Δίσεκτο ονομάζεται το έτος στο οποίο προσμετράται μια παραπάνω ημέρα, με σκοπό τη διόρθωση σφαλμάτων που προκαλούνται από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιστροφής της Γης, στη μέτρηση του ηλιακού έτους.
Το 2020 είναι δίσεκτο έτος και ο Φεβρουάριός του θα έχει 29 ημέρες.
Με το σύστημα μέτρησης του χρόνου που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό κόσμο (Γρηγοριανό ημερολόγιο), κάθε έτος διαρκεί περίπου έξι ώρες παραπάνω από τις 365 ημέρες του Ιουλιανού ημερολογίου, για την ακρίβεια 365,242199 ημέρες, δηλαδή περίπου 1/4 της ημέρας, με αποτέλεσμα κάθε τέσσερα έτη να δημιουργείται σφάλμα της τάξεως της μιας πλήρους ημέρας.
Έτσι, στο ίδιο σύστημα έχει καθιερωθεί να προστίθεται μια ημέρα στο έτος ανά τέσσερα έτη (εκτός από τα έτη που διαιρούνται με το εκατό αλλά όχι και με το τετρακόσια και εκτός από τα έτη που διαιρούνται και με το εκατό και με το τέσσερις χιλιάδες), ώστε το σφάλμα των έξι ωρών να απορροφάται.
Η ημέρα που προστέθηκε αρχικά ήταν η έκτη ημέρα πριν από τις καλένδες του Μαρτίου, η bis sextus ή bisextus, δηλ. η έκτη ημέρα που καταμετριόταν δυο φορές, απ΄ όπου και η ονομασία «δίσεκτο» (δις + έκτο) έτος.
Τα δίσεκτα έτη αποτελούν το 25% των συνολικών ετών και διαθέτουν 366 ημέρες.
Επίσης στα δίσεκτα έτη κατά παράδοση διοργανώνεται η πιο σημαντική παγκόσμια αθλητική συνάντηση: οι Ολυμπιακοί αγώνες οι οποίοι αυτή τη φορά θα γίνουν στο Τόκιο (24 Ιουλίου – 9 Αυγούστου 2020).
Η ετήσια περιφορά της Γης γύρω από τον ήλιο θεωρείται ότι δε διαρκεί μόνο 365 ημέρες αλλά κάτι παραπάνω. Συγκεκριμένα 6 ώρες, 9 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα κατά μέσο όρο.
Όμως οι Ρωμαίοι από το 600 π.Χ. ακολουθούσαν ένα ημερολογιακό έτος 365 ημερών, το οποίο κάθε 4 χρόνια προπορευόταν κατά ένα 24ωρο (σχεδόν) από το ηλιακό έτος. Όταν έφτασαν πλέον να γιορτάζουν τις καλοκαιρινές γιορτές του θερισμού μέσα στον ημερολογιακό χειμώνα, αποφάσισαν ότι αυτή η ανακολουθία δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
O Φεβρουάριος
Για να διορθωθεί η ανωμαλία, το 46 π.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρας ζήτησε τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου, μαθηματικού και φιλόσοφου Σωσιγένη. Εκείνος, βασισμένος στις γνώσεις του πατέρα της αστρονομίας Ίππαρχου, υπολόγισε το ηλιακό έτος σε 365 ημέρες και 6 ώρες και ανέλαβε να βρει έναν τρόπο να στριμώξει κάπου τις περισσευούμενες 6 ώρες της χρονιάς.
Αφού πρώτα επιμήκυνε το έτος 46 π.Χ. φθάνοντάς το στις 445 ημέρες – προκειμένου να καλύψει τη διαφορά, όρισε να προστίθεται στο νέο ημερολογιακό έτος μία ημέρα κάθε 4 χρόνια.
Και επειδή αυτή η ημέρα έμπαινε αρχικά εμβόλιμη και χωρίς αρίθμηση μετά τις 23 Φεβρουαρίου, δηλαδή 6 ημέρες πριν από την ρωμαϊκή πρωτομηνιά και ταυτόχρονα πρωτοχρονιά (καλένδες) του Μαρτίου, ονομάστηκε δις έκτη ημέρα (δεύτερη έκτη ημέρα) ή αλλιώς δίσεκτη, εξ ου και το δίσεκτο έτος.
Και ενώ ο χρόνος κυλούσε σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, τον 16ο αιώνα παρατηρήθηκε ότι εξαιτίας μιας μικρής απόκλισης (μία ημέρα κάθε 129 χρόνια) η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 11 Μαρτίου, δηλαδή 10 ημέρες νωρίτερα.
Έτσι ήρθε το 1.582 μ.Χ. το Γρηγοριανό (νέο) ημερολόγιο να φέρει την εαρινή Ισημερία στα σωστά της μέτρα (21 Μαρτίου) προσθέτοντας μια νέα προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί ένα έτος δίσεκτο: Την ακριβή διαίρεση των επαιώνιων ετών με το 400.
Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 400 χρόνια που περνούν δεν έχουμε 100 δίσεκτα έτη αλλά μόνο 97 (π.χ. το 1900 ήταν δίσεκτο σύμφωνα με το παλιό αλλά όχι με το νέο ημερολόγιο, ενώ το 2000 και το 2400 είναι δίσεκτα και στα δύο ημερολόγια).
Γιατί το δίσεκτο έτος θεωρείται γρουσούζικο;
Για το δίσεκτο ή βίσεκτο χρόνο επικρατούν πλήθος προλήψεων και δεισιδαιμονιών, απόρροια της ρωμαϊκής επιρροής. Η δις έκτη εμβόλιμη μέρα θεωρείτο αποφράς και κατ’ επέκταση όλο το έτος. Σ’ αυτό πρέπει να συνετέλεσε το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν ότι άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς.
Έτσι το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών και σύναψη γάμου. Η πίστη για το δίσεκτο έτος μεταδόθηκε και στους Έλληνες, ύστερα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Γι’ αυτό και το έτος κατά το οποίο συμβαίνουν δεινά μεγάλα δεινά (πόλεμοι, λιμοί, μεγάλες φυσικές καταστροφές κ.ά.) καλείται «χρόνος δίσεχτος». Η αντίληψη αυτή απηχείται και στα δημοτικά τραγούδια, όπως στην παραλογή «Του νεκρού αδελφού», με τους στίχους:
Κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι’ έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν.
Λέγεται ακόμη ότι η λέξη δίσεκτο από ορθογραφική παρανόηση παραπέμπει στο «δυσοίωνο» – λόγω του αρχικού δισ- που συγχέεται με το φοβερό και τρομερό δυσ- (δυστυχία, δυσκολία, δυστοκία).
Το δίσεκτο έτος και ο γάμος
Ανάμεσα στις παραδόσεις που συνοδεύουν τη δίσεκτη 29η Φεβρουαρίου, είναι ότι εκείνη τη μέρα αντιστρέφονται τα πράγματα και οι γυναίκες κάνουν πρόταση γάμου στους άνδρες. Η ιρλανδική παράδοση δίνει την ευκαιρία σε κάθε Ιρλανδή να κάνει σε δίσεκτο έτος πρόταση γάμου στον αγαπημένο της, την οποία εκείνος είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί. Και ίσως επειδή κάηκε η γούνα πολλών Ιρλανδών, οι 366 ημέρες της θεόσταλτης ευκαιρίας περιορίστηκαν μόνο σε μία: Την 29η Φεβρουαρίου. Αυτό ήταν και το κεντρικό θέμα της ρομαντικής ταινίας του 2010 «Leap Year» («Δίσεκτο Έτος»).
Το έθιμο θεωρείται ότι επιβλήθηκε δια νόμου το 1288 στη Σκωτία από την βασίλισσα Μαργαρίτα, για να επεκταθεί σύντομα στη Γαλλία, την Ιταλία και (το 1600) στην Αγγλία, ενώ το βρίσκουμε και στο Μόντρεαλ του 1920. Ένα γενναίο πρόστιμο περίμενε τον άντρα που θα αρνούνταν την πρόταση. Θα έπρεπε να αποζημιώσει πλουσιοπάροχα την απογοητευμένη γυναίκα ανάλογα με το εισόδημά του ή έστω να της αγοράσει ένα μεταξωτό φόρεμα.
Στην Ελλάδα πάντως τα ζευγάρια αποφεύγουν να παντρεύονται αυτήν την ημέρα, θεωρώντας την γρουσούζικη.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η 29η Φεβρουαρίου, ως σπάνια μέρα η ίδια, έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Σπανίων Ασθενειών.
Με πληροφορίες από el.wikipedia.org, sansimera.gr