστηκε σε πυλώνες που δεν ήταν σταθεροί. Θα είχαμε πρόβλημα κάποια στιγμή. Το ότι εμφανίστηκε το Μάιο του 2010 οφείλεται στη κρίση των ΗΠΑ του 2007. ‘Αρα η κρίση μας έφερε το μνημόνιο γιατί φτάσαμε σε ένα σημείο που μας έλειπε η ρευστότητα.
Αν τώρα το μνημόνιο έφερε τη κρίση, έχει να κάνει με το ίδιο το Μνημόνιο και την εφαρμογή του. Η σύνταξη του είχε πολλά προβλήματα, πολλά λάθη στη συνταγή του. Εφαρμόστηκαν δημοσιονομικά μέτρα, όχι όμως μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, το θεσμικό μας υπόβαθρο είχε αδυναμίες.
Ήταν τέτοιο που δεν βοήθησε. Και σε άλλες χώρες, όπως Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρο, εφαρμόστηκαν αυτές οι πολιτικές με σκοπό να βγουν στις αγορές. Πέτυχε. ‘Αρα είχε αποτέλεσμα. Μπορεί να έχεις μια ίδια συνταγή να την εφαρμόσεις σε δύο χώρες, να πετύχει στη μία και στην άλλη να αποτύχει. Σε εμάς οι θεσμοί δεν ήταν ισχυροί για να βοηθήσουν στην επιτυχία».
«Τα πολιτικά πρόσωπα που μετείχαν στη συμφωνία κυρίως του πρώτου μνημονίου επέδειξαν την επιβαλλόμενη σοβαρότητα;» ρωτήθηκε από βουλευτές.
«Θέλω να πιστεύω ότι η πολιτεία κάνει ότι μπορεί, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, για να βοηθήσει τη χώρα αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα. Αναφέρομαι διαχρονικά και στη σημερινή κυβέρνηση. Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, της διαπλοκής, της διαφθοράς δεν είναι μνημονιακοί όροι. Είναι πολιτική οικονομία, είναι θέμα αξιών», υποστήριξε ο κ. Λιαργκόβας.
Σε άλλη ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Λαπαβίτσα, κατά πόσο έχουν ευθύνη οι διοικήσεις των Τραπεζών, οι οποίες, όπως είπε, ενώ διασώθηκαν από τα μνημόνια με την ανακεφαλαίωσή τους, ωστόσο δεν παρενέβησαν να στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, απάντησε:
«Υπάρχουν εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες. Δεν μπορεί να απομονώσεις τον ένα παράγοντα και να πεις φταίει ο ένας ή ο άλλος, Οι εξωγενείς είναι πέρα από τον έλεγχο των διοικήσεων. Η γνώμη μου ήταν ότι οι εξωγενείς παράγοντες δυσκόλεψαν την κατάσταση των ίδιων των τραπεζών».
«Ενώ τα μνημόνια λειτούργησαν προς όφελος των τραπεζών οι ίδιες δεν ανταποκρίθηκαν να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία…», επέμεινε ο κ. Λαπαβίτσας.
«Θα ήμουν πιο προσεκτικός να εξάγω συμπεράσματα. Πρέπει κανείς να βρει την αιτιακή σχέση. Θα ήταν πολύ πρόχειρο να απαντήσω με ένα ναι ή ένα όχι» αντέτεινε ο κ. Λιαργκόβας.
«Η εσωτερική υποτίμηση είναι ξεκάθαρη ταξική διάκριση. ‘Αρα τα μνημόνια ήταν αποτυχημένη προσπάθεια για αναδιάρθρωση του χρέους και της πορείας της ελληνικής οικονομίας. ‘Αμεσα ή έμμεσα ευνόησαν ή δεν χτύπησαν το κεφάλαιο, αλλά την μισθωτή εργασία, τους συνταξιούχους, και δημιούργησαν στην Ελλάδα αυτή την απερίγραπτη κατάσταση», σημείωσε ο κ. Λαπαβίτσας.
«`Ήταν δυσμενείς οι επιπτώσεις από την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων. Ωστόσο αναγνωρίσαμε την πρόοδο που έγινε στον δημοσιονομικό τομέα, με κόστος βέβαια, αλλά και για πρώτη φορά τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων των τρεχουσών συναλλαγών έστω και με όλους τους αστερίσκους που μπορεί να υπάρχουν σε αυτή την εξέλιξη».
Ερωτώμενος για το PSI o κ Λιαργκόβας απάντησε: «Ήταν επιλογή της τότε κυβέρνησης η αναδιάρθρωση του χρέους. Στη δεδομένη στιγμή που έγινε, διασώθηκαν οι τράπεζες, επιβαρύνθηκαν όμως πολλά ασφαλιστικά ταμεία και ομολογιούχοι. Έγινε ένα καλό και ένα κακό.
Το ότι υπήρξε μέριμνα για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών καλώς υπήρξε. Από εκεί και πέρα το μεγάλο πρόβλημα στην πραγματική οικονομία έχει να κάνει με τις επιχειρήσεις. Τα κόκκινα δάνεια είναι βόμβα στη βιωσιμότητα του χρέους».
http://www.newsonly.gr/article.asp?catid=36385&subid=2&pubid=130084801