Το σημαντικότερο παράγοντα για την αποφυγή της επιστροφής του “φαντάσματος” της χρεοκοπίας – όπως εκείνη που έζησε η ελληνική οικονομία το 2010 – αποτελεί η αύξηση της εθνικής αποταμίευσης.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη χθεσινή ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, σε παρουσίαση της μελέτης της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε σχέση με την εθνική αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας.
Ο κος Στουρνάρας ανέφερε χαρακτηριστικά πως “θα πρέπει να εφαρμόσει πολιτικές ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης (κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), προκειμένου να διατηρήσει τόσο την εξωτερική όσο και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και να καλύψει το σημαντικό επενδυτικό κενό”.
“Η ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της αποταμίευσης για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών αποτελούν προϋπόθεση για τη μείωση του ελλείμματος του Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών τα επόμενα έτη”, συμπλήρωσε ο ίδιος.
Σημειώνεται πως το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών αποτελούσε το δεύτερο κρίσιμο έλλειμμα το οποίο σε συνδυασμό με το δημοσιονομικό έλλειμμα οδήγησε στην ελληνική χρεοκοπία του 2010 και στα Μνημόνια.
Αν και το δημοσιονομικό έλλειμμα τιθασεύτηκε, δεν συνέβη το ίδιο με το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, καθώς οι εισαγωγές εξακολουθούν να είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές.
“Για την κάλυψη του επενδυτικού κενού που έχει η χώρα, είναι αναγκαία η πληρέστερη κινητοποίηση των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων. Σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης των επενδύσεων πρέπει να προέλθει από εγχώριες αποταμιεύσεις, διαφορετικά επιβαρύνεται το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών”, τόνισε ο κος Στουρνάρας.
Ο ίδιος τόνισε πως “με δεδομένο το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, το οποίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγωγών, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, ο διαθέσιμος χώρος για χρηματοδότηση επενδύσεων από ξένες αποταμιεύσεις χωρίς να επιστρέψει η χώρα σε υπερβολικά ελλείμματα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών είναι σχετικά περιορισμένος.
Η ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της αποταμίευσης για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών αποτελούν προϋπόθεση για τη μείωση του ελλείμματος του Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών τα επόμενα έτη.
Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, σημείωσε ο κος Στουρνάρας. Η πρόοδος αυτή και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αντανακλώνται στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία.
Στο πλαίσιο αυτό, και από την κρίση χρέους και έπειτα, έχει αντιμετωπιστεί μερικώς και το πρόβλημα της χαμηλής εθνικής αποταμίευσης, κυρίως μέσω της σημαντικής μείωσης του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ). Ειδικότερα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης από έλλειμα 10,2% του ΑΕΠ το 2009 διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ το 2023. Αντίστοιχα, το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, από 15,2% του ΑΕΠ το 2009, διαμορφώθηκε σε 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Συνεπώς, παρότι η εθνική αποταμίευση παραμένει χαμηλή στην Ελλάδα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το πρόβλημα αυτό εστιάζεται πλέον αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, σε αντίθεση με την περίοδο της κρίσης.
Το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης», με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, το επίπεδο της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπήρξε από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ.
Τα υψηλά ελλείμματα του δημόσιου τομέα στο παρελθόν επιβάρυναν σημαντικά τα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης.
Από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα από το 2011 και εμφανίζει το μεγαλύτερο και μάλιστα διευρυνόμενο χάσμα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης (χαμηλότερο κατά περίπου 10 ποσ.μον. του ΑΕΠ).
Η αποταμίευση των επιχειρήσεων αν και έχει υποχωρήσει το 2023 (10,3% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2022 (12,6% του ΑΕΠ) παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της τριετίας 2017-2019 (8,3% του ΑΕΠ)”.
Σύνδεση ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) με το κενό αποταμίευσης.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας τόνισε πως “το έλλειμμα αποταμίευσης, ή πιο συγκεκριμένα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί στην προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία 20ετία.
Αυτό υποδηλώνει ότι η χώρα ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει, ή με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Το σταθερά υψηλό «εισαγωγικό περιεχόμενο» της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδυτικών αγαθών αλλά και των εξαγωγών θα εξακολουθεί να ασκεί αρνητικές επιδράσεις στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Παράλληλα, οι δαπάνες τόκων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων για πολλά χρόνια.
Σε όρους αποταμίευσης-επένδυσης, η αναγκαία αύξηση των επενδύσεων στην οικονομία τα επόμενα χρόνια αναμένεται να συμβάλει στη διατήρηση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών σε σχετικά υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμα (κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης των επενδύσεων), καθιστώντας ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για αύξηση των εγχώριων αποταμιεύσεων.
Χρηματοδότηση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) – Διεθνής Επενδυτική Θέση (ΔΕΘ)
Ο κος Στουρνάρας ανέφερε επίσης πως “παράλληλα με την πορεία του κενού αποταμίευσης, είναι χρήσιμο να δούμε πώς χρηματοδοτείται το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, αναλύοντας τη διεθνή επενδυτική θέση της χώρας ανά είδος επένδυσης και τομέα επενδυτή. Συνοπτικά:
Οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις παραμένουν αρνητικές, που σημαίνει ότι η καθαρή εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων συμβάλλει στη χρηματοδότηση άμεσων επενδύσεων.
Η καθαρή θέση επενδυτικού χαρτοφυλακίου είναι θετική, που σημαίνει ότι οι κάτοικοι Ελλάδος προτιμούν να επενδύουν σε επενδυτικά στοιχεία του εξωτερικού (κυρίως ομόλογα και μετοχές) περισσότερο απ’ ότι οι ξένοι επενδυτές επενδύουν σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές.
Τέλος, οι καθαρές λοιπές επενδύσεις που αφορούν κυρίως δάνεια και άλλες υποχρεώσεις δείχνουν το μεγάλο μέγεθος των υποχρεώσεων των κατοίκων του εσωτερικού προς το εξωτερικό. Το μέγεθος αυτό αποτυπώνει σε σημαντικό βαθμό τη σύνθεση του δημόσιου χρέους, που στην περίπτωση της Ελλάδος συνίσταται κυρίως από δάνεια προς τον επίσημο τομέα του εξωτερικού.
Ως αποτέλεσμα, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (ΔΕΘ) της χώρας, δηλαδή το συσσωρευμένο χρέος της χώρας προς το εξωτερικό, είναι αρνητική (περίπου στο -141% του ΑΕΠ), σε αντίθεση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό δημόσιο χρέος2 και σημαντικά υψηλότερη από τα θεμελιώδη και προληπτικά κριτήρια αναφοράς της Διεθνούς Επενδυτικής Θέσης που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα (-42,5% και -48,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα το 2023).
Η υψηλή αρνητική Διεθνής Επενδυτικής Θέσης της χώρας είναι σημαντικό στοιχείο εξωτερικής χρηματοπιστωτικής ευπάθειας, αποτελώντας δυνητική πηγή κινδύνων.
Παράλληλα, και η διάρθρωση της εξωτερικής χρηματοδότησης ήταν λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς υψηλότερο μερίδιο κατείχαν οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και χαμηλότερο μερίδιο οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων το 2023.
Επί του παρόντος, το υψηλό ποσοστό των υποχρεώσεων της χώρας προς τον επίσημο τομέα του εξωτερικού αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τις δυσμενείς συνέπειες από την υψηλή αρνητική Διεθνής Επενδυτικής της χώρας.
Ωστόσο, με τη σταδιακή αναχρηματοδότηση των επίσημων δανείων με χρέος διαπραγματεύσιμο στις αγορές (με συγκριτικά δυσμενέστερους όρους) είναι σημαντικό να περιοριστεί σχετικά η εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση μέσω της ενίσχυσης της εγχώριας κατοχής του δημόσιου χρέους, δεδομένων των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας.
Η σύγκλιση της Διεθνής Επενδυτικής Θέσης πιο βιώσιμα, προ-κρίσης, επίπεδααπαιτεί τη μείωση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Η ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων και η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της αποταμίευσης για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών αποτελούν προϋπόθεση για τη μείωση του ελλείμματος του Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών τα επόμενα έτη”.
newsit.gr